του Νίκου Σταθόπουλου*

 

Για ποιους λόγους αναζητάμε έναν εθνοκεντρικό ριζοσπαστισμό; Για μια «πατριωτική νοσταλγία» σε καιρούς τεχνολογικοποιημένης πλανητικότητας;. Για έναν «πολιτιστικό ρομαντισμό» σε ημέρες μεταβιομηχανικού πραγματισμού; ή για κάτι πιο «γειωμένο» με την ιστορία και την επικαιρότητα των συστημάτων;

Το «επαναστατικό» ποτέ δεν ήταν «συνθήκες» και «ιδέες», αλλά συνειδήσεις που εναντιώνονταν στον κατακερματισμό και την ισοπέδωση. Μια εναντίωση, εντός των όρων και ορίων της ιστορικής κατάστασης και στιγμής.

Από όποια σκοπιά κι αν εξετάσεις το θέμα(πολιτιστική, θρησκευτική, τεχνολογική…), η έσχατη προοπτική είναι μια παγκόσμια κοινότητα. Ωστόσο, πολιτική σημαίνει ανάδειξη των διαλεκτικών του παρόντος, μεσολάβηση των αναγκών από τη συγκροτημένη ρεαλιστική βούληση. Επομένως, το κύρος της ουτοπίας είναι σε συνάρτηση με την ωριμότητα της επίγνωσης. Παρεμβαίνεις στην πραγματικότητα, και «παλεύεις» τον μετασχηματισμό της με βάση τα δεδομένα της και το «ανθρώπινο δυναμικό» που υπάρχει. Και είναι ένας «μετασχηματισμός» καθολικός, τα περιλαμβάνει όλα και όλους.

Ο τελικός «μεγάλος κύκλος» της πανανθρώπινης ενότητας, θα σχηματιστεί φυσιολογικά και με ριζική δημοκρατικότητα, από το διαρκές «ψαγμένο πλάτεμα» των έγκυρων πραγματικών ιστορικών «κύκλων»(δείτε τους «Στοχασμούς» του Δ. Σολωμού) όπου οι άνθρωποι σχετίζονται με τους ομοίους τους δημιουργώντας κοινότητες και όχι αποξενωμένα οικιστικά σύνολα.

Μια καίρια διάσταση της ιστορίας, είναι η αέναη πάλη ανάμεσα στο κεντρομόλο της ριζικής πολιτισμικής αναφοράς και στο φυγόκεντρο του «επίκτητου» κοινωνικού καθορισμού. Η οργανική τους σύνδεση, σε μια εξελισσόμενη πολιτική πράξη, δεν είναι «ζητούμενο» αλλά αναγκαιότητα της πραγματικής ιστορίας.

* * *

Η ανάπτυξη και η βαθιά κρίση του παγκοσμιοποιημένου καπιταλισμού, κατέδειξε την ανθεκτικότητα της εθνικής ιδέας και θέσμισης. Το σάρωμα των συλλογικών ταυτοτήτων από τον «πολιτισμό των Αγορών», έφερε στην επιφάνεια μια απαντητική έκρηξη αναδίπλωσης στο «πατριωτικό κεκτημένο». Είναι, τάχα, αυτό μια «συνωμοσία» των ιδεολογικών κέντρων και παράκεντρων της εξουσίας; Είναι τόσο αυτοκαταστροφικό το σύστημα, ώστε να πριμοδοτεί διεργασίες που απειλούν τα παρόντα πλάνα εξελιγμένης συνεκτικής αναπαραγωγής του;

Μια καίρια διάσταση της ιστορίας, είναι η αέναη πάλη ανάμεσα στο κεντρομόλο της ριζικής πολιτισμικής αναφοράς και στο φυγόκεντρο του «επίκτητου» κοινωνικού καθορισμού. Η οργανική τους σύνδεση, σε μια εξελισσόμενη πολιτική πράξη, δεν είναι «ζητούμενο» αλλά αναγκαιότητα της πραγματικής ιστορίας

Και είναι άστοχη η επίκληση, εν είδει «επιχειρήματος», του ναζισμού/φασισμού στις αρχές του 20ού αι., διότι τότε μιλούσαμε για οργανωμένη κρατική βαρβαρότητα στο πλαίσιο του γενικού ιμπεριαλιστικού ανταγωνισμού. Ενώ σήμερα, στιγματίζονται ως «φασιστικές», εσωτερικές διεργασίες στο σύνολο των παγκοσμιοποιητικών αστικών κρατών, οι οποίες έχουν εθνοκεντρική θεμελίωση με αντισυστημική δυναμική (δεδομένου ότι η επίκαιρη ανάπτυξη του καπιταλισμού έχει, εγγενώς και σαφώς, αποεθνικοποιητική τάση). Το γεγονός ότι εντός αυτής της διεργασίας αναπτύσσονται και «ακρότητες», επιβεβαιώνει απλώς τη συνθετότητα του ιστορικοπολιτικού γίγνεσθαι, τα δομικά ιδιώματα της «συνείδησης» και το ανύπαρκτο μιας «νομοτελειακής αίγλης» κάποιας ιδεολογίας.

Στην πραγματικότητα, ποτέ και καθόλου δεν αναιρέθηκε η εθνοαναφορική «λογική». Απλώς, η εσωτερική λογική της Νέας Τάξης συνίσταται σε διαμόρφωση μιας ιεραρχίας «ανώτερων» – «κατώτερων» εθνών, με πολιτισμική συγκρότηση ομογενοποιημένης μαζικής κουλτούρας. Η «εθνοαποδόμηση» αφορά στην οργανική αποταυτοποίηση των «κατώτερων» εθνών, γιατί μόνο έτσι μπορούν να γίνουν λειτουργικοί συντελεστές μιας πλανητικής «άυλης» οικονομίας. Σε περιπτώσεις μεταπρατικής περιφερειακότητας, όπως στην Ελλάδα, αυτό το «σχέδιο» λειτουργεί με απόλυτη ένταση.

Η απολυτοποίηση της μεταβιομηχανικής καταναλωτικής δυναμικής προαπαιτεί μια απόλυτη «πνευματική συνειδησιακή συναίνεση»(όχι συμβατικά «πολιτική»), άρα την απεμπόληση των διαφοροποιητικών στοιχείων ιδιοπροσωπίας. Αυτή είναι μια γενική τάση, αλλά στα «κέντρα», στις «μητροπόλεις», αυτό πραγματώνεται ως κοινωνική ροπή, αφού το εθνικό δεν αποτελεί φραγμό (είναι το «δικό μας σύστημα»).

Η «επιστροφή στο εθνικό» απορρέει από το βίωμα ξεριζωμών και αποδιαρθρώσεων που έκαναν τη ζωή των ανθρώπων αφόρητη και μηδενιστική. Διότι το «εθνικό» είναι το οικείο πεδίο ταυτοποίησης, άρα είναι η «σταθερά» που αποκαθιστά ισορροπίες και επανασυνδέει με τη γη και την εμπειρία. Η απεμπόληση–«ακύρωση» του εθνικού, αφήνει τους λαούς μετέωρους, ανερμάτιστους, ακαθόριστους, άρα ευάλωτους μέσα σε ένα χαοτικό ρεύμα αταυτοποίητων «υποκειμένων» ατομοκεντρικής σύστασης και κουλτούρας.

Οι «κατώτεροι» του σύγχρονου κόσμου ένιωσαν και νιώθουν τον υποβιβασμό τους στην πρωτογονική μιζέρια των «ανδραπόδων» που «μοίρα» τους είναι να ληστεύονται, να ταπεινώνονται, να λιμοκτονούν, να στερούνται. Και βλέπουν, με τις αισθήσεις και την ψυχή, ότι οργανώνεται ένας ψεύτικος θεαμα-τικός κόσμος πολύ μακριά από τις ανάγκες και τις προσδοκίες τους. Η «ταξικότητα» και ο «δικαιωματισμός» δεν γεννούν ολοκληρωμένες οντότητες αλλά ένσαρκα ατομικά μεγέθη.

* * *

Απέναντι σε αυτή την καταδίκη στη ματαιότητα και το αναπαραγόμενο αδιέξοδο: οι «μάζες» επιστρέφουν σε ό,τι ενσαρκώνει την απτή ιστορία, τη γήινη αίσθηση, την ανθρώπινη αμεσότητα, δηλαδή αντιτίθεται στην συστημική εικονικότητα, ξαναγίνονται «ανθρώπινη ενότητα και αλληλεγγύη», ξαναβρίσκουν τη συλλογική καρδιά και ονειρικότητα. Ό,τι τρέμει ο σάπιος κόσμος των Αγορών και του Εμπορεύματος, είναι, ακριβώς, η έμπρακτη αναβίωση της ανάγκης του Άλλου μέσα σε μια ριζωμένη ιστορική σύνθεση σχέσης. Και ο «Άλλος» δε μπορεί να είναι «γενικώς, ο άνθρωπος» αλλά αυτός που στο διαρκώς ιδρυτικό φαντασιακό, συνιστά τον «πλησίον» του κοινού βίου, τον «γνώριμο» μέσω της γλώσσας, των συλλογικών συνηθειών, των καθολικών «μύθων», της μη γλωσσικής αυτοματικής συνεννόησης για τη μνήμη και τη συγκίνηση.

Και όλα αυτά γίνονται «συνειδητά» και «ώριμα»; Προφανώς όχι! Γίνονται «ενστικτικά», «εμπειρικά», «αυτοματικά», σαν ένα ανακλαστικό που ενσωματώνει την «επιστήμη της ζωής» απέναντι στον τρομακτικό ανορθολογσμό της γενικευμένης παράνοιας. Μιας παράνοιας (όλων αυτών των μετανεωτερικών ιδεοληψιών) που ο μόνος και συνεπέστερος και βαθιά λειτουργικός ορθολογισμός της, είναι το καμουφλάρισμα και η έμμεση νομιμοποίηση και ιεροποίηση των συνθηκών και δομών ληστρικής επικυριαρχίας των ελίτ

Οι λαοί βλέπουν καθαρά ότι το «παγκόσμιο σύστημα» δεν είναι μια πλανητική διάχυση της προόδου, μια «αγκαλιά», αλλά ένα σύνολο ορατών και αόρατων μηχανισμών και διαδικασιών με τα οποία χάνουν την κοινή εθνική ιδιοκτησία και τις υλικές και ποιοτικές μορφές της οικείας τους ζωής, φτωχαίνουν και ψευτοζούν σε έναν «χώρο» και με ηγεμόνες ξένους και αδιάφορους

Η «αντιδραστικότητα» της αντίδρασής τους: ούτε τόσο «αντιδραστικότητα» είναι (αν γλιτώσουμε από διάφορα «ερμηνευτικά» παραμορφωτικά κάτοπτρα), και σε όποιο βαθμό είναι, εδώ η ευθύνη ας καταλογιστεί και στα συστημικά δίκτυα χειραγώγησης και στις θεοκρατικού χαρακτήρα εμμονές ενός «ριζοσπαστισμού» ανίατα δηλητηριασμένου από τον αστικό θετικισμό.

Δεν επιστρέφουν στην «προϊστορία» οι πονεμένοι και απελπισμένοι «παρίες» του μοντέρνου κοινωνικοπολιτισμικού κάτεργου. «Επιστρέφουν» στην εξαναγκαστικώς ξεχασμένη τους αυτοσύσταση, στις «μοίρες» του ιστορικού καθορισμού τους, στις οικείες τους πραγματικότητες, στα «πεζούλια» τους όπου μπορούν και να «αράξουν» αλλά και να ανέβουν για να δουν πιο μακριά…

Η «εθνική ιδέα» δεν είναι μια πρόσφατη κατασκευή. «Κατασκευή» (σχετικώς, μάλιστα. Ας μη συγχέουμε το γεγονός του εθνοκρατισμού με διάφορες μεθοδεύσεις «καθαρής» εκδοχής του) είναι το νεωτερικό «έθνος-κράτος» και όχι η ζωτική του προϋπόθεση, δηλαδή η «εθνική ομάδα». Ηεθνική πολιτισμική οντότητα είναι το μεταβαλλόμενο ανθρώπινο σύνολο που διαμορφώνεται ως συλλογική ταυτότητα στο πέρασμα του χρόνου. Η αναφορά του είναι η πατρίδα, η έννοια της γενέθλιας γης, δηλαδή του χωρόχρονου όπου μέσα από ένα εξελισσόμενο πλέγμα παραδόσεων το άτομο συγκροτείται ως υποκείμενο-πρόσωπο πολιτισμού. Μόνο οι αφελείς και οι ιδεοληπτικοί μπορούν να συγκινηθούν από την «πολιτισμική πρωταρχικότητα» του Ροβινσώνα Κρούσου…

Η κοινωνική διάθλαση της εθνικής ριζικότητας, μπορεί να εξασθενίζει ή και να απωθεί το πρωτείο της, αλλά δεν το εξαλείφει. Στο εθνικό-πολιτισμικό συντάσσεται η κινητήρια δύναμη της μνήμης, ενώ στο κοινωνικό αυτή της εμπειρίας. Στην παρούσα πραγματικότητα, η εστίαση στο εθνικό αποτελεί ανώτερη όψη της γενικής κοινωνικής σύγκρουσης.

 

* Ο Νίκος Σταθόπουλος είναι φιλόλογος

Σχόλια

Σου άρεσε αυτό το άρθρο; Ενίσχυσε οικονομικά την προσπάθειά μας!