Με αφορμή του αφιερώματος μας για το δημοψήφισμα του 2015 δημοσιεύουμε εκτεταμένα αποσπάσματα ενός κειμένου με ιδιαίτερο ενδιαφέρον, του Γιάννη Μαυρή, προέδρου της Public Issue. Ολόκληρο το κείμενο καθώς και τη σχετική βιβλιογραφία θα τα βρείτε στη ηλεκτρονική διεύθυνση: www.mavris.gr

του Γιάννη Μαυρή*

«Μια κοινωνία προσεγγίζει ίσως περισσότερο το ιδεώδες της μαζικής συμμετοχικής δημοκρατίας στα πρώτα χρόνια της δημοκρατικής της ζωής ή μετά από μεγάλες κρίσεις του συστήματος, όταν υπάρχει ένας διάχυτος ενθουσιασμός για τη δημοκρατία· όταν πολλές διαφορετικές ομάδες και οργανώσεις απλών ανθρώπων συμμετέχουν στην προσπάθεια διαμόρφωσης μιας πολιτικής ατζέντας, που θα ανταποκρίνεται επιτέλους στις αγωνίες τους· όταν τα ισχυρά συμφέροντα που κυριαρχούν στις μη δημοκρατικές κοινωνίες δέχονται σοβαρά πλήγματα και περιέρχονται σε θέση άμυνας· και όταν το πολιτικό σύστημα δεν έχει ανακαλύψει ακόμη τρόπους να ελέγχει και να χειραγωγεί τα νέα κοινωνικά αιτήματα.
(Colin Crouch, 2006, Μεταδημοκρατία, Αθήνα: Εκκρεμές, σ. 61-2: «Η δημοκρατική στιγμή»)

Επτά χρόνια μετά, η δαιμονοποίηση του δημοψήφισματος λειτουργεί ως επιστημολογικό εμπόδιο για τη θεωρητική και πολιτική του αποτίμηση. Πολλοί επιχαίρονται για την απαξίωσή του. Άλλοι θεωρούν οριστικό τον ενταφιασμό του. Ίσως να έχουν δίκιο. Ίσως όμως και να βιάστηκαν να πανηγυρίσουν.

Η σημασία του ελληνικού δημοψηφίσματος του 2015

Το ελληνικό δημοψήφισμα της 5ης Ιουλίου 2015, στο οποίο ο ελληνικός λαός απέρριψε με το συντριπτικό ποσοστό 61,3%, έναντι 38,7%, την προωθούμενη από το Eurogroup μνημονιακή συμφωνία για την Ελλάδα, όπως και η ιστορικής πολιτικής σημασίας απόφαση του βρετανικού λαού, για έξοδο από την Ευρωπαϊκή Ένωση, στο βρετανικό δημοψήφισμα της 23ης Ιουνίου του 2016 (51,9%-48,1%), δεν αποτέλεσαν μεμονωμένα «ατυχήματα». Ήρθαν να προστεθούν στην αλυσίδα των δημοψηφισμάτων εκείνων, στα οποία οι πολιτικές πρωτοβουλίες και οι θεσμοί της Ευρωπαϊκής Ένωσης (ΕΕ) αποδοκιμάστηκαν από τη λαϊκή ψήφο: Ηνωμένο Βασίλειο (2016), Ελλάδα (2015), Ιρλανδία (2001 και 2008), Ολλανδία (2005), Γαλλία (2005) Σουηδία (2003), Δανία (2000, 1992). Η απόρριψη, μέσω δημοψηφισμάτων, της πολιτικής των κυρίαρχων ελίτ αποτελεί τη νέα μορφή με την οποία εκδηλώνεται η κοινωνική δυσαρέσκεια εντός της ΕΕ.

Μάλιστα, το ελληνικό ποσοστό απόρριψης, μαζί με το αντίστοιχο ποσοστό απόρριψης της Συνταγματικής Συνθήκης (του λεγόμενου «Ευρωσυντάγματος») στο ολλανδικό δημοψήφισμα του 2005 (61,5%) είναι τα υψηλότερα, που έχουν παρατηρηθεί ποτέ, μεταξύ έντεκα (11) απορριπτικών δημοψηφισμάτων για ευρωπαϊκά ζητήματα, στην περίοδο 1972-2016. […]

Η δημοκρατική «στιγμή»

Από την πλευρά της κοινωνικής συμμετοχής, το ελληνικό δημοψήφισμα αποτέλεσε κορυφαία δημοκρατική «στιγμή», σύμφωνα με τη σημασία που αποδίδει στον όρο ο Colin Crouch στο βιβλίο του Μεταδημοκρατία (Crouch 2006, 61-2). Ανεξάρτητα από την -εκ των υστέρων- ακύρωση της πρωτοφανούς δυναμικής του, προκάλεσε μια «στιγμιαία δημοκρατική ρωγμή», στο πολιτικό οικοδόμημα της μεταδημοκρατικής Ελλάδας, δηλαδή στην κατεδάφιση της αντιπροσωπευτικής δημοκρατίας, που προώθησε το μνημονιακό πρόγραμμα, στο επίπεδο της πολιτικής και των θεσμών. Το δημοψήφισμα αποτέλεσε την αφορμή για την απρόσκλητη και απρόσμενη είσοδο («εισβολή») του λαϊκού παράγοντα στην πολιτική σκήνη, που όποτε συμβαίνει, ανατρέπει τα πολιτικά δεδομένα με την αυτόνομη πολιτική του δράση και παράγει «κατάλληλα πολιτικά αποτελέσματα» (Πουλαντζάς 1975, 1, 106-7).

Πολύ εύκολα αποδεικνύεται, με βάση τα διαθέσιμα δεδομένα των ερευνών κοινής γνώμης, ότι το εκλογικό αποτέλεσμα του δημοψηφίσματος είναι παράγωγο: α) της διαιρετικής τομής του Μνημονίου, που διαμορφώθηκε στον ελληνικό κοινωνικό σχηματισμό (2010-2015) και β) της διπλής επίδρασης που άσκησαν οι εκλογές του Ιανουαρίου 2015 στον κομματικό συσχετισμό δυνάμεων· δηλαδή τη μετεκλογική ευφορία που δημιουργήθηκε και τη διευρυμένη κοινωνική συσπείρωση γύρω από τη νέα κυβέρνηση, στη διαπραγμάτευση που διεξήγαγε μέχρι τότε. Ένα κρίσιμο στοιχείο, που συσκοτίσθηκε σε μεγάλο βαθμό, λόγω της μεταγενέστερης εξέλιξης των πραγμάτων, είναι η μετεκλογική εκτίναξη της εκλογικής επιρροής του ΣΥΡΙΖΑ, που θα προσεγγίσει μετά τις εκλογές το 54%, ενώ παραμονές του δημοψηφίσματος (Ιούνιος 2015) θα διατηρηθεί στο 47,5% (βλέπε παρακάτω, Διαγράμματα 11-12).

Στην πραγματικότητα, η πολιτική της λιτότητας που εφαρμόσθηκε από το 2010, ουδέποτε κατάφερε να κερδίσει κοινωνική συναίνεση, παρά το γεγονός ότι τα κόμματα που τη διαχειρίστηκαν, είχαν ψηφιστεί από ένα σημαντικό τμήμα του εκλογικού σώματος. Από την αρχή, η στάση της κοινής γνώμης απέναντι στις μνημονιακές πολιτικές παρέμεινε πλειοψηφικά αρνητική, με μέσο όρο στην περίοδο 2011-2015, 70% κατά και μόλις 30% υπέρ – Διάγραμμα 1).

Διάγραμμα 1

Επομένως, η προτίμηση του εκλογικού σώματος που εκφράστηκε στο δημοψήφισμα με την υπερψήφιση του Όχι, δεν ήταν συγκυριακή. Σε μεγάλο βαθμό αποκρυσταλλώθηκε, μακροχρόνια, ήδη πριν από τις εκλογές του Ιανουαρίου 2015 και δεν περίμενε την φοβερή προεκλογική εβδομάδα για να εκδηλωθεί, ούτε ασφαλώς και θα άλλαζε ριζικά, εάν η προεκλογική περίοδος διαρκούσε μια ή δύο εβδομάδες παραπάνω. Το πιθανότερο είναι ότι θα ενισχυόταν περαιτέρω, στο μέτρο που η επίδραση των capital controls αφομοιωνόταν περισσότερο από το εκλογικό σώμα, όπως και τελικά συνέβη.

Οι επικριτές του δημοψηφίσματος αγνοούν και μια άλλη κρίσιμη -για τη διαμόρφωση του συσχετισμού δυνάμεων- παράμετρο: τις πολιτικές συνέπειες της μεγάλης εκλογικής νίκης του ΣΥΡΙΖΑ, τον Ιανουάριο του 2015. Με τις πρώτες εκλογές συντελέστηκε στη χώρα ριζική ανατροπή του πολιτικού κλίματος. Η νίκη του ΣΥΡΙΖΑ τερμάτισε μια μακρά περίοδο 40 ετών διακυβέρνησης της χώρας από τα κόμματα του παραδοσιακού δικομματισμού. Το εκλογικό αποτέλεσμα της 25ης Ιανουαρίου προκάλεσε μια πρωτοφανή για τα ελληνικά δεδομένα πολιτική και κοινωνική συσπείρωση (rally–effect) γύρω από τη νέα ελληνική κυβέρνηση. Στη μεταπολιτευτική περίοδο, ανάλογες επιδράσεις έχουν ασκήσει μόνον οι εκλογές του 1974 και του 1981.

Το πολιτικό κλίμα ένα μήνα πριν από το δημοψήφισμα

Μόλις ένα μήνα πριν το δημοψήφισμα, το Πολιτικό Βαρόμετρο (ΠΒ) Ιουνίου της Public Issue αποτύπωσε τις τάσεις της κοινής γνώμης, όπως αυτές είχαν διαμορφωθεί ελάχιστες ημέρες πριν από την έκτακτη Σύνοδο Κορυφής της ΕΕ για την Ελλάδα. Υπό αυτό το πρίσμα, αποκτούν ιδιαίτερη σημασία δύο διαπιστώσεις. Πρώτον, το γεγονός ότι η κοινωνική υποστήριξη προς την κυβέρνηση και τον πρωθυπουργό παρέμενε σχεδόν αμετάβλητη. Δεύτερον, σύμφωνα με όλες τις διαθέσιμες εμπειρικές ενδείξεις, η στάση της κοινής γνώμης, απέναντι στο ζήτημα της διαπραγμάτευσης, εμφανίζονταν περισσότερο συμπαγή.

Συγκεκριμένα, τον Ιούνιο του 2015, οι κυβερνητικοί χειρισμοί στη διαπραγμάτευση του χρέους είχαν την έγκριση των πολιτών, σε ποσοστό 58% (+4%, σε σύγκριση με τον Μάιο του 2015 – Διάγραμμα 4). Μεταξύ των εν δυνάμει ψηφοφόρων του ΣΥΡΙΖΑ, δηλαδή, με βάση την πρόθεση ψήφου σε ενδεχόμενο βουλευτικών εκλογών τον Ιούνιο του 2015 και όχι την προηγούμενη ψήφο (Ιανουαρίου 2015), το αντίστοιχο ποσοστό έγκρισης προσέγγιζε το 92%. Ακόμη, η μερίδα των Ελλήνων πολιτών που πίστευε ότι η κυβέρνηση «δεν έπρεπε να υποχωρήσει» απέναντι στις πιέσεις των δανειστών, όχι μόνον παρέμενε πλειοψηφική, σε ποσοστό 62%, αλλά και -σε σύγκριση με τον Μάιο- είχε διευρυνθεί περαιτέρω (+3%, από 59%). Οι ψηφοφόροι του ΣΥΡΙΖΑ στοιχίζονταν σε αυτήν την θέση, σε ποσοστό 84%, που ήταν επίσης σημαντικά αυξημένο από το αντίστοιχο 78% του Μαΐου (Διάγραμμα 5).

Διάγραμμα 4
Διάγραμμα 5

Μεγαλύτερη σημασία είχε το γεγονός, ότι η στάση υπέρ της διαπραγμάτευσης του χρέους με τους δανειστές της χώρας, εξακολουθούσε να αποτελεί την κυρίαρχη επιλογή του εκλογικού σώματος (συγκέντρωνε 67%). Ωστόσο, 1 στους 4 πολίτες (22%) τασσόταν πλέον υπέρ της στάσης πληρωμών της χώρας προς τους δανειστές. Μέσα σε ένα τρίμηνο δηλαδή (Μάρτιος-Ιούνιος 2015), το συγκεκριμένο ποσοστό είχε σχεδόν διπλασιασθεί (+10%), από μόλις 12%, τον Μάρτιο. Η «σκλήρυνση» των διαθέσεων της κοινής γνώμης υπήρξε εντυπωσιακή.

Το καλοκαίρι του 2015, η ένταση των επιθέσεων κατά της ελληνικής κυβέρνησης και οι πιέσεις που της ασκούσαν οι κυρίαρχες ευρωπαϊκές δυνάμεις είχαν ως αποτέλεσμα, στην Ελλάδα, τη σημαντική αύξηση της κοινωνικής δυσαρέσκειας από την Ευρωπαϊκή Ένωση. Η εικόνα της τελευταίας βρέθηκε στο χειρότερο σημείο του 12μήνου. Στο μετεκλογικό εξάμηνο, μετά την πρώτη νίκη του ΣΥΡΙΖΑ τον Ιανουάριο του 2015, η επιδείνωση της εικόνας της Ε.Ε. στην ελληνική κοινή γνώμη υπήρξε μεν συνεχής, αλλά για πρώτη φορά από τις αρχές του 2014, οι αρνητικές κρίσεις για την ΕΕ είχαν προσεγγίσει παρόμοια επίπεδα (57%, 6 στους 10 ερωτηθέντες). Σε μικρότερο βαθμό, η απόρριψη αφορούσε και το Ευρώ, η αποδοχή του οποίου παρέμενε βέβαια πάντοτε πλειοψηφική. Στη μέτρηση του ΠΒ, οι στάσεις των πολιτών απέναντι στο κοινό νόμισμα μετρώνται διαχρονικά με δύο δείκτες (γνώμη για το ευρώ, στάση σε περίπτωση δημοψηφίσματος). Τον Ιούνιο του 2015, και στους δύο δείκτες, οι αρνητικές στάσεις είχαν ενισχυθεί σημαντικά, υπερβαίνοντας το 30%. Αλλά και οι προοπτικές της ευρωζώνης είχαν διχάσει σημαντικά τους Έλληνες πολίτες. Μόνον 1 στους 2 (49%) πίστευε ένα χρόνο πριν, ότι η ευρωζώνη «έχει μέλλον», ενώ το 45% εκτιμούσε το αντίθετο. Ως προς αυτό το ζήτημα, η ιδεολογική διαίρεση που αποκαλυπτόταν με βάση τις κομματικές προτιμήσεις, ανάμεσα στα «φιλομνημονιακά» κόμματα (ΝΔ, ΠΑΣΟΚ, Ποτάμι) και στα «αντιμνημονιακά» (ΣΥΡΙΖΑ, ΑΝΕΛ, ΚΚΕ, ΧΑ) ήταν βαθύτατη.

Χαρακτηριστική ένδειξη για την ενίσχυση των αντιευρωπαϊκών διαθέσεων της κοινής γνώμης υπήρξε, τέλος, και η καθολική αποδοκιμασία του προέδρου του Eurogroup, Γ.Ντάισελμπλουμ και του Γερμανού υπουργού Οικονομικών Β.Σόιμπλε, η κυριαρχία των αρνητικών κρίσεων στη δημοτικότητα του προέδρου της ΕΕ, Ζαν-Κλοντ Γιούνκερ, της Γερμανίδας καγκελαρίου Α. Μέρκελ, αλλά και το έλλειμμα δημοτικότητας που εμφάνιζε, τόσο ο επικεφαλής της ΕΚΤ, Μ. Ντράγκι, όσο και (σε μεγαλύτερο βαθμό) η διευθύντρια του ΔΝΤ, Κ. Λαγκάρντ.

Η εκλογική επιρροή των πολιτικών δυνάμεων πριν από το δημοψήφισμα

Επομένως, η κλιμάκωση της αντιπαράθεσης που σημειώθηκε τον τελευταίο μήνα της διαδικασίας της διαπραγμάτευσης, ανάμεσα στην ελληνική κυβέρνηση και τους δανειστές, δεν είχε επιδράσει σημαντικά στον εκλογικό συσχετισμό δυνάμεων, που διαμορφώθηκε μετά τις εκλογές του Ιανουαρίου 2015. Η εκτίμηση εκλογικής επιρροής της Public Issue, σε περίπτωση διεξαγωγής βουλευτικών εκλογών, τον Ιούνιο του 2015, δηλαδή περίπου δύο εβδομάδες πριν από την προκήρυξη του δημοψηφίσματος και την επιβολή των capital controls, δίδεται στο Διάγραμμα 6, ενώ η συσπείρωση των κομμάτων, όπως διαμορφώθηκε μετά την προκήρυξη (27/6/2015), δίδεται με βάση το αθροιστικό αρχείο των δύο επόμενων προεκλογικών κυμάτων του Βαρόμετρου για το δημοψήφισμα (29/6-3/7/2015), στο Διάγραμμα 7.

Η εκτίμηση εκλογικής επιρροής, με βάση την τακτική μηνιαία έρευνα του ΠΒ Ιουνίου (ΠΒ145), η οποία είχε πραγματοποιηθεί υπό «κανονικές συνθήκες» και χωρίς την επίδραση ψυχολογικών πιέσεων στο εκλογικό σώμα ή την πρωτοφανή μεροληψία των Μέσων ενημέρωσης, που εκδηλώθηκε μετά την προκήρυξη, αποδείχθηκε –εκ ων υστέρων– ότι βρισκόταν πολύ κοντά στα πραγματικά δεδομένα, που αποκάλυψε το δημοψήφισμα, σχετικά με τα δύο διαμορφωμένα κομματικά μπλοκ, του αντιμνημονιακού Όχι και του φιλομνημονιακού Ναι (Διάγραμμα 6).

Διάγραμμα 6

Οι Δημοσκοπήσεις για το δημοψήφισμα

Οι (ελάχιστες) δημοσκοπήσεις που πραγματοποιήθηκαν τις λίγες ημέρες της προεκλογικής περιόδου αστόχησαν να αποτυπώσουν το τελικό εκλογικό αποτέλεσμα, υποεκτιμώντας σημαντικά το προβάδισμα του Όχι. Στην πραγματικότητα, δεν μπορεί να γίνει σοβαρή συζήτηση για αξιοπιστία ή μη των δημοσκοπήσεων, σε αντίστοιχες συνθήκες και σε μια παρόμοια εκλογική δοκιμασία: α) χωρίς ιστορικό προηγούμενο (το προηγούμενο δημοψήφισμα είχε γίνει πριν από τέσσερις δεκαετίες με θέμα τη μοναρχία), β) με διάρκεια προεκλογικής περιόδου μιας εβδομάδας, γ) με παρεμβολή πρωτοφανούς «έκτακτου» γεγονότος (κλείσιμο τραπεζών), δ) με σφοδρή αμφισβήτηση της ίδιας της επιλογής του δημοψηφίσματος. Ανοίγουμε όμως αυτή την παρένθεση, διότι μια εσφαλμένη, αλλά ευρύτατα διαδεδομένη ερμηνεία, αποδίδει σε αυτήν την υποεκτίμηση σκοπιμότητα. Συσκοτίζονται έτσι τρία σημαντικά πολιτικά συμπεράσματα, που προκύπτουν, σχετικά με τις δημοσκοπήσεις, με βάση την εκλογική εμπειρία του 2015.

1) Οι δημοσκοπήσεις υπήρξαν «θύματα» του ασφυκτικά μεροληπτικού κλίματος υπέρ του Ναι, που καλλιέργησαν απροκάλυπτα τα Μέσα ενημέρωσης, απονομιμοποιώντας έτσι, κοινωνικά, την αντίθετη άποψη. Και το πολιτικό κλίμα που επιχείρησαν να διαμορφώσουν τα Μέσα, παραβιάζοντας μάλιστα και την ισχύουσα εκλογική νομοθεσία, ήταν ότι η κυριαρχία του Ναι είναι ολοκληρωτική. Για αυτό, άλλωστε, δεν έγινε και εκτενέστερη χρήση των δημοσκοπήσεων, όπως συνήθως. Γιατί, απλούστατα, οι δημοσκοπήσεις, με το «αμφιλεγόμενο» αποτέλεσμα που κατέγραφαν (λόγω της πραγματικής υποεκτίμησης του Όχι), δεν εξυπηρετούσαν την πολιτική γραμμή περί «ολοκληρωτικής κυριαρχίας του Ναι», που επιδίωκαν να επιβάλλουν τα Μέσα.

2) Το «επικοινωνικό κλίμα» που επιβλήθηκε είχε πολιτικό αντίκτυπο. Αυτός ο φόβος, για μια δήθεν «συντριπτική επικράτηση του Ναι», υπήρξε διάχυτος και στον ηγετικό πυρήνα του ΣΥΡΙΖΑ. Ένα παρόμοιο ενδεχόμενο, -σε αντίθεση με μια «μικρή επικράτηση του Ναι» που θα επέτρεπε τη διαχείριση της στροφής 180ο από τον Τσίπρα-, θα δρομολογούσε την απομάκρυνσή του από το Μαξίμου. Αυτές οι, επικρατούσες εκείνες τις στιγμές, πεποιθήσεις των δρώντων φορέων, ίσως ερμηνεύουν και την «απρόθυμη» υποστήριξη και «αναγκαστική» κινητοποίηση υπέρ του Όχι, στην οποία οδηγήθηκε η ηγετική ομάδα του ΣΥΡΙΖΑ, υπό το «φόβητρο ενός συντριπτικού Ναι». Επί της ουσίας και χωρίς βεβαίως αυτό να σημαίνει ότι παραγνωρίζεται το δημοσκοπικό λάθος και οι συνέπειές του, στη θεωρητική παράδοση των ερευνών κοινής γνώμης είναι γνωστό το φαινόμενο της υποεκτίμησης των πραγματικών προθέσεων των ψηφοφόρων, όταν αυτές αφορούν μια κοινωνικά «απονομιμοποιημένη» θέση. Τη θεωρία αυτή που ονομάσθηκε «σπειροειδής της σιωπής» (spiral of silence) έχει διατυπώσει αρχικά η Γερμανίδα πολιτική επιστήμων Elizabeth Noelle-Neumann (1916-2010) στο κλασσικό βιβλίο της The Spiral of Silence. Public Opinion – Our Social Skin (Noelle-Neumann 1984).

3) Ωστόσο, η διαπίστωση ότι η μεροληψία των Μέσων ενημέρωσης επηρέασε τις δημοσκοπήσεις, αλλά όχι την πραγματική εκλογική συμπεριφορά των ψηφοφόρων έχει και μεγαλύτερη βαρύτητα και μεγάλη πολιτική σημασία. Αποκαλύπτει, όχι μόνο τα περιορισμένα όρια της ισχύος των Μέσων ενημέρωσης, αλλά και καταρρίπτει τον μύθο για την περιβόητη επίδραση των δημοσκοπήσεων στο εκλογικό σώμα.

Επιστρέφοντας στην ανάλυση του εκλογικού αποτελέσματος, οι κομματικές προτιμήσεις αποτέλεσαν τη σημαντικότερη ερμηνευτική μεταβλητή της ψήφου στο δημοψήφισμα (Μαυρής 2015γ). Η τοποθέτηση των κομμάτων στο δημοψήφισμα, επηρέασε καθοριστικά τους ψηφοφόρους, με εξαίρεση το ΚΚΕ. Το γεγονός, ότι υπήρξε πράγματι κομματική στοίχιση, γίνεται ορατό στην καταγραφή της συσπείρωσης των κομμάτων, που προκύπτει από τις προεκλογικές έρευνες (Διάγραμμα 7).

Διάγραμμα 7

Το ΚΚΕ, διαφωνώντας με το δίλημμα που τέθηκε, υποστήριξε το άκυρο, με κεντρικό σύνθημα: «Όχι στην πρόταση ΕΕ-ΔΝΤ-ΕΚΤ, Όχι στην πρόταση της Κυβέρνησης». Στην κάλπη του Δημοψηφίσματος βρέθηκαν τελικά 310.682 άκυρα (5,04%) και 46.424 λευκά (0,75%) ψηφοδέλτια. Όμως, η γεωγραφική κατανομή αυτής της αντιεκλογικής ψήφου (άκυρο, λευκό), δεν ακολουθεί και δεν ερμηνεύεται καθοριστικά από την ιστορική εκλογική γεωγραφία του κομμουνιστικού κόμματος. Όπως αποδεικνύεται και από τη συσπείρωσή του, οι ψηφοφόροι του ΚΚΕ δεν πειθάρχησαν πλειοψηφικά στη γραμμή του κόμματος για άκυρο, αλλά ψήφισαν μαζικά Όχι, σε ποσοστό 61% (6 στους 10, Διάγραμμα 7). Αυτό το συμπέρασμα ενισχύει και η παραταξιακή κατανομή της ψήφου (Διάγραμμα 8). Οι αυτοτοποθετούμενοι στα Αριστερά του πολιτικού φάσματος, στους οποίους περιλαμβάνονται και οι ψηφοφόροι του ΚΚΕ, ψήφισαν συντριπτικά υπέρ του Όχι.

Διάγραμμα 8

Ειπωμένο διαφορετικά, έχει τεκμηριωθεί με βάση τα εμπειρικά δεδομένα, ότι η άσκηση πιέσεων και η κινδυνολογική εκστρατεία των διεθνών και εγχωρίων Μέσων ενημέρωσης δεν είχε καταφέρει –μέχρι τη στιγμή του δημοψηφίσματος– να αποδυναμώσει την απόλυτη εκλογική κυριαρχία του ΣΥΡΙΖΑ, που επήλθε μετά τις βουλευτικές εκλογές του Ιανουαρίου 2015, ούτε να θρυμματίσει την ηγετική εικόνα του Αλέξη Τσίπρα. Μετά την εκλογική νίκη του ΣΥΡΙΖΑ, η δημοτικότητά του θα εκτιναχθεί και αυτή, από 47% πριν τις εκλογές, στο 87%, ενώ παραμονές του δημοψηφίσματος είχε σταθεροποιηθεί στο 74% (βλέπε σχετικά παρακάτω το Διάγραμμα 12). Αξίζει δε να επισημανθεί, ότι η πρωθυπουργική δημοτικότητα, μεταξύ των ψηφοφόρων του ΣΥΡΙΖΑ, είχε αγγίξει τον Ιούνιο του 2015, το 98%.

Συμμετοχή και κοινωνική διαίρεση: Η εκλογική – κοινωνική γεωγραφία του δημοψηφίσματος

Η απόφαση για το δημοψήφισμα πυροδότησε μεγάλης έκτασης κινητοποίηση και συσπείρωσε μια ευρύτατη κοινωνική συμμαχία, σε πανεθνική κλίμακα, που σπάνια έχει παρατηρηθεί στη σύγχρονη ελληνική ιστορία, μετά την κατοχή και την εαμική εμπειρία. Η συμμετοχή στο δημοψήφισμα ξεπέρασε τα 6 εκ. ψηφίσαντες (6.161.338), συγκρατώντας έτσι ως ένα βαθμό την επιταχυνόμενη τάση αποχής. Με βάση τη δημογραφική εκτίμηση της Public Issue για το μέγεθος του εκλογικού σώματος, η πραγματική συμμετοχή στο δημοψήφισμα υπολογίζεται σε 72,76% και η πραγματική αποχή σε 27,24%. Ας σημειωθεί, παρενθετικά, ότι ακριβώς η τόνωση της πολιτικής συμμετοχής, που παρατηρείται στα δημοψηφίσματα (de Vreese 2007), συγκαταλέγεται διεθνώς, αλλά όχι στην Ελλάδα, στα θετικά του θεσμού. Με υψηλότερα (από το ελληνικό) ποσοστά συμμετοχής σε δημοψήφισμα έχουν απορριφθεί στο παρελθόν η ένταξη της Νορβηγίας στην ΕΕ (1994 – 88,8%), η εισαγωγή του ευρώ στη Δανία (2000 – 87,6%) και στη Σουηδία (2003 – 81,2%) καθώς και η πρώτη απόπειρα ένταξης της Νορβηγίας στην ΕΚ, το 1972, με ποσοστό συμμετοχής 79,1%.

Γεωγραφικά, το εκλογικό ρεύμα υπέρ του Όχι (61,3%, έναντι 38,7%) υπήρξε καθολικό. Πλειοψήφησε στο 92% των νέων Καλλικρατικών Δήμων ((σε 299 από τους 325) και στο 88,6% των παλαιών Καποδιστριακών Δήμων της χώρας (σε 917 από τους 1035, Χάρτης 1), καθώς και σε όλες τις δεκατρείς μείζονες εκλογικές περιφέρειες. Τα υψηλότερα ποσοστά του Όχι (>65%) σημειώθηκαν στην Κρήτη (69,9%), στο Ιόνιο (67,7%) και στη Δυτική Ελλάδα (65,1%). Το μπλοκ του Ναι ξεπέρασε το 42% μόνο στην Πελοπόννησο (42,7%) και οριακά το 40%, στην Κεντρική Μακεδονία (40,1%), την Α. Μακεδονία-Θράκη (40,2%), την Αττική (40,3%) και την Ήπειρο (40,8%).

Στο εκλογικό αποτέλεσμα αποτυπώθηκε ευδιάκριτα η βαθύτατη πολιτική, ηλικιακή και ταξική πόλωση που χαρακτηρίζει συστηματικά τις εκλογικές αναμετρήσεις της εποχής του Μνημονίου. Είναι ενδεικτικό ότι οι σημαντικότερες εργοδοτικές οργανώσεις πλαισίωσαν την επιτροπή για την υποστήριξη του Ναι που συγκροτήθηκε την 1η Ιουλίου. Η πολιτική και κομματική διάσταση της πόλωσης αναλύθηκε στα προηγούμενα. Η ηλικιακή πόλωση (Διάγραμμα 9) επίσης προϋπήρξε. Η αντιμνημονιακή τοποθέτηση των νέων καταγράφηκε στις εκλογές του 2012 και διατηρήθηκε στις εκλογικές αναμετρήσεις του 2014-2015. Το ηλικιακό χάσμα της ψήφου κορυφώθηκε στο δημοψήφισμα, λόγω της δυαδικής μορφής της επιλογής της ψήφου. Στην ηλικιακή κατηγορία 18-24, το Όχι απέσπασε ποσοστό 85%, ενώ στην αμέσως επόμενη (25-34 ετών), 72%. Η συντριπτική πλειοψηφία των νέων, που καταστρέφονταν από την λιτότητα, στράφηκαν καθολικά κατά της συνέχισης αυτής της πολιτικής. Το Όχι κυριάρχησε και στις επόμενες τρεις ενδιάμεσες ηλικιακές κατηγορίες και μόνον μεταξύ των ηλικιωμένων (άνω των 65 ετών), πλειοψήφησε το Ναι, με ποσοστό 55%-45%. Αντίστοιχη με την ηλικία πόλωση, δεν παρατηρήθηκε και αναφορικά με το φύλο.

Διάγραμμα 9

Με βάση την αυτοτοποθέτηση των ερωτώμενων σε κοινωνικο/οικονομική κατηγορία απασχόλησης, το Όχι εξασφάλισε τα υψηλότερα ποσοστά του (>70%), στους φοιτητές (85%), τους ανέργους 73% και τους μισθωτούς Δημοσίου και Ιδιωτικού Τομέα (71%). Ακόμη, πλειοψήφησε καθαρά στους εργοδότες/αυτοαπασχολούμενους (58% συνολικά, 65% στους αγρότες, 61% στους επαγγελματο-βιοτέχνες και ισοψηφία 50% στους ελεύθερους επαγγελματίες) και στις νοικοκυρές (63%). Το Ναι επικράτησε μόνο στους συνταξιούχους (Δημοσίου και Ιδιωτικού Τομέα), σε ποσοστό 52%, έναντι 48% (Διάγραμμα 10).

Διάγραμμα 10

Αυτό το μοτίβο (pattern) της κοινωνικής πόλωσης της ψήφου, επιβεβαιώνει την κοινωνική διαίρεση φιλοευρωπαϊσμού/αντιευρωπαϊσμού, και τον ευδιάκριτα ταξικό χαρακτήρα της απορριπτικής ψήφου, που έχει παρατηρηθεί ιστορικά, σε αντίστοιχα δημοψηφίσματα για θέματα της ΕΕ (Ένταξη, Συνθήκες, Ευρωσύνταγμα). Ενδεικτικά, στο βρετανικό δημοψήφισμα του 2016, υπέρ της εξόδου από την ΕΕ ψήφισε το 60% των φτωχών, ανειδίκευτων και ειδικευμένων εργατών και των ανέργων, ενώ η παράμετρος της κοινωνικής τάξης αποδείχθηκε βασική διαχωριστική γραμμή για την ερμηνεία της ψήφου.

Αντίστοιχα, το 2005, στο γαλλικό δημοψήφισμα για την Συνταγματική Συνθήκη, Όχι είχαν ψηφίσει το 70% των υπαλλήλων και το 76% των εργατών, ενώ Ναι, το 59% των εργοδοτών και το 62% των ελεύθερων επαγγελματιών. Στο ολλανδικό δημοψήφισμα, του ιδίου έτους (2005) και με το ίδιο αντικείμενο, υπέρ του Όχι ψήφισαν όσοι διέθεταν χαμηλή μόρφωση (82%) και χαμηλό εισόδημα (68% – Harmsen 2005).

Στο ιρλανδικό δημοψήφισμα (2008) που απέρριψε τη Συνθήκη της Λισσαβώνας με 53%, έναντι 47%, η ψήφος του Όχι επικεντρώθηκε στις γυναίκες, τους νέους και την εργατική τάξη. Η ταξικότητα της ψήφου αποδεικνύεται από το γεγονός, ότι το 74% των ανειδίκευτων εργατών συντάχθηκε με το στρατόπεδο του Όχι, ενώ αντιθέτως, τα διευθυντικά στελέχη υπερψήφισαν μαζικά το Ναι, σε ποσοστό 60%. Υπέρ του Όχι τάχθηκε και η πλειοψηφία των αγροτών (Holmes 2008). O FitzGibbon (2009a, 2009b) σημειώνει, ότι η απορριπτική για τη Συνθήκη ψήφος των εργατικών περιοχών της Ιρλανδίας υπήρξε απόρροια του γεγονότος ότι, παραδοσιακά, οι εργατικές περιοχές είχαν ψηφίσει ισχυρά εναντίον της ΕΕ, σε διαδοχικά ευρωπαϊκά δημοψηφίσματα.

Η κοινωνική πόλωση είναι ευδιάκριτη στην εκλογική γεωγραφία της Πρωτεύουσας (Χάρτης 2). Το Ναι πλειοψήφησε μόνο στα Βορειοανατολικά και Νοτιοανατολικά προάστεια. Στις εύπορες περιοχές, όπου συγκεντρώνονται τα αστικά κοινωνικά στρώματα της μητροπολιτικής περιοχής της Αθήνας, κυριάρχησε απόλυτα, καταγράφοντας ποσοστά άνω του 66%. Ενδεικτικά, στην Εκάλη συγκέντρωσε ποσοστό 84,6%, στη Φιλοθέη 81,6%, στο Ψυχικό 78%, στο Διόνυσο 69,8%, στου Παπάγου 68,1% και στη Βουλιαγμένη 66,7%. Σε αυτές τις περιοχές, το Όχι περιορίστηκε, από 33,3% στη Βουλιαγμένη, έως μόλις 15,4% στην Εκάλη.

Στις περιοχές κυριαρχίας των μεσαίων κοινωνικών στρωμάτων, όπως π.χ. ο Δήμος Ζωγράφου, η Αργυρούπολη και ο Γέρακας, το μπλοκ του Όχι κυμάνθηκε από 56% έως 62% και του Ναι, από 38% έως 44%. Αντιθέτως, στο συμπαγή πυρήνα των εργατικών-λαϊκών δήμων της Δυτικής Αθήνας (Β’ Αθηνών, Β’ Πειραιά) το Όχι συγκέντρωσε ποσοστά από 68% έως 77%, ενώ προσέγγισε ακόμη υψηλότερα επίπεδα, στις παρυφές της αθηναϊκής μητροπολιτικής περιοχής (79% στα Άνω Λιόσια και στον Ασπρόπυργο). Στο εσωτερικό του Δήμου Αθηναίων, που ψήφισε συνολικά υπέρ του Όχι, σε ποσοστό 53,2% έναντι 46,8%, αναπαρήχθη επίσης η ιστορική κοινωνική διαίρεση, ανάμεσα στις δυτικές συνοικίες (του 3ου και 4ου Διαμερίσματoς) και τον κεντρικό τομέα της πόλης. Το Όχι έλαβε τα υψηλότερα ποσοστά του (>60%) στην Ακαδημία Πλάτωνος (65,9%), στο Μεταξουργείο (64,4%), στα Πετράλωνα (63,7%), στο Βοτανικό (60,9%) και στον Κολωνό (60,5%). Στον κοινωνικό αντίποδα, το Ναι, κυριάρχησε στο Κολωνάκι (70,2%), στη Μονή Πετράκη (70,1%), στα Ιλίσια (59,3%), στο Παγκράτι (58,7%) και στο Εμπορικό Κέντρο (57,1%).

Η πραξικοπηματική ανατροπή της λαϊκής ετυμηγορίας του δημοψηφίσματος – Επιπτώσεις

Το ελληνικό δημοψήφισμα διεκδικεί μια παράδοξη πρωτοτυπία. Είναι μοναδικό, ως προς το γεγονός, ότι η λαϊκή ετυμηγορία που κατέγραψε, ηχηρά, η ψήφος περισσότερων από έξι εκατομμύρια πολιτών, δηλαδή η απόρριψη της πρότασης των δανειστών, ακυρώθηκε αυθημερόν, με τρόπο, κυριολεκτικά, πραξικοπηματικό. Με την ωμή καταστρατήγηση του εκλογικού αποτελέσματος του Ιουλίου 2015 τερματίσθηκε, απότομα, το εξάμηνο πείραμα αριστερής διακυβέρνησης εντός της ΕΕ, που επιχείρησε η πρώτη κυβέρνηση του ΣΥΡΙΖΑ. Με τη συνθηκολόγηση και την προσχώρησή της στη μνημονιακή στρατηγική, όμως, προκλήθηκαν σημαντικοί κλυδωνισμοί. Παρά τη δεύτερη επικράτηση του ΣΥΡΙΖΑ, στις εκλογές που ακολούθησαν τον Σεπτέμβριο του 2015, η πολιτική μετάλλαξη του κυβερνώντος κόμματος συνοδεύτηκε με αναζωπύρωση της κρίσης εκπροσώπησης, που χαρακτήρισε, εξαρχής, την εποχή των Μνημονίων.

Το δημοψήφισμα υπήρξε, ταυτόχρονα, σημείο κορύφωσης της λαϊκής υποστήριξης στην κυβέρνηση της αριστεράς και απαρχή της κατακρήμνισής της. Η σχέση εκπροσώπησης του ΣΥΡΙΖΑ με το μπλοκ των κυριαρχούμενων τάξεων, που βρισκόταν σε διαδικασία διαμόρφωσης μετά το 2012 (στην τριετία 2012-2015), διερράγη ανεπανόρθωτα, ωθώντας ένα σημαντικό τμήμα του εκλογικού σώματος στην παθητικοποίηση και την αποχή από τις εκλογές. Ο Ιούλιος του 2015 αποτέλεσε σημείο καμπής στην περιοδολόγηση της ύστερης μεταπολίτευσης, αλλά και της διαδικασίας αποδόμησης της μεταπολιτευτικής αντιπροσωπευτικής δημοκρατίας.

Με τη συμφωνία της 12ης Ιουλίου 2015 και την υπογραφή του 3ου Μνημονίου, το αποτέλεσμα της λαϊκής ψήφου ανατράπηκε. Η αστραπιαία ακύρωση του εκλογικού αποτελέσματος του δημοψηφίσματος και η αναίρεση της εντολής του Όχι, ανέκοψε βίαια τη δυναμική που είχε αναπτυχθεί στο λαϊκό κοινωνικό μπλοκ. Η αριστερά και το αντιμνημονιακό στρατόπεδο υπέστη μια σημαντική πολιτική και ιδεολογική ήττα, οι συνέπειες της οποίας αποδεικνύονται μέχρι σήμερα μακροχρόνιες. Ταυτοχρόνως, η στροφή 180ο του ΣΥΡΙΖΑ τερμάτισε και εξαέρωσε την τεράστια συσπείρωση γύρω από την κυβέρνηση (rally effect), που εμφανίσθηκε μετά τον Ιανουάριο και διατηρήθηκε στο εξάμηνο της διαπραγμάτευσης, μέχρι το δημοψήφισμα (Διάγραμμα 11). Αντίστοιχη επίδραση άσκησε η κυβερνητική στροφή και στην πρωθυπουργική δημοτικότητα του Αλέξη Τσίπρα (Διάγραμμα 12).

Διάγραμμα 11
Διάγραμμα 12

Με την άδοξη κατάληξη του δημοψηφίσματος, ακυρώθηκε η προοπτική της ανατροπής και οι κοινωνικές ελπίδες για ριζοσπαστική πολιτική αλλαγή, που γέννησαν οι βουλευτικές εκλογές του Ιανουαρίου 2015, για πρώτη φορά μετά από πολλές δεκαετίες. Με τη μετάλλαξη του ΣΥΡΙΖΑ και την προσχώρησή του στη μνημονιακή πολιτική (καθώς και των ΑΝΕΛ), πραγματοποιήθηκε η πιο απότομη και χρονικά συμπυκνωμένη «σύγκλιση των κομμάτων στην κορυφή», που έχει συμβεί ποτέ στο ελληνικό κομματικό σύστημα. Άμεσο και καταλυτικό αποτέλεσμα αυτής της πολιτικής εξέλιξης υπήρξε η απότομη απαξίωση της εκλογικής διαδικασίας, η απογοήτευση του εκλογικού σώματος και η κάμψη του ενδιαφέροντος για τις εκλογές· τάσεις, που θα αποτυπωθούν ευκρινώς στο αποτέλεσμα των εκλογών του Σεπτεμβρίου. Η αύξηση της αποχής και η έξοδος από το εκλογικό σώμα υπήρξε πρωτοφανής. Μετά το δημοψήφισμα, η τάση εξόδου πήρε τη μορφή χιονοστοιβάδας. Μέσα σε δύο μόλις μήνες, από τον Ιούλιο μέχρι τον Σεπτέμβριο, σχεδόν 600.000 (594.845) πολίτες εγκατέλειψαν το εκλογικό σώμα. Ο αριθμός αυτός αντιπροσωπεύει το 9,4% των εκλογέων του Ιανουαρίου. Δηλαδή σχεδόν 1 στους 10, από όσους είχαν ψηφίσει, μόλις 9 μήνες πριν. (Μαυρής 2015γ).

Οι εσωκομματικοί κλυδωνισμοί που θα επιφέρει στον ΣΥΡΙΖΑ η συνθηκολόγηση -ελλείψει και οργανωμένου κόμματος- δεν θα είναι σημαντικοί. Η διάσπαση της ηγετικής και της κοινοβουλευτικής ομάδας του, δεν είχε απήχηση στην κοινωνική και εκλογική βάση του κόμματος. Ο ΣΥΡΙΖΑ θα κερδίσει τις δεύτερες εκλογές με ποσοστό 35,5% (1.927.000 ψήφους). Το ποσοστό αυτό θα ήταν αφελές να συγκριθεί με το 36,3% του Ιανουαρίου, όχι μόνο γιατί αναφέρεται σε ένα συρρικνωμένο (κατά 763.000 πολίτες) ή γιατί έλαβε 320.000 λιγότερες ψήφους (2.246.000), αλλά κυρίως διότι αποφεύγει να αναμετρηθεί με την πρωτοφανή κοινωνική επιρροή που απέκτησε ο ΣΥΡΙΖΑ στο πρώτο εξάμηνο του 2015· με εκείνη δηλαδή την επιρροή, την οποία κατασπατάλησε και εξαέρωσε, κυριολεκτικά, εν μια νυκτί. Το ποσοστό του Σεπτεμβρίου, θα πρέπει να συγκριθεί με το μετεκλογικό 54% και το 47,5% των παραμονών του δημοψηφίσματος. Εάν συγκριθεί με αυτά τα ποσοστά, τότε σίγουρα η αποτίμηση της πολιτικής εμπειρίας του 2015 είναι πολύ διαφορετική.

Από την ανάλυση των εκλογικών δεδομένων (όχι δημοσκοπήσεων) προκύπτει, ότι τον Σεπτέμβριο του 2015: 1) Το 17% των ψηφοφόρων του ΣΥΡΙΖΑ Ιανουαρίου (1 στους 6), περίπου 383.000 ψηφοφόροι επέλεξαν την αποχή. Επίσης, περίπου 57.000 ψηφοφόροι του, λιγότερο από 3%, επέλεξαν το λευκό ή το άκυρο. 2) Το 7% των ψηφοφόρων Ιανουαρίου 2015 (1 στους 15) επέλεξε την ψήφο στα σχήματα της αριστερής διαμαρτυρίας (ΛΑΕ, ΑΝΤΑΡΣΥΑ, ΕΠΑΜ) και στο ΚΚΕ, αθροιστικά, περίπου 158.000 ψηφοφόροι. 3) Σε αντιστάθμισμα των εκροών, υπήρξαν νέες εισροές από κεντροαριστερούς ψηφοφόρους, που τον Ιανουάριο είχαν ψηφίσει ΠΑΣΟΚ, ΔΗΜΑΡ ή ΚΙΔΗΣΟ. 4) Επίσης, ο ΣΥΡΙΖΑ προσέλκυσε νέες εισροές από ψηφοφόρους που τον Ιανουάριο είχαν ψηφίσει ΝΔ. 5) Αθροιστικά, οι ψηφοφόροι άλλων κομματικών χώρων, που προσέγγισαν τον ΣΥΡΙΖΑ, τον Σεπτέμβριο, αποτέλεσαν το 17% της νέας εκλογικής του βάσης (1 στους 6) (Μαυρής 2015γ, 2016, 2019).

Εν κατακλείδι, τον Σεπτέμβριο του 2015, η εκλογική βάση του ΣΥΡΙΖΑ διέφερε πλέον σημαντικά, από την προηγούμενη του Ιανουαρίου. Οι βάσεις του νέου κόμματος τέθηκαν την επαύριο του δημοψηφίσματος.

* Ο Γιάννης Μαυρής είναι πρόεδρος της εταιρείας δημοσκοπήσεων Public Issue

Σχόλια

Σου άρεσε αυτό το άρθρο; Ενίσχυσε οικονομικά την προσπάθειά μας!