Μια «απονομή» που ξέχασε τη Γιουγκοσλαβία, το Ιράκ, την Παλαιστίνη και άλλες ιστορίες σφαγών. Του Μάρκου Δεληγιάννη
Χειμώνιασε. Τα σύννεφα ψηλώνουν ολόγυρα. Σου κρύβουν τη θάλασσα. Η βροχή αγκυροβόλησε στις στέγες των ενδιαιτημάτων μας. Τώρα φροντίζουμε τα παντζούρια, νωρίς να’ναι κλειστά. Φραγμός στης υγρασίας την επέλαση. Στις γωνιές των υπνωτηρίων είναι στοιβαγμένα όπως-όπως τοπία καλοκαιρινά. Κι όταν νυχτώνει και τα φώτα ανάβουν, η σιωπή σκαρφαλώνει στα μπαλκόνια. Έξω οι δρόμοι παγερά φωτισμένοι. Στην πλατεία, απόπειρες διακόσμησης, λαμπιόνια φωτίζουν το μαδημένο έλατο. Απολειφάδι μιας λοιδορούμενης νοσταλγίας. Χριστούγεννα! Σε λίγο, θ’ απαιτήσουν την αρμόζουσα υποδοχή. Οι βιτρίνες φόρεσαν τα γιορτινά τους. Διαλαλούν των εκπτώσεων τον ερχομό, μα οι διαβάτες οι μοναχικοί δεν στέργουν ούτε ένα βλέμμα να εναποθέσουν στην αγκαλιά της κατανάλωσης. Άλλωστε βιάζονται, στις τσιμεντένιες τους φωλιές να τρυπώσουν. Η πανάρχαια πόλη, καθημαγμένη, δέχεται αδιαμαρτύρητα τους καλπασμούς των σιδερόφρακτων αρμάτων. Τα χείλη της, στεγνά, μάταια προσπαθούν ένα χαμόγελο να σχεδιάσουν. Η θρηνωδία των ζητιάνων, απ’ της εκκλησιάς τα σκαλοπάτια, υπογραμμίζει την διαπόμπευση της ανθρωπιάς. Τα νύχια της νύχτας είναι μαύρα. Κι ο ορίζοντας σκοτεινός σαν φρύδια που τα έσμιξε βαριοσήκωτη σκέψη. Ψάχνεις τη συντροφιά του αστεριού να σου φωτίσει της μοναξιάς τα αχνάρια. Μα η συννεφιά δεν στο επιτρέπει. Παραδίδεσαι αμαχητί στην κυριαρχία της εικόνας, στους ρήτορες τους αργυρώνητους, στις θριαμβικές ρεκλάμες, στα στίλβοντα καταστήματα. Το δωμάτιο γεμίζει βαρετές επαναλήψεις. Ξάφνου, η φωνή του τηλεπαρουσιαστή, πομπώδης στην αρχή κι ύστερα τρεμάμενη, αναγγέλλει το νέο το συνταρακτικό: Το βραβείο Νόμπελ, για… την Ειρήνη, απονέμεται στην Ευρωπαϊκή Ένωση.
Εκεί είναι όλοι συγκεντρωμένοι, στις ολόφωτες αίθουσες, ανάμεσα σε απαστράπτοντα στολίδια, οι καλοφαγωμένοι πραίτορες, από κάθε γωνιά της Ευρώπης, της παρηκμασμένης. Τυφλοί απέναντι στο θάνατο που καλπάζει, κουφοί μπροστά στην εναγώνια κραυγή λίγο πριν την πτώση. Στέκονται, εκεί, χαμογελαστοί, ακκιζόμενοι, γέροντες αμοραλιστές. Σφίγγει ο ένας του άλλου το πλαδαρό το χέρι. Συγχαρητήρια! Α, και καλά Χριστούγεννα! Τι ειρωνεία! Αλήθεια, φτωχέ ιθαγενή, τι σημαίνουν Χριστούγεννα για σένα; τι σημαίνει αυτή η ευχή για σένα; Να σου πω εγώ: Είναι η εποχή που πληρώνεις ξένους λογαριασμούς χωρίς να ’χεις φράγκο στη τσέπη. Είναι η εποχή που σου ‘χουν φορτώσει ένα χρόνο στην πλάτη, αλλά δεν σε κάνει ούτε μια ώρα πλουσιότερο. Αναρωτιέσαι: Είναι δυνατόν τόσο απροκάλυπτος να ‘ναι ο εμπαιγμός; Είναι δυνατόν η αλήθεια σε τόση ανυποληψία να περιέλθει; Να τη βιάζουν στη μέση της αγοράς κάτω απ’ τις επευφημίες των προγαστόρων; Α, ναι! κάτι ψέλλισε, το σ’ άλλες περιπτώσεις απύλωτο στόμα τους, για τους πρόσφατους βομβαρδισμούς στη Γάζα. Κάτι χλομές στρογγυλεμένες ρητορείες εναντίον της βίας κι ύστερα, σαν εγγαστρίμυθοι, κρυμμένοι πίσω από τις πλουμιστές γραβάτες και τα φανταχτερά ενδύματα αποσύρθηκαν, γαλήνιοι, στις κατάφορτες τραπεζαρίες, να γιορτάσουν την απροσδόκητη διάκριση.
Αναρωτιέσαι: Λιγόστεψαν της μνήμης τα σύνορα; Ή κανείς πλέον δεν υπολογίζει των λαών το θυμό; Τόσο γρήγορα ξεχάσθηκε το φαγοπότι του ολέθρου, που ξεκίνησε πριν δεκαπέντε χρόνια ύστερα από ένα γερμανικό τελεσίγραφο; -αλήθεια τόσο εύκολα ξεχνάμε;- πέρασε από δεκάδες πτώματα αθώων, θύματα μιας βόμβας στην αγορά του Σεράγεβο. Ποιος, αλήθεια, να την έβαλε άραγε; Αποτέλεσε το έναυσμα για έναν ευρωπαϊκό πόλεμο στο Κόσσοβο, που παγκοσμιοποιήθηκε μέσω του απεμπλουτισμένου ουρανίου.
Οι χθεσινοί υπέρμαχοι των ανθρωπίνων δικαιωμάτων, σήμερα τεμάχισαν την πολύπαθη αυτή γωνιά των Βαλκανίων. Η Γιουγκοσλαβία, αιμόφυρτη, σπαρταράει. Ύστερα κατέκαψαν το Ιράκ, την πανάρχαια αυτή χώρα που αποτελεί τη μεσοτοιχία όλου του κόσμου. Χτύπησαν αλαφιασμένες οι σειρήνες κι ένας προβολέας δυνατός σάρωσε της μνήμης τα σκοτάδια κι ένα αιμάτινο ποτάμι ένωσε τη Βαγδάτη με το Βελιγράδι, τότε που η θηριώδης μηχανή του ψεύδους πυρπολούσε, κατέστρεφε, σκότωνε στη διπλανή Γιουγκοσλαβία, στο Αφγανιστάν, στη Σομαλία και οι βαρύγδουποι συμβολαιογράφοι μας διαβεβαίωναν πως αυτοί οι πόλεμοι ήταν ανθρωπιστικοί.
Τη στιγμή αυτή, ω πάνσοφοι ακαδημαϊκοί, εσείς που προσφέρετε αλόγιστα βραβεία, αναλογιστήκατε πόσα παιδιά ακρωτηριάστηκαν, πόσα εφηβικά κορμιά τινάχτηκαν κομματιασμένα πάνω σ’ άλλα κορμιά πάνω στην κραυγή, αίμα πάνω στο αίμα; Στέρεψαν οι λέξεις της οργής.
Τι θα πείτε μετά από αυτό το φιάσκο στα παιδιά του Ιράκ, της Παλαιστίνης, στις μάνες του Αφγανιστάν, στους ξεσπιτωμένους του Κόσοβο, στους άνεργους, στις στρατιές των πεινασμένων; Α, βέβαια, προέχουν τα κέρδη των επτά θυγατρικών. Κι εσείς σ’ αυτές υπακούετε!
Ένα κομμάτι δακρύζει στην Παλαιστίνη, κάποιο άλλο στο Ιράκ, στο Αφγανιστάν, στη Συρία. Κάποια παιδιά μια σφαίρα τα σταμάτησε στο δρόμο και δεν γύρισαν το βράδυ στο σπίτι. Επάλληλες τραγωδίες! Εκατόμβες αθώων! Εκλαμπρότατοι ακαδημαϊκοί, ίσως κάποτε έρθουν στα όνειρά σας οι οιμωγές, τα κάρα της φρίκης. Να το ελπίσουμε;