του Θανάση Μουσόπουλου

Ο Όμηρος είναι μια αρχαία αγάπη μου. Χαίρομαι ιδιαίτερα κάθε φορά που καταπιάνομαι με τον Όμηρο, και την «Ιλιάδα» και την «Οδύσσεια». Στη μέση εκπαίδευση κάναμε κείμενο στο πρωτότυπο και μεταφρασμένη από τον Αργύρη Εφταλιώτη την Οδύσσεια. Αποθέωση ομηρική στο Πανεπιστήμιο με τον μέγα διδάσκαλο Ι. Θ. Κακριδή, το 1967 όσο προλάβαμε πριν τον διώξει η Χούντα. Και μετά με τον αείμνηστο Αγαπητό Τσοπανάκη. Όλα τα χρόνια από τότε για μένα τα ομηρικά κείμενα είναι κείμενο αναφοράς του καθόλου ελληνικού πνεύματος. Από την αρχή πίστευα και πιστεύω ότι δεν υπάρχει στον ομηρικό κόσμο ανθρωπομορφισμός, αλλά κοινωνιομορφισμός. Οι θεοί και η κοινωνία τους προσομοιάζουν τον άνθρωπο και την κοινωνία του.

Και αργότερα, όχι μόνο διάβασμα αλλά και γράψιμο εργασιών για τον μεγάλο ποιητή μας. Τελευταία εργασία μου το 2019 με τίτλο «Ομήρου Επίσκεψις» που περιλαμβάνεται στο βιβλίο του Νίκου Καμπάνη «Ομήρου Οδύσσεια, ραψωδία χ΄ Μνηστηροφονία», 2020. Και η επίσκεψη και το προσκύνημα στη Χίο τον Αύγουστο τον φετινό. Η Δασκαλόπετρα, τα βήματα του Ομήρου στο νησί, στην απέναντι ακτή, στο Αιγαίο.

Μια από τις πρώτες εργασίες μου για τον Όμηρο και το έργο του είναι: «Αρμονία φύσης και ανθρώπου στον Όμηρο», δημοσιευμένη στο περιοδικό «Κόσυνθος» τ. 3 / 1979, που εξέδιδε ο δραστήριος Φυσιολατρικός Ορειβατικός Όμιλος Ξάνθης. Την εργασία αυτή αναδημοσιεύω με ελάχιστες αλλαγές.

***

1. Ο Όμηρος είναι πολύ κοντά μας. Είναι ο πρώτος πρόγονός μας που σώζονται τα λόγια του. Κράτησε συντροφιά τους απογόνους του της κλασικής εποχής, πέρασε παρέα μ’ αυτούς στην Ασία και στη Ρώμη, έγινε πρότυπο και αφετηρία για αγώνες. Κι όχι μόνο για μας, τους Έλληνες, μα και στον κόσμο τον υπόλοιπο ο παππούς μας αυτός μίλησε με πειστικότητα και τέχνη αξεπέραστη. Μπορεί καμιά φορά να τα παραλέμε για τους «ἀρχαίους ἡμῶν προγόνους» ‒ για τον Όμηρο πάντως έχουμε κάθε δίκιο για κάτι τέτοιο (αν και, όπως πάντα, πρώτοι οι ξένοι εκτιμούν, διαβάζουν και ερευνούν τον πολιτισμό μας.

Σήμερα, που ο τεχνολογικός πολιτισμός έχει τόσο διαταράξει την ψυχική ισορροπία των ανθρώπων και τη σχέση τους με τη φύση, σήμερα, που τη φύση τη βλέπουμε κυρίως σαν τουριστικό είδος, σαν τον χαμένο παράδεισο, είναι πολύ επίκαιρο να ξαναδούμε τις πηγές μας – στον Όμηρο, τι αρμονικές σχέσεις υπήρχαν ανάμεσα στη φύση και στον άνθρωπο.

2. Βρισκόμαστε στα κράσπεδα μιας αλλαγής, ενός περάσματος από τη μυθική στη λογική αντίληψη του κόσμου. Τον 8ο π.Χ. αιώνα που γράφει ο Όμηρος, τότε ο ποιητής παίζει τον ρόλο που παίζει σε δύο αιώνες στην Ιωνία ο φιλόσοφος. Ο άνθρωπος δεν έχει ξεχωρίσει το πρόσωπό του από τη φύση. Είναι αναπόσπαστα δεμένος με τη φύση, ενότητα που αργότερα διασπάται από τους σοφιστές, τους ιατρικούς συγγραφείς και τον Σωκράτη. Μέσα στην έννοια της φύσης, που δηλώνει τη γένεση και την ανάπτυξη, κλείνεται και ο άνθρωπος. (1)

Ο Όμηρος, λοιπόν, παρουσιάζει μέσα από την Ιλιάδα και την Οδύσσεια μια μορφή του κόσμου γεμάτη θεότητες και μυθολογικά στοιχεία. Ο Ωκεανός είναι πρωταρχική πηγή όλων. Ο κόσμος είναι μοιρασμένος ανάμεσα στον Δία (που πήρε τον ουρανό), στον Άδη (που πήρε τα βάθη της γης) και στον Ποσειδώνα (που πήρε τη θάλασσα). Όλοι τους υπακούν στην Ανάγκη. Όπως παρατήρησαν, στη φύση έδινε ο Όμηρος την εικόνα της ανθρώπινης κοινωνίας και στους θεούς τις ιδιότητες των ανθρώπων.

3. Οποιαδήποτε ραψωδία των επών κι αν ανοίξεις, θα δεις την αγάπη του ομηρικού ανθρώπου για τη φύση. Ένας θαυμασμός αγνός, μια μορφή λατρείας – η φυσιολατρία του Ομήρου. Θα αναφέρουμε μόνο δυο χαρακτηριστικά παραδείγματα, ένα από την Οδύσσεια και ένα από την Ιλιάδα, για να κατανοήσουμε την αντίληψη του Ομήρου –εκπροσώπου της προκλασικής ελληνικής σκέψης– για την αρμονία φύσης και ανθρώπου.

Ο Οδυσσέας χρόνια ταλαιπωρείται μακριά από την Ιθάκη, κρατημένος στο όμορφο νησί της Καλυψώς. Οι θεοί αποφασίζουν να τον λεφτερώσουν. Ο Ερμής, λοιπόν, αγγελιοφόρος τους φεύγει με ειδική «πτήση» για το νησί. «Περνώντας την Πιερία στη θάλασσα κατέβη απ’ τον αιθέρα / και πήρε πάνω από τα κύματα να τρέχει, ωσάν το γλάρο» ⁱⁱ. Προσγειώνεται, πηγαίνει στο σπίτι της Καλυψώς.

Ακολουθεί μια περιγραφή της φύσης όπου έχουμε οπτικές, ακουστικές και οσφρητικές εικόνες.

Ο Ερμής «κι αφού τα θάμαξε όλα γύρω του, κινάει μετά και μπαίνει / στο σπήλιο το φαρδύ» (όλη η σκηνή ε, 43-77). Φανταζόμαστε το θεό με την επείγουσα αποστολή να σταματά για να «θαμάξει όλα γύρω του». Αυτό είναι το πρώτο παράδειγμα. Το δεύτερο τώρα από την Ιλιάδα, το γεμάτο πολέμους, θανάτους και αίματα έπος.

Ο Αχιλλέας έχασε τον φίλο του Πάτροκλο και τα όπλα του. Στη θέση της «μάνητάς» του με τον Αγαμέμνονα επιτακτικό καθήκον του πια στέκει η εκδίκηση. Η Θέτιδα πηγαίνει στο εργαστήρι του Ήφαιστου και παραγγέλνει την καινούρια αρματωσιά του γιου της. Στη ραψωδία Σ (στίχοι 478 – 608) κατασκευάζει ο κουτσός θεός. Είναι ένα έργο ζωγραφικής αυτή η ασπίδα, και ο Όμηρος (θα λέγαμε) ο πρώτος κριτικός της τέχνης, που κατορθώνει να την παρουσιάσει με τα λόγια του, τόσο ζωντανά!

Ο ποιητής αναφέρει με λεπτομέρειες όλες τις σκηνές, που καλύπτουν και όλο το σύμπαν, σε πέντε ζώνες. Στην πρώτη ζώνη έχουμε τη γη, τη θάλασσα και τον έναστρο (σύμβολα μάλλον των τριών θεών). Ακολουθεί η περιγραφή δύο πόλεων με σκηνές γάμου, δίκης, πολεμικής σύρραξης. Η επόμενη ζώνη δείχνει την αγροτική ζωή με όργωμα, θερισμό και τρύγο. Ακολουθεί η ποιμενική ζωή με αγέλες και χορό αγοριών και κοριτσιών. Η τελευταία ζώνη έχει τον ωκεανό, που σύμφωνα με την ομηρική κοσμογονία είναι η πηγή των πάντων.

4. Από την ασπίδα του Αχιλλέα έχουμε μια ολοκληρωμένη εικόνα της ομηρικής κοσμοαντίληψης. Όλα, και τα ανθρώπινα και τα γήινα και τα εξωγήινα στοιχεία, παρουσιάζονται δεμένα μεταξύ τους. «Οι εικόνες όλες μαζί δείχνουν τη ζωή σε όλη της την πληρότητα, με όλες της τις πλούσιες αντιθέσεις».

Η αρμονία ανθρώπου και φύσης παρουσιάζεται σε πολλά επίπεδα. Αγάπη προς τη φύση, κατάφαση προς την αξία της ζωής, παραδοχή και ταύτιση με τις αντιθέσεις. Αισιοδοξία και ρεαλισμός τα χαρακτηριστικά του ομηρικού ανθρώπου. Αγαπά τη ζωή, αλλά αναγνωρίζει την αναγκαιότητα του θανάτου. Αυτή η ιδιότυπη στάση για τη ζωή κάνει τους ήρωες, όταν πεθαίνουν, να μιλούν για την ωραία ζωή που αφήνουν. Ζωή δεμένη αρμονικά με τη φύση, με την ειρήνη και τον πόλεμο.

Θα λέγαμε, κλείνοντας τούτη τη μικρή μας περιδιάβαση στον οπτικό ορίζοντα του Ομήρου, ότι ο Έλληνας εδώ και τρεις χιλιάδες χρόνια –ήταν φυσικό!– βλέποντας το Αιγαίο, τα Τέμπη, τον ωραίο αττικό ουρανό, το λαμπερό αλλά όχι εκτυφλωτικό φως, ο Έλληνας ήταν φυσικό ν’ αγαπήσει τη φύση με την κρυφή της αρμονία, με τις αντιθέσεις της. (3)

Ξάνθη, Μάρτης 1979/2021

Παραπομπές

1) βλ. Θεόφιλου Βέικου, Οι προσωκρατικοί φιλόσοφοι, Θεσσαλονίκη, 1972, σελ. 35, υποσημείωση 1
2) Χρησιμοποιούμε τη μετάφραση των Νίκου Καζαντζάκη και Ι. Θ. Κακριδή για την Ιλιάδα, Αθήνα 1962 και την Οδύσσεια, Αθήνα 1965
3) Για τη σύνταξη του άρθρου μας χρησιμοποιήσαμε τα βιβλία: Ι.Θ.Κακριδής, «Ομηρικά θέματα», τ.Α΄, Αθήνα, 1954 ‒ Αγ. Τσοπανάκης, «Εισαγωγή στον Όμηρο», Θεσσαλονίκη, 1967 ‒ Όλγας Κομνηνού-Κακριδή, «Σχέδιο και Τεχνική της Ιλιάδας», Αθήνα, 1947 ‒ J. P. Vernant, «Μύθος και σκέψη στην αρχαία Ελλάδα», μετ. Στέλλας Γεωργούδη, Αθήνα ‒ Β. Α. Καλογεράς, «Αισθητική ερμηνεία του Ομήρου», Θεσσαλονίκη, 1963.

Σχόλια

Σου άρεσε αυτό το άρθρο; Ενίσχυσε οικονομικά την προσπάθειά μας!