Το «Λιβαδειά Παλάς» είναι αδιάψευστος μάρτυρας της συμφωνίας που καθόρισε σε μεγάλο βαθμό το μέλλον της μεταπολεμικής Ευρώπης.

Μιας συμφωνίας που οι συνέπειές της έγιναν αντιληπτές όχι μέσα από κάποιο λεπτομερές κοινό ανακοινωθέν των τριών ηγετών, Στάλιν, Ρούσβελτ, Τσόρτσιλ, αλλά μέσα από την τροπή των γεγονότων, υποκρύπτοντας κι ένα σωρό ζητήματα που είτε δεν συμφωνήθηκαν είτε κρατήθηκαν στο πίσω μέρος του μυαλού των συμμετεχόντων. Κάποια απ’ αυτά ακόμα παραμένουν μυστικά και κάποια έρχονται στην επιφάνεια αποσπασματικά όταν οι συγκυρίες το επιτρέπουν. Αυτή η αθέατη πλευρά των συμφωνιών και των ασυμφωνιών είχε σημαντικότατες επιπτώσεις στις κατά τόπους εξελίξεις, ιδίως στην Ελλάδα.

Οι αθέατες πλευρές της συμφωνίας της Γιάλτας
Στα πρώτα χρόνια της μεταπολίτευσης του 1974, στις εντονότατες αντιπαραθέσεις στα πανεπιστήμια και τα «πηγαδάκια» της Ομόνοιας «επί παντός», στο πλαίσιο της προσπάθειας αποσαφήνισης και οριοθέτησης της πολιτικής και ιδεολογικής ταυτότητας του καθενός, τα μέλη και οι οπαδοί του ΚΚΕ και της ΚΝΕ αρνούνταν την ύπαρξη της συμφωνίας της Γιάλτας. Αλλά κι απ’ αυτούς που αποδέχονταν την ύπαρξή της, λίγοι παραδέχονταν ότι, μεταξύ άλλων, είχε συμφωνηθεί και η εκχώρηση της Ελλάδας στο δυτικό μπλοκ επιρροής. Μία τέτοια παραδοχή θα επηρέαζε τη θέση της Αριστεράς για το ρόλο της Σοβιετικής Ένωσης και θα ανέτρεπε εκτιμήσεις για κάποιες αποφάσεις του ΚΚΕ τουλάχιστον από το Φεβρουάριο του 1945 και μετά. Παραδοσιακά, η ήττα στον Εμφύλιο αποδιδόταν στην «προδοσία του Τίτο» ή στην αλλαγή του εσωτερικού συσχετισμού δυνάμεων και, κατά περίπτωση, σε λανθασμένες αποφάσεις ορισμένων ηγετικών στελεχών του ΚΚΕ και του ΔΣΕ.
Στη Δύση, η προσαρμοσμένη στις ανάγκες του Ψυχρού Πολέμου ιστορία διδάχτηκε με τόσο συστηματικό τρόπο και με τόσο διαφορετικά μέσα που κανένας δεν έμεινε ανεπηρέαστος από τις μεθοδευμένες στρεβλώσεις και αποκρύψεις. Τα σχολεία, τα πανεπιστήμια, ο Τύπος, η τηλεόραση, τα βιβλία και τα περιοδικά, δημιούργησαν ένα συμπαγές πλέγμα μέσα από το οποίο διοχετεύονταν φιλτραρισμένες οι πληροφορίες, οι αναλύσεις και οι ερμηνείες για τα ιστορικά γεγονότα.
Με την πάροδο του χρόνου, τις δραματικές αλλαγές στο παγκόσμιο κομμουνιστικό κίνημα και τη δημοσιοποίηση πολλών ντοκουμέντων από τα κρατικά αρχεία των χωρών που είχαν πρωταγωνιστικό ρόλο στην πολεμική και μεταπολεμική περίοδο, η αναθεώρηση πολλών απόψεων έγινε αναπόφευκτη. Εντούτοις, πολλές φτιαγμένες «αλήθειες» έχουν παγιωθεί σε τέτοιο σημείο από την επίσημη ιστορία και προπαγάνδα που αναπτύχθηκε στα χρόνια του Ψυχρού Πολέμου, που κάθε νέο επίσημο στοιχείο, που τις ανατρέπει ή τις διαφοροποιεί, δύσκολα τις αντικαθιστά. Οι εμφυτευμένες στην κοινή γνώμη εκδοχές της ιστορίας δεν αναθεωρούνται από τις εξουσίες και οι «αλήθειες» παραμένουν ισχυρότερες από τις αλήθειες.
Αν για την Αριστερά ήταν ενοχλητικό να δεχτεί την ύπαρξή ή τους όρους της συμφωνίας της Γιάλτας, για τη Δεξιά ήταν ανεπιθύμητη η αποκάλυψη ότι οι δυτικοί σύμμαχοι όχι μόνο μεθόδευσαν τον Ψυχρό Πόλεμο, αλλά έφτασαν πολύ κοντά στο να επιτεθούν στη σύμμαχό τους Σοβιετική Ένωση μόλις εκτίμησαν ότι οι Γερμανοί είχαν χάσει οριστικά τον πόλεμο. Τώρα, όμως, που η Σοβιετική Ένωση έπαψε να υπάρχει, κάποια απ’ τα επτασφράγιστα μυστικά αποκαλύπτονται, έστω σιωπηρά.
Ένα τέτοιο στοιχείο, με εξαιρετικά μεγάλη βαρύτητα για την ερμηνεία των μεταπολεμικών εξελίξεων, επιβεβαιώνει ότι ο Τσόρτσιλ, στα τελειώματα του πολέμου, προσπάθησε να πείσει τον πρόεδρο Χάρι Τρούμαν, που είχε διαδεχτεί τον αποβιώσαντα Ρούσβελτ, ότι έπρεπε να επιτεθούν από κοινού εναντίον της Σοβιετικής Ένωσης ώστε να ξεπαστρέψουν και τον κομμουνισμό. Μάλιστα, για το σκοπό αυτό, θα χρησιμοποιούσαν τα γερμανικά στρατεύματα που είχαν παραδοθεί στους δυτικούς συμμάχους. Δύο εκατομμύρια αιχμάλωτοι Γερμανοί στρατιώτες θα αποτελούσαν την εμπροσθοφυλακή στο νέο αγγλο-αμερικανο-γερμανικό μέτωπο εναντίον της Σοβιετικής Ένωσης. Αυτά και πολλά άλλα προκύπτουν από τα επίσημα αρχεία που μελετάει ο Israel Shamir στη Γιάλτα.

Με τους ναζί κόντρα στη Σοβιετική Ένωση
Λίγο μετά το τέλος του πολέμου, τον Μάιο του 1946, ο Τσόρτσιλ, σε μια ομιλία του στο Westminster College, στο Φούλτον του Μισούρι, που θεωρήθηκε βαρυσήμαντη, δήλωσε, παρόντος του Χάρι Τρούμαν, ότι σκοπός ήταν να επιβληθεί στη Σοβιετική Ένωση «η θέληση των ΗΠΑ και της Βρετανικής Αυτοκρατορίας». Και, για πρώτη φορά, έκανε αναφορά σε ένα «σιδηρούν παραπέτασμα» που χωρίζει την Ανατολική από τη Δυτική Ευρώπη. Αυτή η απρόκλητη επίθεση στη Σοβιετική Ένωση, ουσιαστικά, αποτέλεσε την αφετηρία του Ψυχρού Πολέμου. Ενώ, όμως, αυτή η θέση του Τσόρτσιλ είναι γνωστή, για πολλές δεκαετίες έμεινε άγνωστο ότι ο πραγματικός σκοπός του ήταν να επιβάλλει την ηγεμονία των Δυτικών στους Σοβιετικούς με πραγματικό πόλεμο.
«Ο Τσόρτσιλ ετοίμαζε μια αιφνιδιαστική επίθεση στη σύμμαχό του Ρωσία σε σύμπραξη με τα ναζιστικά γερμανικά στρατεύματα της Βέρμαχτ. Η απρόσμενη επίθεση εναντίον των Ρώσων ήταν προγραμματισμένη να αρχίσει κοντά στη Δρέσδη την 1η Ιουλίου 1945. Ο Τσόρτσιλ σκόπευε να χρησιμοποιήσει, μαζί με τις 47 βρετανικές και αμερικανικές μεραρχίες, δέκα γερμανικές μεραρχίες τις οποίες δεν είχε διαλύσει έτσι ώστε να μπορεί να τις στείλει ξανά στο ανατολικό μέτωπο για να πολεμήσουν τους Ρώσους. Ο Τσόρτσιλ ήθελε και ανυπομονούσε να εξαπολύσει αυτή την επίθεση εναντίον του στρατού της Μόσχας χωρίς κήρυξη πολέμου όπως ύπουλα είχε κάνει ο Χίτλερ το 1941… Ο πρόεδρος Χάρι Τρούμαν αρνήθηκε να υποστηρίξει τον Τσόρτσιλ. Ο πόλεμος με τους Ιάπωνες δεν φαινόταν να είναι κοντά στο τέλος του, η ατομική βόμβα δεν ήταν ακόμα έτοιμη και η Αμερική χρειαζόταν τη ρώσικη βοήθεια…».
Αλλά οι Αμερικάνοι ήξεραν επίσης ότι οι Σοβιετικοί είχαν στην πορεία της νίκης δημιουργήσει έναν υπερστρατό, με περισσότερους εμπειροπόλεμους άντρες στα όπλα και περισσότερα άρματα μάχης απ’ όλους τους υπόλοιπους συμμάχους μαζί. Εξάλλου, οι Βρετανοί, σε αντίθεση με την ωραιοποιημένη διεθνή εικόνα του, μαύρισαν τον Τσόρτσιλ στις πρώτες μεταπολεμικές εκλογές του 1945 και τον έστειλαν σπίτι του να γράψει τα απομνημονεύματά του. Έτσι, ο πραγματικός πόλεμος εναντίον της Σοβιετικής Ένωσης δεν έγινε, αλλά οι ιδέες του πολεμοχαρή Τσόρτσιλ ενσωματώθηκαν στον Ψυχρό Πόλεμο, που μεθοδεύτηκε συστηματικά και εφαρμόστηκε επίμονα από το δυτικό στρατόπεδο.
Τα σχέδια του Τσόρτσιλ επιβεβαιώνονται από κείμενα και δηλώσεις υψηλών αξιωματούχων της Βρετανίας, όπως του Sir Alan Brooke και του στρατηγού Μοντγκόμερι, ο οποίος σε χειρόγραφο σημείωμά του αναφέρει ότι «ο Τσόρτσιλ με διέταξε να μην καταστρέψω τον οπλισμό δύο εκατομμυρίων Γερμανών που είχαν παραδοθεί στις 4 Μαΐου 1945. Όλα έπρεπε να φυλαχτούν, γιατί ίσως θα έπρεπε να πολεμήσουμε εναντίον των Ρώσων με γερμανική βοήθεια». Αυτή είναι η «Επιχείρηση του Απίστευτου». Τα αυθεντικά ντοκουμέντα δημοσιεύτηκαν από τα Βρετανικά Εθνικά Αρχεία, αλλά σε καμία περίπτωση δεν κοινοποιήθηκαν πλατιά για να μην ανατρέψουν την επίσημη εκδοχή της ιστορίας που ενοχοποιούσε τη Σοβιετική Ένωση για τις διεθνείς εντάσεις και τους ανταγωνισμούς.
Και να σκεφτεί κανείς ότι οι Σοβιετικοί δεν είχαν δώσει καμία αφορμή για μια τέτοια αλλαγή στάσης των Άγγλων απέναντι στον μέχρι χτες πολύτιμο σύμμαχό τους, άνευ του οποίου οι ναζί θα είχαν κυριαρχήσει πανηγυρικά στην Ευρώπη και σε ένα μεγάλο μέρος του υπόλοιπου κόσμου με τη συνδρομή των Ιαπώνων. Όπως γράφει ο Shamir, οι Σοβιετικοί δεν κράτησαν κανένα από τα εδάφη που είχαν καταλάβει, αλλά δεν περιλήφθηκαν στη ζώνη επιρροής τους που είχε συμφωνηθεί στη Γιάλτα. Από μόνοι τους, αποσύρθηκαν από την Αυστρία και το Ιράν. Και απέφυγαν μέχρι τα τέλη της δεκαετίας του ’40, οποιαδήποτε ανάμειξη στα εσωτερικά των χωρών που ανήκαν στη σφαίρα των Αγγλοαμερικάνων ακόμα κι αν αυτό απέβαινε σε βάρος των κομμουνιστικών δυνάμεων που θα καταλάμβαναν δημοκρατικά την εξουσία στην Ελλάδα, την Ιταλία και τη Γαλλία εξαιτίας των δεσμών που είχαν αποκτήσει με το λαό, έχοντας σηκώσει (οι κομμουνιστές) το βάρος του αντιφασιστικού αγώνα. Ο Στάλιν εξασφάλισε το μάξιμουμ που πίστευε ότι μπορούσε να πάρει στη Γιάλτα και φαίνεται ότι τήρησε όλες τις συμφωνίες.
Ο Τσόρτσιλ μισούσε τους κομμουνιστές και μιλούσε με περιφρόνηση για την ισότητα που αυτοί πρέσβευαν. Από το 1918 αποκαλούσε τους Ρώσους κομμουνιστές υπανθρώπους και το 1937, όταν οι ναζί είχαν ήδη περάσει τους περίφημους φασιστικούς νόμους της Νυρεμβέργης, ο Τσόρτσιλ δήλωνε απερίφραστα στο βρετανικό Κοινοβούλιο ότι εάν είχε να διαλέξει ανάμεσα στους ναζί και τους κομμουνιστές θα διάλεγε τους ναζί. Για τον Τσόρτσιλ, ο Χίτλερ «θα περνούσε στην ιστορία σαν ο άνθρωπος που αποκατέστησε την τιμή και την ειρήνη στο μυαλό του μεγάλου γερμανικού έθνους».
Είναι φανερό ότι ο φιλοναζισμός και ο ρατσισμός ενυπάρχουν στην κουλτούρα των αστικών δημοκρατιών της Δύσης. Γι’ αυτό, χωρίς δισταγμό και αναστολή, μεταπολεμικά, ξέπλυναν τους «χρήσιμους» ναζί και τους αξιοποίησαν προς όφελός τους και εναντίον των απανταχού κομμουνιστικών, δημοκρατικών και απελευθερωτικών κινημάτων.
Το γεγονός ότι η απειλή επίθεσης εναντίον της Σοβιετικής Ένωσης ήταν όχι μόνο διαρκής, αλλά έφτασε πολύ κοντά στην εκπλήρωσή της, θέτει και τη συμφωνία των Σοβιετικών με τους Γερμανούς σε μία διαφορετική βάση, υποστηρίζει ο Israel Shamir. Αυτή η αληθινή ιστορία «εξηγεί γιατί ο Στάλιν θεωρούσε τον Τσόρτσιλ, στη δεκαετία του ’30, πιο αμείλικτο εχθρό από τον Χίτλερ και γιατί έκανε τη συμφωνία Μολότοφ-Ρίμπεντροπ. Καταλάβαινε τον Τσόρτσιλ καλύτερα από πολλούς σύγχρονούς του και ήξερε το παθολογικό του μίσος για τον κομμουνισμό». Μετ’ εμποδίων, η ιστορία ξαναγράφεται…        

Στέλιος Ελληνιάδης

Σχόλια

Σου άρεσε αυτό το άρθρο; Ενίσχυσε οικονομικά την προσπάθειά μας!