Σύντομες σκέψεις για τη σχέση πολιτικής, ηθικής και ιδεολογίας

 

Η αναφορά, με θετικό ή αρνητικό πρόσημο, στην έννοια του «έντιμου συμβιβασμού» έχει μια κεντρική θέση στην τρέχουσα συγκυρία. Ίσως να μην είναι λοιπόν χάσιμο χρόνου αν προσπαθήσουμε να σκεφτούμε τη βαθύτερη σημασία αυτής της διατύπωσης και των συνδηλώσεων στις οποίες παραπέμπει.

Ας αρχίσουμε από τη δεύτερη λέξη, το «συμβιβασμό». Το «συν», που ενώνεται με το «βαίνω», υποδηλώνει την έννοια της αμοιβαιότητας, δηλαδή ότι οι υποχωρήσεις γίνονται και από τις δύο πλευρές, έστω και άνισα, αλλά τουλάχιστον συγκρίσιμα. Για να έχει νόημα αυτή η ανταλλαγή, οι κινήσεις των δύο μερών οφείλουν, με άλλα λόγια, να είναι αν όχι αυστηρά ισοδύναμες, τουλάχιστον επιδεκτικές ενός (κοινού) μέτρου. Ως εκ τούτου, αν διαπιστωθεί ότι η μία πλευρά, η ισχυρότερη προφανώς, δεν κάνει καμιά υποχώρηση, τότε δεν πρόκειται περί συμβιβασμού. Ο όρος είναι απλά φύλλο συκής για να συγκαλυφθεί η επιδίωξη της κατά κράτος επικράτησης.

Υπάρχει όμως και ένα δεύτερο επίπεδο: το ηθικό. Στο «έντιμο» του «έντιμου συμβιβασμού» βρίσκουμε την έννοια της τιμής. Για να το πούμε διαφορετικά, ένας τέτοιος συμβιβασμός προϋποθέτει έναν «κώδικα τιμής» επίσης κοινό για τις δύο πλευρές. Κάτι που, βεβαίως, παραπέμπει στην έννοια της αμοιβαιότητας για την οποία έγινε λόγος παραπάνω. Γι’ αυτό και με μια έννοια κάθε πραγματικός συμβιβασμός είναι «έντιμος». Έχει κανείς ποτέ ακούσει να γίνεται λόγος για έναν «άτιμο συμβιβασμό»;

Εδώ βεβαίως έγκειται η όλη αμφισημία της λέξης: παρ’ όλο που δεν φαίνεται εκ πρώτης όψεως, ενέχει, στον τρόπο που την συναντάμε στον «κοινό νου», μια κανονιστική διάσταση, που παρουσιάζεται όμως καλυμμένη. Ο «συμβιβασμός», κατά κανόνα, παραπέμπει σε κάτι το μη-ιδεολογικό, πέρα από τις «αγκυλώσεις» που χαρακτηρίζουν τους αντιπάλους του. Ως στόχος, ο συμβιβασμός υπακούει υποτίθεται σε καθαρά «πραγματιστικές» εκτιμήσεις, στον «ρεαλισμό». Η «ιδεολογία» είναι στην πλευρά όσων τον απορρίπτουν, που δεν μπορεί παρά να είναι «μαξιμαλιστές», να διακατέχονται από ιδεοληψίες κ.λπ. Η πρακτική του λειτουργία είναι λοιπόν ηθικο-πολιτική αλλά συνήθως δεν (αυτο)παρουσιάζεται ως τέτοια.

Σημαίνει αυτό ότι πρέπει να απορριφθεί η έννοια του συμβιβασμού ή να θεωρηθεί γενικά ο συμβιβασμός αδύνατος; Προφανώς όχι. Τότε, ποιο είναι το κριτήριο; Ένα και μόνο, το πολιτικό. Αυτό είναι και το πραγματικό νόημα του πασίγνωστου κειμένου του Λένιν για τον συμβιβασμό(1), του οποίου έχει γίνει απίστευτη κατάχρηση για να δικαιολογηθεί, περίπου, το οτιδήποτε. Αυτό που γελοιοποιεί την ιδέα ότι ο συμβιβασμός πρέπει να απορρίπτεται για λόγους αρχής. Εξίσου, όμως, απορρίπτει και την ιδέα ότι, επίσης για λόγους αρχής, πρέπει να επιδιώκεται. Όλα εξαρτώνται από τη συγκεκριμένη ανάλυση της συγκεκριμένης κατάστασης. Αυτή τη στιγμή, λέει ο Λένιν, και για πολύ λίγο («λίγες μέρες, το πολύ μία ή δύο εβδομάδες») είναι δυνατός και επιθυμητός προκειμένου να εξαντληθεί και η ελάχιστη δυνατότητα για μια ειρηνική εξέλιξη της επανάστασης.

Λίγο μετά η συγκυρία έχει μεταβληθεί, δεν μπορεί πλέον να γίνεται λόγος για «συμβιβασμό», όχι γιατί είναι κάτι τέτοιο ηθικά επιλήψιμο, αλλά γιατί είναι πολιτικά ανέφικτο. Η επανάσταση δεν μπορεί να εξελιχθεί ειρηνικά. Η επιλογή δεν είναι μεταξύ «συμβιβασμού» και «ρήξης», η ρήξη είναι αναπόφευκτη. Η επιλογή είναι ανάμεσα στην ρήξη ενός Κορνίλοφ, και στην ρήξη ενός Λένιν. Μεταξύ αντεπαναστατικής εκτροπής και ριζοσπαστικοποίησης της επανασταστικής διαδικασίας. Υπό αυτές τις συνθήκες, η αναζήτηση του συμβιβασμού σημαίνει πολιτική ανημπόρια και ανημπόρια σε μια κατάσταση που ενέχει τέτοια πολωτική δυναμική σημαίνει συντριβή.

 

«Ρεαλιστές» και «σκληροί»

Η αντιπαράθεση που γίνεται σήμερα στην Αριστερά γύρω από τη δυνατότητα ή το εφικτό του συμβιβασμού (χωρίς να διαχωρίζονται κατά κανόνα αυτά τα δύο) δεν αντιπαραθέτει κάποιους «ρεαλιστές» που τον επιθυμούν και κάποιους «σκληρούς», «μαξιμαλιστές» ή «ιδεολόγους» που τον απορρίπτουν και που προτάσσουν την «ρήξη». Αυτή η αντίληψη των πραγμάτων παγιδεύει την όποια συζήτηση γιατί κινείται στο επίπεδο μιας ηθικής αποσυνδεδεμένης από την πολιτική ή, μάλλον, μιας πολιτικής που υποτάσσεται στην ηθική, και γίνεται ηθικολογική. Είναι μια αντίληψη που αναπαράγει τον κυρίαρχο λόγο ή, για την ακρίβεια, την κυρίαρχη ιδεολογία, που «φυσικοποιεί» την πολιτική στο βαθμό που την αντιλαμβάνεται σαν μια διαχείριση του υπάρχοντος, μιας τάξης πραγμάτων που φύσει δεν είναι υπερβάσιμη. Για να το πούμε διαφορετικά: ακριβώς επειδή ο «συμβιβασμός» είναι στις παρούσες συνθήκες πρακτικά ανέφικτος, η διαρκής, σχεδόν τελετουργική, επίκλησή του συσκοτίζει τα επίδικα και τα αποπολιτικοποιεί, μεταθέτοντάς τα στο επίπεδο των ηθικών προθέσεων: «ρεαλιστές» έναντι «σκληροπυρηνικών», «σώφρονες» έναντι «αιθεροβαμόνων» κ.ο.κ.

Ο «ρεαλισμός» βρίσκεται, λοιπόν, εδώ από την πλευρά της ρήξης, αλλά και η ηθική ή, για την ακρίβεια, η ηθική που αναγνωρίζει τα πρωτεία της (χειραφετητικής) πολιτικής. Δεν υπάρχει δυνατότητα «έντιμου συμβιβασμού» διότι δεν υπάρχει το έδαφος για κάτι τέτοιο. Δεν υπάρχει ούτε θέληση για συμβιβασμό από την ισχυρή πλευρά, παρά μόνο για ταπείνωση (που ισοδυναμεί εξ αντικειμένου με ατίμωση), ούτε όμως και ένας ηθικός κώδικας κοινός και για οι δύο πλευρές.

Το ανέφικτο του συμβιβασμού παραπέμπει βεβαίως στην παρούσα ασυμμετρία του συσχετισμού δύναμης, που τον κάνει με μια έννοια «προαιρετικό», άρα, από την πλευρά του ισχυρού, περιττό. Δεν ανάγεται, όμως, μόνο σ’ αυτό. Στη μοναδική περίοδο στην Ιστορία όπου, στις χώρες του «κέντρου», ο καπιταλισμός λειτούργησε στη βάση ενός ταξικού συμβιβασμού, δηλαδή στις τρεις πρώτες μεταπολεμικές δεκαετίες, ουσιαστικό ρόλο έπαιξε το γεγονός ότι ένα κομμάτι του (αποδυναμωμένου σε παγκόσμιο και εσωτερικό επίπεδο) αστικού κόσμου είχε συμμετάσχει στον αντιφασιστικό αγώνα κατά τη διάρκεια του πολέμου, και είχε συνευρεθεί στα πλαίσιά του με τις υποτελείς τάξεις. Αυτό το μίνιμουμ, αλλά διόλου αμελητέο, κοινό έδαφος κατάφερε να διατηρηθεί για ένα διάστημα ακόμη και επί ψυχρού πολέμου, στην Ευρώπη τουλάχιστον – σε αντίθεση με την Αμερική του μακαρθισμού και των παγιωμένων φυλετικών διακρίσεων. Έναν αντίστοιχο ρόλο έπαιξε στην Ελλάδα και η ιστορική στιγμή του αντιδικτατορικού αγώνα, που ετοίμασε το έδαφος για τον μεταπολιτευτικό συμβιβασμό.

 

Νεοφιλελεύθερη αντεπανάσταση

Η νεοφιλελεύθερη αντεπανάσταση που, όπως πολύ σωστά έχουν επισημάνει τόσο η Νάομι Κλάιν όσο και ο Ντέιβιντ Χάρβεϊ, άρχισε όταν οι ερπύστριες στο Σαντιάγκο έδωσαν τέλος στο πείραμα της χιλιάνικης Λαϊκής Ενότητας, διέλυσε όλα τα παραπάνω. Ο συσχετισμός δύναμης που υποβάσταζε τον μεταπολεμικό ταξικό συμβιβασμό ανατράπηκε συντριπτικά υπέρ του κεφαλαίου. Οι κοινές αναφορές στις αξίες του αντιφασιστικού αγώνα, θεμελιακής σημασίας για τη δημιουργία και την νομιμοποίηση του μεταπολεμικού κοινωνικού κράτους, εξαερώθηκαν. Τις διαδέχθηκε ένα μείγμα ξαναζεσταμένου ψυχροπολεμικού αντικομμουνισμού, υπό το μανδύα του «αντιολοκληρωτισμού» και αποθέωσης των αξιών της αγοράς, του κέρδους και του «ελεύθερου ανταγωνισμού». Τον αστικό κόσμο και την ευρωπαϊκή τάξη δεν τον εκπροσωπούν πλέον οι Ντε Γκολ, ΜακΜίλαν ή ο Ζαν Μονέ αλλά οι Μέρκελ, Ντάισελμπλουμ και Ντράγκι.

Η μνημονιακή Ελλάδα δεν αποτελεί παρά μια παροξυστική μορφή αυτής της νεοφιλελεύθερης αντεπανάστασης. Τα πρόσωπα που την ενσαρκώνουν, εντός και εκτός της χώρας είναι φορείς μιας στυγνής λεηλασίας, που είναι ταυτόχρονα βίαιη και χυδαία, στον αντίποδα του οποιουδήποτε συμβιβασμού. Σ’ αυτές τις συνθήκες, μόνο η δράση των καταπιεζόμενων και των δυνάμεων που την εκφράζουν μπορούν να αποτελέσουν εστία πολιτικής, κοινωνικής και ηθικής αναγέννησης. Αυτό προϋποθέτει την αποφασιστική ανασυγκρότηση αυτού που ο Γκράμσι, αναφερόμενος στον όρο του Γάλλου μαρξιστή Ζορζ Σορέλ, ονόμαζε το «πνεύμα σχάσης» (spirito di scissione) των υποτελών τάξεων, την ικανότητά τους να διαρρηγνύουν την ιδεολογική και αξιακή ηγεμονία των κυρίαρχων, να αποκαλύπτουν τον λανθάνοντα ανταγωνισμό των κοινωνικών σχέσεων και να προβάλουν τη δική τους κοσμοαντίληψη και ηθική.

Η ρήξη σήμερα, εδώ και τώρα, είναι «έντιμη» ακριβώς επειδή είναι φορέας αξιακής τομής, άρνηση που αποτελεί προϋπόθεση και προπομπό του καινούργιου, ανατροπή και δημιουργία, ενότητα της πολιτικής και της ηθικής στον αγώνα για τη λαϊκή χειραφέτηση και την κοινή ελευθερία.

 

(1) Λένιν, Περί συμβιβασμών, 1-3 Σεπτέμβρη 1917, Άπαντα, τόμος 25, σελ. 309-314: (www.marxists.org)

 

Ο Στάθης Κουβελάκης είναι καθηγητής Πολιτικής Φιλοσοφίας και μέλος της Κ.Ε. του ΣΥΡΙΖΑ

 

Σχόλια

Σου άρεσε αυτό το άρθρο; Ενίσχυσε οικονομικά την προσπάθειά μας!