Η Ελλάδα είναι χώρα εξαρτημένη. Η Τουρκία είναι χώρα υπό εποπτεία. Η πρώτη δεν εκδηλώνει ούτε «προσωπικές» επιθυμίες ούτε θέληση, είναι εξάρτημα. Η δεύτερη είναι «χούλιγκαν» χωρίς (βαριά) τιμωρία. Αλλά εμμένει στο ίδιο στρατόπεδο. Η Τουρκία του Ερντογάν προσπαθεί να επεκτείνει την επιρροή της προβάλλοντας στο θυμικό του λαού το οθωμανικό, αυτοκρατορικό, παρελθόν. Το αθηναϊκό κατεστημένο, οικονομικό, πνευματικό, στρατιωτικό, δεν υπερασπίζεται πια όχι την αυτονομία αλλά ούτε καν την αξιοπρέπεια της χώρας.
Ωστόσο η Τουρκία του Ερντογάν δεν πρέπει να αισθάνεται άνετα απέναντί μας. Ξέρει η Τουρκία, αλλά και το ελληνικό κατεστημένο, ότι μπορεί, απροσδόκητα, όπως το έχουμε κάνει και ξανακάνει, να πεταχτούμε και να χύσουμε την καρδάρα που είχε τότε στημένη ο Μέτερνιχ, με την «Ιερή Συμμαχία», πίνοντας το «αθάνατο κρασί του ’21», ή αργότερα να φτάσουμε στη Σμύρνη και στην καταστροφή και να το επαναλάβουμε το 1940, δυο του ύψους δυο του βάθους. Οι Τούρκοι απέναντι δεν μπορεί να νιώθουν άνετοι γιατί πώς να είναι ήσυχοι με έναν λαό που από το 1821 πάει στο 1922 «και πάλι από την αρχή» που λέει και το τραγούδι; Αγαπημένος ήρωας ο Σίσυφος.
Δίνουμε στους άλλους και κυρίως στον εαυτό μας την ψευδή εντύπωση ότι ορίζουμε την τύχη της χώρας με αποκλειστικά τη δική μας θέληση. Αποσιωπώντας την ύπαρξη και το βάρος ξένης παρέμβασης.
Για να συντομεύουμε και να απλουστεύουμε: Μόνο αν οι ασχολούμενοι με τα κοινά αρχίζουν (και τελειώνουν) τις σκέψεις και τα γραφόμενά τους με αναφορά στους επικυρίαρχους, στο ότι δεν κυβερνάμε τον εαυτό μας και τη χώρα, μόνο τότε ίσως μπορέσουμε κάτι να αλλάξουμε στον τόπο. Έχω, αν θυμάμαι, ξαναπεί ότι κάποτε, μετά το 2000, ένας πρωθυπουργός στη χώρα μας ήθελε να διορίσει τον επικεφαλής σε μια κρίσιμη, καίριας σημασίας, κρατική υπηρεσία. Αλλά ήθελε να έχει τη συγκατάθεση των άλλων πολιτικών αρχηγών οπότε συγκάλεσε σύσκεψη και τους ζήτησε να προτείνουν. Και πρότειναν. Την επομένη η συλλογική απόφαση αγνοήθηκε και διορίστηκε άλλος. Όταν ρωτήθηκε ο πρωθυπουργός «γιατί μας κάλεσες αφού τελικά μας αγνόησες;» η απάντηση ήταν ότι την επιλογή έκανε ο ξένος επικυρίαρχος. Και ουδείς πολιτικός αρχηγός διαμαρτυρήθηκε. Πώς να μην κάνουν ώρες-ώρες κουμάντο οι μπαχαλάκηδες;
Δεν μπορεί, λοιπόν, να μιλάμε και να γράφουμε «ξεχνώντας» αυτό το δεδομένο, την εξάρτηση. Ούτε μπορεί να βγαίνει ο καθένας και να «απαιτεί» γενναίες αποφάσεις αγνοώντας, δήθεν, την πραγματικότητα της χώρας. Έχουμε μπροστά μας το παράδειγμα του «εχθρού». Είκοσι χρόνια χρειάστηκε ο Ερντογάν για να γίνει τόσο «θρασύς» στις απαιτήσεις του. Ξεκίνησε σιωπώντας όταν οι Ευρωπαίοι τον υποδέχθηκαν ως τον «Ευρωπαίο» πολιτικό, σύμφωνα με τις επιθυμίες τους, αν θυμάστε. Μετά τον καιρό της σιωπής ήρθε ο καιρός της αναίδειας. Ενδιάμεσα, οι ώρες της περισυλλογής, του σχεδιασμού και κυρίως οι απαιτήσεις για μικρές (αλλά σημαντικές) αλλαγές, για τα μικρά αλλά σημαντικά όχι. Δουλειά όπου δεν διαπρέψαμε ποτέ. Αλλά κάποτε δεν θα έπρεπε να αρχίσουμε;
Υ.Γ.: Απολύτως σχετικό: Πώς σε λίγες ώρες εντοπίστηκε ο υπεύθυνος της φωτοβολίδας και δεν εντοπίζεται τόσα χρόνια έστω ένας από τους μπαχαλάκηδες, είτε από κάποια δεξιά είτε από την «αριστερή» κυβέρνηση;