Οι Ευρωπαίοι ηγέτες φιλολογούν για την ανεργία των νέων, ανησυχούν για κοινωνικές εκρήξεις και αναζητούν πολιτικό συμβιβασμό για τη διαχείριση της κρίσης. Του Γιάννη Κιμπουρόπουλου

Αν συνέβη στη Σουηδία, μια από τις πιο «προστατευμένες» από την κρίση οικονομία, γιατί να μη συμβεί στη Γερμανία, στην Ολλανδία ή στη Γαλλία; Ίσως αυτό είναι ένα ερώτημα που απασχολεί την ευρωπαϊκή ελίτ τις τελευταίες ημέρες, καθώς συνεχίζεται η απρόσμενη έκρηξη φτωχών νέων μεταναστών σε γειτονιές της Στοκχόλμης. Κάποιες ανάλογες ανησυχίες είχαν κινητοποιήσει τους Ευρωπαίους ηγέτες τον Δεκέμβριο του 2008, όταν η Αθήνα φλεγόταν μετά τη δολοφονία του Αλέξανδρου Γρηγορόπουλου. Ήταν η περίοδος που η χρηματοπιστωτική κρίση κορυφωνόταν και οι 27 της Ε.Ε. αποφάσιζαν να σώσουν τις εκτεθειμένες στις τοξικές φούσκες τράπεζες, εκτοξεύοντας πύρινα καρφιά κατά των «άπληστων golden boys».
Υποβόσκει μια ανάλογη κοινωνική ανησυχία στις ευρωπαϊκές ηγεσίες σήμερα. Η συχνότητα με την οποία αναφέρεται στην ανεργία των νέων ο Βόλφγκαγκ Σόιμπλε είναι ενδεικτική. Και οι αναφορές του δεν είναι απαραίτητα υποκριτικές. Πρώτον, διότι το κόμμα του και η κυβέρνηση του έχουν μπροστά τους τις εκλογές του Σεπτεμβρίου. Και δεύτερον, διότι προφανώς ο ίδιος και οι ομόλογοί του αντιλαμβάνονται ότι η κατάσταση που διαμορφώνεται, ιδιαίτερα στον ευρωπαϊκό Νότο, είναι κοινωνικά και πολιτικά μη διαχειρίσιμη.

Ντελόρ και Σρέντερ
Ενδεικτικό είναι και το άρθρο που συνυπέγραψαν ο πρώην πρόεδρος της Κομισιόν Ζακ Ντελόρ και ο πρώην καγκελάριος της Γερμανίας Γκέρχαρντ Σρέντερ και δημοσιεύτηκε στους New York Times και πολλές ευρωπαϊκές εφημερίδες. Ντελόρ και Σρέντερ επισημαίνουν την «αντίδραση στην ιδέα της Ευρωπαϊκής Ένωσης» που καταγράφεται σε χώρες με υψηλό κοινωνικό κόστος προσαρμογής όπως η Ελλάδα, η Ισπανία και η Ιταλία και, απευθυνόμενοι στη Γερμανία, της ζητούν να δώσει στους ασθενείς εταίρους της την ευκαιρία που είχε και η ίδια για χαλαρότερους όρους προσαρμογής το 2003-2004, όταν μαζί με τη Γαλλία είχε παραβιάσει τον «χρυσό κανόνα» του Μάαστριχτ για έλλειμμα 3% και χρέος 60% του ΑΕΠ.
Οι δύο «συνταξιούχοι» πολιτικοί εισηγούνται έναν «εμβολιασμό» των διαρθρωτικών μεταρρυθμίσεων με μέτρα ενίσχυσης της ανάπτυξης. Και αντλώντας εμπειρία από το παράδειγμα της ίδιας της Γερμανίας θυμίζουν ότι «το χρονικό χάσμα μεταξύ της λήψης των επώδυνων αποφάσεων και των ορατών αποτελεσμάτων τους μπορεί να διαρκέσει έως και πέντε έτη… με αποτέλεσμα να δημιουργούνται προβλήματα στους πολιτικούς…».
Εν κατακλείδι, είναι λάθος το δίλημμα λιτότητα ή ανάπτυξη, τα δυο στοιχεία πρέπει να συνυπάρξουν, λένε Σρέντερ και Ντελόρ και προτείνουν συνεργασία κυβερνήσεων, συνδικάτων και επιχειρήσεων για μια πρωτοβουλία στήριξης της απασχόλησης των νέων.
Οι δύο «γκουρού» του ευρωπαϊσμού, εκτός από το γεγονός ότι εκπροσωπούν τις παλιές καλές μέρες του γαλλογερμανικού άξονα, άθελά τους φωτίζουν με αποκαλυπτικό τρόπο πόσο ρηχή είναι η αντίθεση γύρω από τη λιτότητα που γονατίζει τις ευρωπαϊκές κοινωνίες. Ο Σρέντερ υπήρξε ως καγκελάριος ο εισηγητής της «Ατζέντας 2010» που επέβαλε δεκαετές πάγωμα στους μισθούς των Γερμανών εργαζομένων, συρρίκνωσε δραστικά τα συστήματα κοινωνικής προστασίας και πρόνοιας και πετσόκοψε τα επιδόματα ανεργίας. Ο Ντελόρ, από την άλλη, υπήρξε ο εμπνευστής του ιδιότυπου «κεϊνσιανού» μοντέλου ευρωπαϊκής – κρατικής χρηματοδότησης των χωρών της Ε.Ε. (τα μετέπειτα ΚΠΣ) που, ανεξάρτητα από τις διακηρυγμένες προθέσεις του, κατέληξε στο να χρηματοδοτεί τον διχασμό των ευρωπαϊκών οικονομιών σε πλεονασματικές και ελλειμματικές.  Κι ως γνωστόν, αυτό το μοντέλο κατέληξε στην ακραία σημερινή εκδοχή, με τη Γερμανία σχεδόν μοναδικό νικητή του ενδοκοινοτικού ανταγωνισμού και τις λοιπές χώρες να φλερτάρουν έντονα με τις κοινωνικές και πολιτικές κρίσεις.

Ο συμβιβασμός
Ο Σρέντερ και ο Ντελόρ περιγράφουν επί της ουσίας το πλαίσιο ενός πολιτικού συμβιβασμού στον οποίο θα μπορούσαν να καταλήξουν οι ποικίλες πτέρυγες της ευρωπαϊκής ελίτ. Κυρίως η γερμανική ηγεσία, που επιμένει στη σκληρή δημοσιονομική προσαρμογή, και η γαλλική που θέλει να προωθηθεί παράλληλα ένα είδος «New Deal». Ο συγκερασμός των δύο «σχολών σκέψης» ουσιαστικά καταλήγει σε μια πιο ομοιόμορφη διάχυση της λιτότητας και μια ανάλογη διάχυση των ευκαιριών απασχόλησης, αλλά στα όλο και χαμηλότερα στάνταρτς που κατοχυρώνουν οι μεταρρυθμίσεις. Περισσότερες, αλλά πολύ φθηνότερες και χωρίς προστασία θέσεις εργασίας είναι το νέο ευρωπαϊκό ιδεώδες «ευημερίας» που προτείνεται.
Αυτό διανθίζεται με υποσχέσεις για «φορολογική δικαιοσύνη», με μεγαλύτερη επιβάρυνση των πλουσιότερων, κυνήγι της φοροδιαφυγής και περιορισμό των φορολογικών παραδείσων (βλέπε έκτακτη Σύνοδο Κορυφής την περασμένη Τετάρτη), με κατοχύρωση της «συνυπευθυνότητας» των μεγάλων καταθετών (άνω των 100.000 ευρώ) στις μελλοντικές τραπεζικές διασώσεις (βλέπε σχέδιο τραπεζικής ένωσης) και με άλλα μεγαλεπήβολα που πρόκειται να απασχολήσουν τις προσεχείς ευρωπαϊκές συνόδους, με πρώτη αυτή του Ιουνίου.

Η γερμανική στάση
Καταλύτης όλων είναι η στάση της κυβέρνησης Μέρκελ, που δεν θέλει με τίποτα να διαταράξει τον εκλογικό της περίπατο (όπως μέχρι στιγμής φαίνεται). Το πρόβλημα είναι πως δεν είναι η μόνη κυβέρνηση στην Ε.Ε. που έχει εκλογική δοκιμασία μέχρι το τέλος του χρόνου. Ανάλογη πρόκληση αντιμετωπίζουν η κυβέρνηση της Αυστρίας (Σεπτέμβριο) και της Πορτογαλίας (Οκτώβριο), ενώ σε εύθραυστο πολιτικά έδαφος στηρίζονται οι κυβερνήσεις της Γαλλίας, της Ιταλίας, της Ισπανίας και φυσικά της Ελλάδας.
Κι αυτές δεν είναι οι μόνες πολιτικές αβεβαιότητες για το υπό ανίχνευση νέο οικονομικό και κοινωνικό μοντέλο της Ευρώπης. Το ΔΝΤ αναμένεται να επανέλθει δριμύτερο στις πιέσεις του προς τη γερμανική ηγεσία για το νέο κούρεμα του ελληνικού χρέους και ήδη έριξε μια προειδοποιητική βολή με πρόσφατη έκθεσή του (με αφορμή τη διένεξη της Αργεντινής με τους πιστωτές της) στην οποία επισημαίνει ότι το ελληνικό PSI έγινε με μεγάλη καθυστέρηση και ήταν πολύ περιορισμένο. Και οι πιέσεις αυτές αναμένεται να κλιμακωθούν στη σύνοδο του G8 (17 Ιουνίου) και στην αντίστοιχη του G20 (5 Σεπτεμβρίου).
Όλες αυτές οι διεργασίες που υποτίθεται ότι στηρίζονται σε ανησυχίες για τις αντοχές της κοινωνίας, ιδιαίτερα της άνεργης νεολαίας, γίνονται, φυσικά ερήμην της. Κάθε «φράξια» της ευρωπαϊκής πολιτικής ελίτ προσπαθεί με τον τρόπο της να διασώσει ό,τι απομένει από τη λεγόμενη «ευρωπαϊκή ιδέα», η απήχηση της οποίας στις κοινωνίες υποχωρεί θεαματικά. Και κανείς δεν ξέρει πόσο «ασφαλής» είναι η απόσταση από αυτή την υποχώρηση μέχρι μια κοινωνική έκρηξη τύπου Στοκχόλμης.

Σχόλια

Σου άρεσε αυτό το άρθρο; Ενίσχυσε οικονομικά την προσπάθειά μας!