Ο πληθυσμός της Αττικής εκτέθηκε σε ένα Τσέρνομπιλ «τσέπης»

Του Bαγγέλη Στογιάννη*

 

Καθώς έχω επιστρέψει πριν από 24 ώρες από τη φωτιά στο Κέντρο Διαχείρισης Ανακυκλώσιμων Υλικών (ΚΔΑΥ) του Ασπρόπυργου, όπου επί δύο ημέρες συμμετείχα στις εργώδεις προσπάθειες των εθελοντικών ομάδων Δασοπροστασίας του Υμηττού οι οποίες έσπευσαν να συνδράμουν την Πυροσβεστική Υπηρεσία στον απελπισμένο αγώνα που έκανε, προκειμένου να αντιμετωπίσει μια πρωτοφανή καταστροφή, κάποιες πρώτες σκέψεις αξιολόγησης της αντίδρασης του κράτους και των υπηρεσιών του τις τελευταίες ημέρες, μπορεί να αρχίσουν να αποτυπώνονται.

Από την πρώτη στιγμή είχαμε να αντιμετωπίσουμε, στην καλύτερη περίπτωση, μια πυρκαγιά η οποία έκαιγε αρκετές μέρες δεκάδες χιλιάδες τόνους ανακυκλώσιμων υλικών και του υπολείμματός τους στην Αττική. Αυτό, όμως, που πανηγυρικά αναδείχθηκε είναι η απόλυτη ανεπάρκεια του μηχανισμού προειδοποίησης του πληθυσμού, προκειμένου να ληφθούν έγκαιρα τα στοιχειώδη μέτρα αυτοπροστασίας.

Τέτοιες φωτιές που καίνε μεγάλες ποσότητες χαρτιού, πλαστικού και άλλων ανακυκλώσιμων υλικών, ξέρουμε ότι θα απελευθερώσουν δηλητήρια όπως διοξίνες και φουράνια, ενώ ο καπνός τους θα μεταφέρει τεράστιες ποσότητες μικροσωματιδίων ιπτάμενης τέφρας, επιβαρυμένης με βαρέα μέταλλα σε ολόκληρη την Αττική. Σε συνδυασμό, δε, με τη γνώση των αλλαγών στη διεύθυνση των ανέμων, έπρεπε να θέσουν από την αρχή σε συναγερμό τον μηχανισμό έγκαιρης προειδοποίησης του πληθυσμού και να ενεργοποιήσουν τα πρώτα προληπτικά μέτρα.

Τέτοιας σύνθεσης τοξικό νέφος θα έπρεπε, αυτομάτως, να προκαλέσει το κλείσιμο των σχολείων της Αττικής και την έκδοση οδηγίας προς τις ευπαθείς ομάδες του πληθυσμού (παιδιά, ηλικιωμένοι, άνθρωποι με αναπνευστικά προβλήματα κ.λπ.) προκειμένου να παραμείνουν μέσα στα σπίτια τους, αποφεύγοντας την έντονη δραστηριότητα στην ύπαιθρο. Τελικά, η οδηγία αυτή εκδόθηκε 4 ημέρες αργότερα (από τις υπηρεσίες του υπουργείου Υγείας) ενώ έκλεισαν τα σχολεία σε μια μόνο ζώνη κοντά στην περιοχή του δυστυχήματος και πέραν τούτου ουδέν.

Σήμερα ξέρουμε ότι το νέφος των αερίων και στερεών ρύπων «γάζωσε» ολόκληρη την Αττική, τα νησιά του Αργοσαρωνικού και έφθασε έως την Εύβοια και την Β.Α. Πελοπόννησο.

Η γνώση ότι αυτά τα ΚΔΑΥ, σε πολλές περιπτώσεις, εκτός από το περιεχόμενο των μπλε κάδων παραλαμβάνουν σύμμεικτα απορρίμματα άλλων περιοχών, προκειμένου να τα μεταφέρουν στη Φυλή ως υπόλειμμα της ανακύκλωσης, θα έπρεπε να προκαλέσει συναγερμό στις κρατικές υπηρεσίες και στην Περιφέρεια. Η πρώτη αναφορά που δημοσιοποιήθηκε, κατά την εξέλιξη του συμβάντος, ότι βρέθηκαν στο χώρο του ΚΔΑΥ υλικά, όπως φάρμακα, λάστιχα και ορυκτέλαια «δένοντας» την υπόθεση πως το ΚΔΑΥ αυτό ενέχονταν σε «ξέπλυμα» ειδικών αποβλήτων, θα έπρεπε να έχει προκαλέσει την κήρυξη ολόκληρης της Περιφέρειας σε κατάσταση έκτακτης ανάγκης και τη γενική κινητοποίηση ολόκληρου του κρατικού μηχανισμού και των διαθέσιμων μέσων.

Μεγάλα χωματουργικά μηχανήματα του στρατού θα έπρεπε να επιστρατευθούν από την πρώτη στιγμή προκειμένου από όλες τις διευθύνσεις να ισοπεδώσουν την περίφραξη και να ξεκινήσει μια τεράστια προσπάθεια μόχλευσης του σωρού των διαβρεχόμενων υλικών που καίγονταν, να επιχειρηθεί η ισοπέδωση των κτιρίων του συγκροτήματος, ώστε να ακολουθήσει ταχύτατα επιχείρηση επίχωσης των καιγόμενων υλών και υλικών.

Αντί για όλα αυτά, είχαμε αφενός τον αρμόδιο υπουργό Περιβάλλοντος να δηλώνει ότι οι υπηρεσίες του δεν έχουν τη δυνατότητα να αναλύσουν τη σύνθεση των αερίων ρύπων και αφετέρου την καθυστερημένη έναρξη αναλύσεων από τον Δημόκριτο, αλλά και κάποιες ανακοινώσεις για το σε ποιες περιοχές τα μικροσωματίδια μετρήθηκαν πάνω από τα όρια του συναγερμού (χωρίς βέβαια κουβέντα για τη χημική τους σύνθεση που θα αποκάλυπτε την επικοινωνιακή φωτοβολίδα).

Τέλος, ακολούθησε η διευρυμένη σύσκεψη υπό τον υπουργό ΠΑΠΕΝ κ. Λαφαζάνη, που θεμελίωσε επικοινωνιακά το «τι καλά που αντιδράσαμε» και εκδόθηκε ανακοίνωση της περιφερειάρχη, η οποία ειρωνεύτηκε τους «αυτόκλητους» ειδικούς που ζητούσαν επίχωση του σωρού, ενώ υπεραμύνθηκε του δόκιμου τρόπου με την οποία κατέστειλε η Πυροσβεστική την πυρκαγιά.

Αυτό όμως που δεν λέει σήμερα κανείς, είναι ότι δεν κάηκε απλά μια μεγάλη ποσότητα ανακυκλώσιμων υλικών, έστω με την παράνομη παρουσία εκεί σύμμεικτων αστικών αποβλήτων. Αυτό που κάηκε ήταν ένας τεράστιος σωρός δεκάδων χιλιάδων τόνων «μεικτών, επιμολυσμένων με ειδικά τοξικά, αποβλήτων» ακαθόριστης έως σήμερα σύνθεσης, δηλαδή ένα μείγμα για το οποίο δεν υπάρχουν πρωτόκολλα αντιμετώπισης απλώς γιατί πρόκειται για μείγμα το οποίο, υποτίθεται, πως δεν θα έπρεπε καν να υπάρχει. Από αυτήν την άποψη, όσοι σήμερα μιλούν για ένα Τσέρνομπιλ «τσέπης» στο οποίο εκτέθηκε και εκτίθεται ο πληθυσμός ολόκληρης της Αττικής, είναι βέβαιο πως έχουν δίκιο, όπως θα αναπτύξουμε εκτενέστατα στο επόμενο φύλλο του Δρόμου σχετικά με το θέμα και τις ευθύνες όλων όσοι τις φέρουν.

Αντί επιλόγου όμως και προκειμένου να αρχίσει, τουλάχιστον, να απαντάται η αμοραλιστική αυθάδεια των δηλώσεων της περιφερειάρχη για το δόκιμο της μεθοδολογικής προσέγγισης της κατάσβεσης, ας κλείσουμε με μια επισήμανση: Οι εκατοντάδες πυροσβέστες, εθελοντές πολιτικής προστασίας και οι υπάλληλοι των ΟΤΑ ρίχτηκαν με αυτοθυσία στον απελπισμένο αγώνα της καταστολής της φωτιάς εξοπλισμένοι με ακατάλληλες μάσκες (οι περισσότερες με φίλτρα διαφυγής Ρ2) και νίκησαν (όσο νίκησαν) την καταστροφή παλεύοντας για μέρες σε μια ατμόσφαιρα Δαντικής κόλασης, όπου οι μυρωδιές των διαλυτών και συγκεκριμένων φυτοφαρμάκων εναλλάσσονταν συνεχώς με τη μυρωδιά του καμένου πλαστικού και χαρτιού.

 

* Ο Bαγγέλης Στογιάννης είναι μέλος της ΠΡΩΣΥΝΑΤ

Σχόλια

Σου άρεσε αυτό το άρθρο; Ενίσχυσε οικονομικά την προσπάθειά μας!