Αν οι λεπτομέρειες της τυποτεχνικής εμφάνισης των βιβλίων φανερώνουν την αγάπη του τυπογράφου για την τέχνη του, τότε και οι λεπτομέρειες των αναμνήσεών του από τις συναντήσεις με δημιουργούς οι οποίοι προτίμησαν συνειδητά την αξιοσύνη του για να φέρουν στο φώς σκοτεινά δημιουργήματα της γραφής τους έχουν μιαν ιδιαίτερη αξία. Κι αυτό όχι μονάχα διότι αποκαλύπτουν άγνωστες και κρυφές πτυχές που δεν είναι τόσο εμφανείς στο έργο αυτών των συγγραφέων. Ο σημερινός δικός μας λόγος λοιπόν αναφέρεται στον Αιμίλιο Καλιακάτσο τον άνθρωπο που από παιδάκι ακόμα ήρθε σε αναγκεμένη επαφή με τις ξύλινες κάσες των μεταλλικών γραμματοσειρών με τη μυρωδιά αλλά και με τη μουτζούρα του μελανιού. Η πρώτη του γνωριμία αλλά και μαθητεία με την τέχνη της τυπογραφίας ξεκίνησε από την Πρέβεζα, τον γενέθλιο τόπο και ολοκληρώθηκε στο μεγάλο σχολείο των αδελφών Ταρουσόπουλων στο Παλαιό Φάληρο. Εκεί γνώρισε άγνωστα ως τότε μυστικά της τέχνης που τον γοήτευσαν αλλά και πολλούς σπουδαίους ανθρώπους των γραμμάτων, ανάμεσά τους τον Σεφέρη, τον Εγγονόπουλο, τον Παπαδίτσα, τον Γονατά κ.ά. Τις αναμνήσεις του λοιπόν για το αγλαότεχνο τυπογραφείο των Γαρουσόπουλων και την παρέα του Ε. Χ. Γονατά, ξετυλίγει στο κείμενο που ακολουθεί ο τυπογράφος των καλαίσθητων «χειροποίητων» εκδόσεων «Στιγμή» Αιμίλιος Καλιακάτσος.

Σ. Μ.

 

Γράφει ο Αιμίλιος Καλιακάτσος

Στο αγλαότεχνο τυπογραφείο των Αδελφών Ταρουσόπουλων, Ακτή Πρωτοψάλτη στο Φάληρο, βρέθηκα όλως τυχαία, ψάχνοντας για δουλειά, το 1960. Εκεί πρωτογνώρισα τον Ε. Χ. Γονατά με τη γυναίκα του Άννα Κατεβαίνη και τον επιστήθιο φίλο τους Δ. Π. Παπαδίτσα.
Αμέσως μετά την πορτάρα της εισόδου με το βαρύ ρόπτρο, υπήρχε μπροστά από το κυρίως κτήριο μεγάλη αυλή με δέντρα, αγριόχορτα, μυριστικά φυτά και λουλούδια. Το μεγαλύτερο τμήμα του «περιβολιού» (έτσι το αποκαλούσε η αγία τριάδα των ποιητών, που όταν δεν ερχόταν η Κυρία Άννα την συμπλήρωνε ο πανώριος Έκτωρ Κακναβάτος) το σκίαζε τεράστιο κλουβί με συρμάτινο πλέγμα, που έφτανε μέχρι τις κορφές των δέντρων. Εκατοντάδες «παραδείσια» πουλιά –παπαγαλάκια, παπαδίτσες, κοτσύφια, καρδερίνες και τα πανταχού παρόντα σπουργίτια, «σέρνοντας το άρμα της Αφροδίτης»– φτερούγιζαν με κρωγμούς, κελαϊδισμούς και τιτιβίσματα.

Ο Γονατάς με την Παπαδίτσα κατέφταναν συχνά το απομεσήμερο, ακόμη και όταν δεν είχαν δουλειά στο τυπογραφείο, κατάφορτοι από σακούλες με σπόρους λογιών-λογιών και τα τάιζαν. Κυρίαρχος του κλουβιού ένας μεγάλος παπαγάλος που δέσποζε με ακίνητα τα μάτια, γαμψά νύχια και κίτρινο ράμφος. Όποιο πουλί τον πλησίαζε, το τσιμπολογούσε ανηλεώς και το ξεπουπούλιαζε. Τύραννος μοναχοφάης.
Ο θείος Νώντας υπήρξε δεινός εκπαιδευτής σκύλων, χρυσόψαρων, γατιών, ακόμη και αράχνης, που την είχε σπιτώσει στην αποθηκούλα δίπλα στο γραφείο του. Το σφαλάγκι μεγάλωνε αδιάκοπα καθώς το τάιζε με ζωντανά θηράματα –μύγες, λιλλιπούτεια σερσέγια, μικροσκοπικές κάμπιες, μικρούτσικα έντομα– που τα έπιανε με την απόχη χοροπηδώντας και τα έριχνε από τον μικρό φεγγίτη. Στην πάντα κλειδωμένη πόρτα του «σπιτιού» της αράχνης είχε κρεμάσει καλογραμμένη, ευδιάκριτη ταμπέλα: «Η Μορφωμένη Αράχνη». Φορές μας ανέβαζε στο ξύλινο σκαμπό να αγναντέψουμε από τον φεγγίτη σιωπηλοί τον περίτεχνο ιστό της, που είχε απλωθεί σε ολόκληρο το καμαράκι.

Ο αθεόφοβος εκπαιδευτής Νώντας είχε αναλάβει και την εξημέρωση του δεσπότη παπαγάλου. Τρύπωνε με προσοχή και σιγά-σιγά το χέρι του από μια τρυπούλα του συρμάτινου δικτυωτού, κρατώντας στη φούχτα του διαλεχτούς σπόρους και τους προσέφερε –δισταχτικά στην αρχή, για να μην του σακατέψει το χέρι– στο κακότροπο πτηνό. Με τον καιρό έγιναν φίλοι και ο παπαγάλος προσέτρεχε υπάκουα στο κάλεσμα του τροφοδότη του. Τον είχε κιόλας βαφτίσει «Καρδινάλιο», λόγω του υπέροχου πράσινου τυρκουάζ του πτερώματος και του κόκκινου της Βενετιάς που κάλυπτε το πλατύ του στήθος, αλλά και της αργοκίνητης, επιβλητικής και λικνιστικής περπατησιάς του. Και ο Καρδινάλιος αυτός ανεβαίνοντας καμαρωτός, ανίδεος και χορτάτος, στο πιο ψηλό κλαδί βραχνά ανέκρωζε: «Νώντααα, Νώντααα!».
Το 1972, μετά και τον θάνατο του τελευταίου της γενιάς των Ταρουσόπουλων, το φημισμένο τους τυπογραφείο ερήμωσε. Μόνιμη έγνοια έκτοτε του Γονατά ήταν, κυρίως, η τύχη των πουλιών και του φιλόξενου Καρδινάλιου. Ανίκανα να επιζήσουν έξω από το περιφραγμένο «περιβολάκι» τους, τι να είχαν απογίνει τα καημένα;

Το 1983 επισκεφθήκαμε με τον Ε. Χ. Γ. το θεόκλειστο, εγκαταλελειμμένο, πάλαι ποτέ «αγλαότεχνο», κατά τον Φώτη Κόντογλου, τυπογραφείο χωρίς να καταφέρουμε να εισχωρήσουμε. Ένα χρόνο μετά, με τον μαίτρ των εγδόσεων (με γάμμα) του Τυπογραφείου «Κείμενα», Κερκυραίο ευπατρίδη Φίλιπο (με ένα πι) Βλάχο, νέοι και σβέλτοι, καβαλήσαμε τον μαντρότοιχο και βρεθήκαμε στα άδυτα. Νύχτωνε όμως και αφού βουτήξαμε βιαστικά μερικά ξύλινα κλισέ, αποφασίσαμε να έρθουμε σε λίγες μέρες, νωρίς και με τρίκυκλο, να κάνουμε τη διάρρηξη. Το σχέδιό μας έμεινε ανεκτέλεστο, γιατί άλλες ήταν οι βουλές του Παντοδύναμου.

Το καλοκαίρι του 1990, με τη Στέλλα Τσάμου κατεβήκαμε οι δυο μας στην Ακτή Πρωτοψάλτη. Αναμερίσαμε εύκολα το συρματόπλεγμα που κάλυπτε την τρύπα στον μαντρότοιχο και περιηγηθήκαμε με τις ώρες τον λεηλατημένο χώρο. Τραβήξαμε και μερικές φωτογραφίες. Λίγες μέρες αργότερα, με παρέα φίλων μπήκαμε από την τρύπα του μαντρότοιχου στον ερειπιώνα, τραβήξαμε πολλές φωτογραφίες και φύγαμε για να ξανάρθουμε καλύτερα οργανωμένοι, αποκομίζοντας λιγοστά –δυστυχώς– λάφυρα: κλισέ, φυσερό χειρός για το ξεσκόνισμα των θηκών των τυπογραφικών στοιχείων, κύπελο από κασσίτερο με χαραγμένη γερμανική επιγραφή (το τυπογραφείο το είχαν επιτάξει οι Γερμανοί και λεηλατήσει φεύγοντας). Όταν –ντυμένοι με κατάλληλα ρούχα, γάντια, μάσκες και πολλές σακούλες για μεγαλύτερη συγκομιδή– επανήλθαμε περιχαρείς, βρεθήκαμε μπροστά σε υψηλή ξύλινη περίφραξη του εξωτερικού τοίχου και ήταν αδύνατον να υπερπηδήσουμε. Φύγαμε άπρακτοι. Φαίνεται μας είχαν πάρει είδηση από τη διώροφη κατοικία των Ταρουσόπουλων, που βρισκόταν στο πίσω μέρος, και πήραν καλύτερα μέτρα. Θα μας περάσουν για ρακοσυλλέκτες. Έκτοτε κανείς δεν ξαναπάτησε.

Το 2001, παρόλο που το κτήριο είχε χαρακτηριστεί διατηρητέο, μπήκε η μπουλντόζα και το ξεπάτωσε γιατί, λέει, ήταν επικίνδυνο να καταρρεύσει και διαμαρτύρονταν οι περίοικοι. Ο λεπταίσθητος διευθυντής, τότε, της «Καθημερινής» Αντώνης Καρκαγιάννης ήταν ο μόνος που έγραψε στην εφημερίδα του ένα συγκινητικό κείμενο για το ιστορικό αυτό Τυπογραφείο.

Όμως ο θείος Νώντας τον Φιλόξενο Καρδινάλιό του τον ανάστησε στο ομότιτλο αφήγημά του και από το υπερουράνιο «περιβολάκι» του μας στέλνει λόγια παραμυθίας:
Εγώ που δεν έχω πουλιά φυλακισμένα σε κλουβιά
(ένα κλουβί της μάνας μου σαπίζει στην αποθήκη),
ξυπνάω καμιά φορά από ‘να σιγανό κελάιδισμα.

Σημείωση: Για το τυπογραφείο των Ταρουσόπουλων βλ. το πολλαπλώς χρήσιμο τρίτομο έργο τού ποτέ συναδέλφου τυπογράφου Νίκου Σκιαδά, Χρονικό της ελληνική τυπογραφείας, Γ’ τόμος, Gutenberg, Αθήνα 1982, σ. 174-7. Επίσης, Εμμανουήλ Κάσδαγλης, Το αγλαότεχνο τυπογραφείο των αδελφών Ταρουσόπουλου, Άγρα, Αθήνα 1990.

Σχόλια

Σου άρεσε αυτό το άρθρο; Ενίσχυσε οικονομικά την προσπάθειά μας!