Όταν η γνώση απογυμνώνεται από κάθε γοητεία. Της Μαρίας Πετρίτση

Θυμάμαι το βιβλίο Κοσμογραφίας της Β’ Λυκείου. Ήταν μπλε σκούρο, σχετικά μικρό σε μέγεθος, γεμάτο σχεδιαγράμματα και αστρολογικούς χάρτες. Τα κεφάλαιά του είχαν εντυπωσιακούς τίτλους όπως Κοσμογονία, Σύμπαν, Μεταβολές της λαμπρότητας του ζενίθ κατά το λυκόφως, Δορυφόροι, Κόκκινοι γίγαντες, Γαλαξίας, Αστερισμοί. Ο τίτλος του δέσποζε πάνω στο μπλε εξώφυλλο, στολισμένος σε μια ωραία γραμματοσειρά. Δεν ξέρω αν ήταν Times New Roman, Arial ή Bookman Old Style. Δεν ξέρω καν αν έχει νόημα να θυμάμαι.
Μου άρεσε πολύ αυτό το μάθημα, παρ’ όλο που ο συμπαθής κύριος Χάσουλας, ο καθηγητής μας, αρκούνταν πάντοτε στο βιβλίο μας για να διδάξει την ύλη, χωρίς ποτέ να μας έχει προβάλει στην τάξη κάποιο ρεπορτάζ, μια σειρά σλάιντς, ένα powerpoint, ένα επιστημονικό ντοκιμαντέρ σε υψηλή ανάλυση. Στεκόταν στην έδρα του, παρέδιδε το επόμενο κεφάλαιο, ενίοτε έκανε και καμιά βόλτα ανάμεσα στα ξύλινα θρανία και μας εξέταζε με τη σειρά. Βασιζόταν στο βιβλίο μας για να μας διδάξει. Απαντούσε στις ερωτήσεις μας χρησιμοποιώντας απλώς και μόνο το Λόγο. Μαθαίναμε. Μας αρκούσε ένα απλό, χάρτινο βιβλίο. Η απλότητα μας έπειθε. Η γνώση κάποτε ήταν ανακάλυψη, και τα βιβλία μας το κυριότερό της μέσον.
Πρόσφατα έμαθα με λύπη πως ο ΟΕΔΒ έκλεισε, παραχωρώντας τη θέση του χάρτινου βιβλίου σε ένα ηλεκτρονικό του υποκατάστατο, το E-Book. Σε E-learning μετονομάστηκε η κλασική μάθηση, θυμίζοντας σκηνή από ταινία επιστημονικής φαντασίας που προβάλλει σήμερα σκηνές από ένα παράδοξο αύριο. Το μέλλον όμως είναι εδώ, και όπως λέει ο ποιητής, «ο καιρός περνά δίχως να κοιτάζει τη δική μας μελαγχολία». Προσαρμοζόμαστε.
Παρ’ όλες τις ευκολίες και τα όποια προτερήματα της ψηφιακής μάθησης, οι σύγχρονοι μαθητές δεν θα ξεφυλλίσουν ποτέ εκείνο το ωραίο μπλε βιβλίο με την κομψή επιγραφή. Δεν θα χαζέψουν ποτέ τους πλανήτες και τα αστέρια στις κιτρινωπές σελίδες του. Δεν θα εισπνεύσουν ποτέ τη μυρωδιά της αστερόσκονης πάνω στα μαύρα γράμματα του τυπογραφείου. Δεν θα τοποθετήσουν τα σχολικά βιβλία τους στην ξύλινη βιβλιοθήκη μόλις μπει το καλοκαίρι. Η γνώση απογυμνώνεται από κάθε γοητεία. Γίνεται τηλεκατευθυνόμενη. Χάνει το τελευταίο γοητευτικό της φετίχ.

Άχρωμα άγευστα και άοσμα δεδομένα
Οι νέοι μαθητές θα μάθουν το αλφάβητο, την πρόσθεση και την αφαίρεση, τα Λατινικά, την Ιστορία και την Κοσμογραφία χρησιμοποιώντας ψηφιακά Μέσα. Θα μελετούν πάνω σε μια οθόνη ακριβείας την πορεία της Γης γύρω από τον εαυτό της. Θα διαβάζουν τα κείμενα της Νεοελληνικής Λογοτεχνίας χωρίς να αγγίζουν το χαρτί. Θα προγραμματίζουν σε διαδραστικούς και πίνακες Excel τις ασκήσεις τους. Θα κινηθούν υποχρεωτικά προς μια ανιστόρητη κατεύθυνση εκμάθησης της ζωής και του κόσμου, που επιλέγει να μην αφήνει πίσω της απτά ίχνη, μια και δεν αποτελείται από τυπογραφικά στοιχεία, χαρτιά και εικονογραφήσεις, παρά από ολόγυμνα, ψυχρά πίξελ.
Τέλος οι εικονογραφήσεις του Τσαρούχη, του Γραμματικόπουλου και του Γκίκα στο πάνω μέρος του κεφαλαίου. Τέλος οι σημειώσεις στα περιθώρια, οι υπογραμμίσεις με το μολύβι, τέλος η όποια ανθρωπιά. Τέλος οι αναμνήσεις. Η Λόλα θα παίρνει το μήλο της με ένα άγγιγμα στην touchscreen και όχι γυρνώντας μια σελίδα. Ο Μίμης θα παίζει μπάλα φορώντας με ένα κλικ τη στολή του αγαπημένου του διεθνούς ποδοσφαιριστή και όχι με κοντά παντελονάκια και σοσόνια ζωγραφιστά. Το σύμβολο της σοφίας δεν θα είναι η αρχαία κουκουβάγια, αλλά το λογότυπο της Apple.
Άχρωμα άγευστα και άοσμα δεδομένα θα αντικαταστήσουν δεκαετίες ιστορίας και παράδοσης μιας δωρεάν και καθολικής παιδείας. Τώρα η γνώση θα μετριέται σε ψηφιακά δεδομένα που, αν παραστεί ανάγκη, μπορούν να σβηστούν και να αντικατασταθούν από ακόμα ψυχρότερους διαδόχους εν μία νυκτί. Αγγίζω καμιά φορά εκείνο το παλιό βιβλίο Κοσμογραφίας πάνω στο ράφι της βιβλιοθήκης μου και με πιάνει θλίψη. Νιώθω λύπη και αγωνία για τα σημεία των καιρών. Νιώθω ένοχη για όλα εκείνα τα παιδιά που πληρώνουν τις αμαρτίες των γονέων τους σε έναν παράλογο και σκληρό Κόσμο και για όλα εκείνα τα βιβλία που δεν θα προκύψουν ποτέ ως καρποί μιας φυσιολογικής γέννας.
Αντίο κουκουβάγια. Ένα βιβλίο του Οργανισμού κοστίζει κατά μέσο όρο 0,70 ευρώ και παρέχεται δωρεάν σε όλα τα Ελληνόπουλα. Ο μισθός ενός τροϊκανού επόπτη της Ελλάδας ανέρχεται σε έως και 30.000 ευρώ και πληρώνεται από όλους τους Έλληνες φορολογούμενους. Λάθος αντίο λέμε.

*Η Μαρία Πετρίτση είναι συγγραφέας

 

Σχόλια

Σου άρεσε αυτό το άρθρο; Ενίσχυσε οικονομικά την προσπάθειά μας!