Ο Δρόμος συνεχίζει και επιμένει στην εμπεριστατωμένη ανάλυση και επιχειρηματολογία γύρω από σημαντικές αλλαγές και αναδιαρθρώσεις που συμβαίνουν, σε όλους τους τομείς. Συγκεκριμένα έχουμε δώσει μεγάλο βάρος στην ονομαζόμενη Τετάρτη Βιομηχανική Επανάσταση και τη Μεγάλη Επανεκκίνηση, στην πανδημία και τη διαχείρισή της, στο σχέδιο Ελλάδα 2.0 και βεβαίως στον νομοσχέδιο για τα εργασιακά που ψηφίστηκε πρόσφατα στη Βουλή.
Σήμερα, παρουσιάζουμε ένα άκρως ενδιαφέρον άρθρο του εργατολόγου κ. Νίκου Ρουκλιώτη που αποδεικνύει το τι απομένει από το εργατικό δίκαιο μετά από την ψήφιση αυτού του νόμου, το τι αλλαγές επιφέρει ειδικά στη συλλογική υπόσταση των εργαζομένων και ποια είναι η σύνδεσή του με το σχέδιο Ελλάδα 2.0.
Η συγκεκριμένη ανάλυση δίνει άλλη βαρύτητα στην πειθώ και τα εργαλεία που χρειαζόμαστε για να μπορούμε να κινηθούμε και να αντιδρούμε σε πολιτικές που καλυμμένες πίσω από τη μαγική λέξη «ψηφιοποίηση» θέλουν να δείχνουν πως εναρμονίζονται με κάποιες αντικειμενικές παραγωγικές εξελίξεις, ενώ συμβαίνει ακριβώς το αντίθετο: αντί να απελευθερώνεται χρόνος για τον εργαζόμενο (πράγμα που επιτρέπει η επιστημονική και τεχνική ανάπτυξη) βλέπουμε αυτός να φυλακίζεται ακόμα περισσότερο, να παρατείνεται η «ποινή» του και να εξανδραποδίζεται στην κυριολεξία.
Ο Νίκος Ρουκλιώτης ασκεί μάχιμη δικηγορία ως εργατολόγος από το 2015 περίπου, ασχολούμενος κυρίως με ζητήματα συλλογικού εργατικού δικαίου και συνδικαλιστικού δικαίου (απεργία, συλλογικές συμβάσεις εργασίας και διαιτησία).

Κριτικές σκέψεις για το «νέο» Συλλογικό Εργατικό Δίκαιο

του Νίκου Ρουκλιώτη

 Το άρθρο αυτό αφιερώνεται στον αγαπημένο μου Δάσκαλο,
Δ. Τραυλό – Τζανετάτο, που μου ενέπνευσε την αγάπη στο Εργατικό Δίκαιο

Εισαγωγικές παρατηρήσεις

Το νέο εργασιακό νομοσχέδιο φαίνεται να ολοκληρώνει την αντιμεταρρύθμιση στο εργατικό δίκαιο που απεργάζεται η κυβέρνηση από την πρώτη στιγμή μετά την εκλογή της όταν έσπευσε να καταργήσει τις προστατευτικές διατάξεις που συνδέονταν με την προϋπόθεση του βάσιμου λόγου για τη απόλυση και τη συνευθύνη εργολάβου – υπεργολάβου και εργοδότη και εν συνεχεία όπως αυτή συντελέστηκε με το Ν. 4635/2019 (Νόμο Βρούτση), καρδιά του οποίου ήταν η ευρεία υποκατάσταση των Συλλογικών Συμβάσεων Εργασίας («ΣΣΕ») και Διαιτητικών Αποφάσεων («Δ.Α.») από ατομικές συμβάσεις εργασίας (βλ. Δ. Τραυλού – Τζανετάτου, «Οι εργασιακές σχέσεις μετά την “έξοδο” από τα μνημόνια – Ένας πρώτος κριτικός απολογισμός», Δρόμος της Αριστεράς, 24/10/2019). Έτσι με το νόμο Βρούτση εισήχθη αυξημένο δίκτυ εξαιρέσεων ως προς την κανονιστική εμβέλεια των κλαδικών ιδίως ΣΣΕ και ακρωτηριάστηκε σχεδόν ολικά το δικαίωμα μονομερούς προσφυγής στη διαιτησία, αφού από κανόνας σε περίπτωση αποτυχίας της συλλογικής διαπραγμάτευσης και της μεσολάβησης μετατράπηκε σε εξαίρεση που αφορά αποκλειστικά και μόνο επιχειρήσεις κοινής ωφελείας και δημόσιου χαρακτήρα. Στην πραγματικότητα, η Αντιμεταρρύθμιση που απεργάζεται η Κυβέρνηση και το σχέδιο ολικής αποδιάρθρωσης των εργασιακών σχέσεων και απορρύθμισης του Εργατικού Δικαίου έχει σε μεγάλο βαθμό συντελεστεί με τον παραπάνω νόμο που ανέδειξε σε κυρίαρχο διαπλαστικό παράγοντα διαμόρφωσης των όρων εργασίας την ατομική σύμβαση εργασίας, όπου κυριαρχεί η καταθλιπτική υπεροχή και παντοδυναμία του εργοδότη (βλ. Α. Καζάκου, «Το σχέδιο Ελλάδα 2.0 για την εργασία», Ημερησία, 07/04/2019, του ίδιου, «Το νέο δίκαιο των σ.σ.ε. και της διαιτησίας – Από τις συλλογικές ρυθμίσεις στην ενίσχυση του ρόλου της ατομικής σύμβασης εργασίας», Επιθεώρηση Εργατικού Δικαίου, Τ. 79, Τ. 1, 2020, σ. 47). Τα καίρια χειρουργικής φύσεως πλήγματα που δέχτηκε ο ίδιος ο πυρήνας της συλλογικής αυτονομίας, το σύστημα δηλαδή της ρύθμισης των όρων εργασίας με συλλογικές συμβάσεις εργασίας και διαιτητικές αποφάσεις, όπως αυτά συνδέονταν με την κατάργηση της αρχής της ευνοίας, την υποχώρηση των κλαδικών ΣΣΕ προς όφελος των επιχειρησιακών που θα συνάπτονταν από Ενώσεις Προσώπων, την κατάργηση της κήρυξης γενικά υποχρεωτικής μιας κλαδικής ή ομοιοεπαγγελματικής ΣΣΕ με υπουργική απόφαση, τον περιορισμό της μετενέργειας και την κατάργηση του δικαιώματος μονομερούς προσφυγής στη διαιτησία είχαν ως βασικό σκοπό την μετατόπιση του κέντρου βάρους από τη συλλογική στην ατομική διαπραγμάτευση, όπου εκ των πραγμάτων επιβάλλεται η θέληση του εργοδότη.

Η στρατηγική αυτή οδήγησε αναπότρεπτα στην μετάλλαξη του Εργατικού Δικαίου και στην αλλοίωση του προστατευτικού έναντι της εργασίας χαρακτήρα του με άμεση συνέπεια την υποβάθμιση της εργασίας. Με δεδομένο, δε, τον καθοριστικό ρόλο που διαδραματίζει το σύστημα συλλογικής αυτονομίας στην πραγμάτωση της προστατευτικής αξίωσης του Εργατικού Δικαίου «η μετάλλαξη αυτή διαχέεται σε ολόκληρο το θεσμικό σύστημα διασφάλισης εργατοδικαιικής προστασίας» (βλ. Δ. Τραυλού – Τζανετάτου, «Εργατικό Δίκαιο: από την κρίση στη μετάλλαξη – Προβολή ενός δυστοπικού μέλλοντος», ΕΕΡΓΔ, Τ. 76/2017, Τ. 1, σ. 1 επ., του ίδιου, «Το Εργατικό δίκαιο στην 4η βιομηχανική επανάσταση», σ. 156 επ.). Η σχεδόν μονομανής νεοφιλελεύθερη αντίληψη ότι με τις μεταρρυθμίσεις αυτές θα ενισχύονταν η ανταγωνιστικότητα της οικονομίας καταρρίφθηκε από την ίδια την πραγματικότητα, δοθείσης της περαιτέρω ύφεσης της ελληνικής οικονομίας και της δραματικής αύξησης της ανεργίας με τρόπο που εύλογα να μπορεί να χαρακτηριστεί η ελληνική κρίση ως ανθρωπιστική και κοινωνική καταστροφή. Η λήξη του μεσοπροθέσμου τον Αύγουστο 2018 και η κατ’ επίφαση επαγγελία της εξόδου από τα μνημόνια συνδέθηκε με την έστω και κολοβή επαναφορά των συλλογικών διαπραγματεύσεων, όμως η σημερινή κυβέρνηση έσπευσε με την εκλογή της να προβεί κατ’ επιλογή πλέον και όχι υπό την μέγγενη των μνημονιακών υποχρεώσεων στην εκ νέου κατάλυση της συλλογικής αυτονομίας και την περαιτέρω αποδιάρθρωση των εργασιακών σχέσεων. Η συγκυρία της πανδημίας που ακολούθησε δεν θα μπορούσε να χαρακτηριστεί ως αιτία της κρίσης, αλλά ως αφορμή και χρυσή ευκαιρία για το βάθεμα των κοινωνικών επιπτώσεων της κρίσης ιδίως στην αγορά της εργασίας. Έτσι, η επίθεση της κυβέρνησης στο πεδίο των δημοκρατικών δικαιωμάτων και ελευθεριών με την μετατροπή του ζητήματος της δημόσιας υγείας σε ζήτημα δημόσιας τάξης, τη στρατηγική της έντασης, τη περιστολή των δημοκρατικών ελευθεριών και κυρίως τους αντισυνταγματικούς χουντικής έμπνευσης περιορισμούς στο δικαίωμα της συνάθροισης για τις διαδηλώσεις συνδέεται και προχωράει παράλληλα με την ενορχηστρωμένη επίθεση της κυβέρνησης εναντίον του κόσμου της εργασίας.

Στις συνθήκες αυτές, το νέο εργασιακό νομοσχέδιο έρχεται επί της ουσίας να αποτελέσει εφαρμογή του ΣΧΕΔΙΟΥ ΠΙΣΣΑΡΙΔΗ και του ΣΧΕΔΙΟΥ ΕΛΛΑΔΑ 2.0 που συγκροτούν τη στρατηγική για την περαιτέρω εμβάθυνση στην ευελιξία της εργασίας στο πλαίσιο της ευαγγελιζόμενης «μεγάλης επανεκκίνησης» (βλ. Δ. Τραυλού – Τζανετάτου, «Η μεγάλη επανεκκίνηση: Ο καπιταλισμός σε κρίσιμο σταυροδρόμι», Δρόμος της Αριστεράς. Η έκθεση Πισσαρίδη αποτελεί επί της ουσίας τον οδικό χάρτη για το πως πρέπει να λειτουργήσει η οικονομία τη μεταμνημονιακή εποχή με σαφή εξειδίκευση των μεταμνημονιακών υποχρεώσεων που έχει αναλάβει η χώρα έναντι των δανειστών έως το 2020. Στρατηγικός στόχος του νομοσχεδίου είναι η μετατόπιση του κέντρου βάρους από τη συλλογική στην ατομική διαπραγμάτευση, έτσι ώστε οι όροι εργασίας σταδιακά να καταστούν εξ ολοκλήρου προϊόν υπαγόρευσης και επιβολής του εργοδότη, χωρίς την παρεμβολή των συνδικαλιστικών οργανώσεων. Ο στόχος αυτός υλοποιείται κατά κύριο λόγο με καίρια χτυπήματα που βάλλουν κατά του δικαιώματος συνδικαλιστικής δράσης και των συνδικαλιστικών ελευθεριών, ιδίως δε κατά του απεργιακού δικαιώματος, στην έρευνα του οποίου πρωτοποριακό είναι το έργο του Δ. Τραυλού – Τζανετάτου.

Η υποχρέωση εγγραφής των συνδικαλιστικών οργανώσεων στο Ψηφιακό Μητρώο ως όρος για την ανάπτυξη συνδικαλιστικής δράσης

1. Έτσι, με το νομοσχέδιο καθίσταται υποχρεωτική η καταχώριση των συνδικαλιστικών οργανώσεων πλέον στο Γενικό Μητρώο Συνδικαλιστικών Οργανώσεων Εργαζομένων (ΓΕ.ΜΗ.Σ.Ο.Ε.), το οποίο τηρείται στο πληροφοριακό σύστημα ΕΡΓΑΝΗ και η υποχρέωση ανάρτησης σε ψηφιακή μορφή στο ΓΕΜΗΣΟΕ εκ μέρους των συνδικαλιστικών οργανώσεων των νομιμοποιητικών τους εγγράφων και αποφάσεων και συγκεκριμένα του καταστατικού τους, του αριθμού των μελών, του πίνακα μελών της Διοίκησης, κ.λπ. Η συγκεκριμένη νομοθετική ρύθμιση δεν αποβλέπει προφανώς στην προστασία της αρχής της διαφάνειας στο συνδικαλισμό, όπως παραπειστικά διατείνεται το Υπουργείο Εργασίας, αλλά στη χειραγώγηση του συνδικαλισμού από το κράτος και τον εργοδότη με την εισαγωγή περιορισμών ως προς την άσκηση του συνδικαλιστικού δικαιώματος, την προστασία της συνδικαλιστικής δράσης και κυρίως τη συλλογική ρύθμιση των όρων εργασίας με συλλογικές συμβάσεις εργασίας και διαιτητικές αποφάσεις. Τούτο, δε, καθώς με τη συγκεκριμένη διάταξη που αφορά το ψηφιακό μητρώο των συνδικαλιστικών οργανώσεων και την υποχρέωση εγγραφής τους σε αυτό, ρητά προβλέπεται ότι σε περίπτωση παραβίασης της υποχρέωσης αυτής, αναστέλλεται το δικαίωμα της συνδικαλιστικής οργάνωσης να διαπραγματεύεται συλλογικά και να συνάπτει συλλογικές συμβάσεις εργασίας. Αξίζει να σημειωθεί ότι στην αρχική μορφή του νομοσχεδίου είχε συμπεριληφθεί η πρόβλεψη αναστολής ακόμα και του απεργιακού δικαιώματος για όσο χρόνο υφίσταται η «παράλειψη» ως προς την τήρηση της υποχρέωσης ψηφιακής – ηλεκτρονικής εγγραφής. Με την ίδια διάταξη προβλέπεται ότι σε περίπτωση μη εγγραφής της συνδικαλιστικής οργάνωσης στο ΓΕΜΗΣΟΕ αναστέλλεται η προστασία των συνδικαλιστικών στελεχών έναντι της απόλυσης και της μετάθεσης. Ειδικότερα, προβλέπεται ότι για την προστασία των συνδικαλιστικών στελεχών αυτή αναστέλλεται, αφού παρέλθουν δέκα ημέρες από τις αρχαιρεσίες και από τη συγκρότηση του Διοικητικού Συμβουλίου σε σώμα και εφόσον δεν έχει υποβληθεί στο ΓΕΜΗΣΟΕ είτε το πρακτικό εκλογής, όπου εμφαίνεται και η σειρά εκλογής των εκλεγμένων, είτε η απόφαση συγκρότησης. Περαιτέρω, δε, προβλέπεται ότι σε περίπτωση μη εγγραφής του σωματείου στο ΓΕΜΗΣΟΕ ή μη κατάθεσης των νομιμοποιητικών εγγράφων του σωματείου σε αυτό αναστέλλεται και δεν καταβάλλεται οποιαδήποτε χρηματοδότηση της συνδικαλιστικής οργάνωσης από κρατικούς ή συγχρηματοδοτούμενους πόρους.

Μάλιστα, δε, από την εγγραφή των συνδικαλιστικών οργανώσεων στο ψηφιακό μητρώο ΓΕΜΗΣΟΕ εξαρτάται πλέον και η διακρίβωση της αντιπροσωπευτικότητας, αφού με τη διάταξη του άρθρου 96 του επίμαχου νομοσχεδίου προβλέπεται ότι η ανεύρεση του αριθμού των εργαζομένων που ψήφισαν στις τελευταίες αρχαιρεσίες, ως μόνο και αποκλειστικό πλέον κριτήριο της αντιπροσωπευτικότητας θα προσδιορίζεται με βάση τα στοιχεία που προκύπτουν από το ΓΕΜΗΣΟΕ. Σημειωτέον ότι κατά πάγια νομολογία διερευνάται και το ποιοτικό κριτήριο, το οποίο εξαρτάται από την εκπροσώπηση των εργαζομένων από το σωματείο. Δεν θα ήταν υπερβολή να λεχθεί ότι από την Επιτροπή του άρθρου 15 Ν. 1264/1982 που μέχρι σήμερα ήταν αρμόδια για την κρίση περί αντιπροσωπευτικότητας του σωματείου και η οποία με το νομοσχέδιο έκτρωμα καταργείται, πλέον μεταβαίνουμε στο ψηφιακό μητρώο ως λυδία λίθο του συνδικαλιστικού κινήματος ακόμα και ως προς τη διακρίβωση της αντιπροσωπευτικότητας.

Καθίσταται σαφές ότι με τη συγκεκριμένη ρύθμιση κατά το βαθμό που γίνεται υποχρεωτική η εγγραφή των σωματείων και η ανάρτηση των νομιμοποιητικών τους εγγράφων σε ψηφιακό μητρώο εγείρονται ανυπέρβλητα προσκόμματα όχι μόνο στην άσκηση συνδικαλιστικής δράσης, αλλά στην εκπλήρωση της ίδιας της καταστατικής σύμφωνα με το Σύνταγμα αποστολής των συνδικάτων να συνάπτουν συλλογικές συμβάσεις εργασίας. Πολύ περισσότερο, η υποχρέωση εγγραφής των σωματείων και των νομιμοποιητικών τους εγγράφων (στα οποία περιλαμβάνεται ακόμα και ο αριθμός μελών!) σε ψηφιακό μητρώο, του οποίου διαχειριστής είναι το κράτος, εισάγει επί της ουσίας μια ανεπίτρεπτη επέμβαση στην εσωτερική αυτονομία των σωματείων, με «ανομολόγητο» σκοπό τη χειραγώγηση της συνδικαλιστικής τους δράσης και την παρακώλυση της ελεύθερης λειτουργίας τους σύμφωνα με τη δημοκρατική αρχή που διέπει το Σύνταγμα. Ως εκ τούτου, πρόκειται για μια καταφανώς αντισυνταγματική ρύθμιση που προσβάλλει τον ίδιο τον πυρήνα του θεμελιακού δικαιώματος του συνδικαλίζεσθαι και της συλλογικής αυτονομίας, η οποία αποτελεί την κεντρική συνιστώσα του.

2. Στο ίδιο μήκος κύματος κινείται και η πρόβλεψη του νομοσχεδίου (άρθρο 84) για την τήρηση εκ μέρους των συνδικαλιστικών οργανώσεων ψηφιακών βιβλίων και συγκεκριμένα του μητρώου μελών, των πρακτικών συνεδριάσεων των Γενικών Συνελεύσεων των μελών, των πρακτικών συνεδρίασης διοίκησης, του ταμείου, όπου καταχωρίζονται κατά χρονολογική σειρά όλες οι εισπράξεις και οι πληρωμές, της περιουσίας και καταγράφονται όλα τα κινητά και ακίνητα περιουσιακά στοιχεία της συνδικαλιστικής οργάνωσης. Μάλιστα με την ίδια ρύθμιση προβλέπεται ότι όχι μόνο τα μέλη, αλλά και οποιοσδήποτε τρίτος με έννομο συμφέρον έχει δικαίωμα να λάβει γνώση των παραπάνω στοιχείων. Πρόκειται για μια ακόμα ρύθμιση που ουσιαστικά σκοπεύει στην παρακώλυση της ελεύθερης λειτουργίας των σωματείων, την παρεμπόδιση της συνδικαλιστικής τους δράσης και τη νομιμοποίηση επεμβάσεων είτε εκ μέρους του κράτους είτε εκ μέρους του εργοδότη στη συνταγματικά προστατευόμενη εσωτερική αυτονομία των συνδικάτων. Είναι ενδεικτικό το γεγονός ότι με την ίδια διάταξη προβλέπεται ότι η μορφή των ψηφιακών βιβλίων θα καθορίζεται όχι από το σωματείο, όπως θα ανέμενε κανείς σε μια ευνομούμενη αστικοδημοκρατική χώρα, αλλά από το Υπουργείο Εργασίας!

Η υποχρέωση εγγραφής των σωματείων και των νομιμοποιητικών τους εγγράφων (στα οποία περιλαμβάνεται ακόμα και ο αριθμός μελών!) σε ψηφιακό μητρώο, του οποίου διαχειριστής είναι το κράτος, εισάγει επί της ουσίας μια ανεπίτρεπτη επέμβαση στην εσωτερική αυτονομία των σωματείων, με «ανομολόγητο» σκοπό τη χειραγώγηση της συνδικαλιστικής τους δράσης και την παρακώλυση της ελεύθερης λειτουργίας τους

Υποχρέωση πρόβλεψης ηλεκτρονικής ψηφοφορίας

1.Περαιτέρω, με τη διάταξη του άρθρου 86 εισάγεται κατ’ αρχήν η δυνατότητα της «εξ αποστάσεως ψήφου» και προβλέπεται ειδικά για τη συζήτηση και τη λήψη απόφασης κήρυξης απεργίας η φυσική ή εξ αποστάσεως ψήφος τουλάχιστον του ενός δεύτερου (1/2) των οικονομικώς τακτοποιημένων μελών. Επίσης εισάγεται κατά τρόπο υποχρεωτικό η δυνατότητα της εξ αποστάσεως συμμετοχής και ψήφου των μελών στις γενικές συνελεύσεις με την υποχρέωση πρόβλεψης από το καταστατικό της δυνατότητας ηλεκτρονικής ψηφοφορίας.

2.Η καθιέρωση της υποχρεωτικής ηλεκτρονικής ψηφοφορίας και ειδικότερα η υποχρέωση των συνδικαλιστικών οργανώσεων να παρέχουν υποχρεωτικά στα μέλη τους τη δυνατότητα ηλεκτρονικής εξ αποστάσεως ψηφοφορίας προβλέπεται με τη διάταξη του άρθρου 87 που τροποποιεί τη διάταξη του άρθρου 13 του Ν. 1264/1982. Η διάταξη αυτή υποκρύπτει τον κίνδυνο υποβάθμισης έως και περιθωριοποίησης της μέσω φυσικής παρουσίας ψηφοφορίας, ιδίως στην περίπτωση της απόφασης που αφορά κήρυξη απεργίας, πράγμα που οδηγεί σε εξασθένιση της αρχής της συλλογικής αλληλεγγύης και τελικά υπονόμευσης της συλλογικής συνδικαλιστικής δράσης, πολλώ δε μάλλον πολλαπλής κρίσης των συνδικάτων (βλ. Δ. Τραυλού – Τζανετάτου, «Οικονομική κρίση και εργατικό δίκαιο», σ. 181 επ.). Παρά, λοιπόν, τις διακηρύξεις της Κυβέρνησης περί δήθεν επιδίωξης αποκατάστασης της διαφάνειας στο συνδικαλισμό, στην πραγματικότητα, μόλις και μετά βίας, υποκρύπτεται η νομοθετική βούληση για χειραγώγηση, εξατομίκευση και απομαζικοποίηση της συνδικαλιστικής δράσης καθώς και δυσχέρανσης μέχρις αχρήστευσης του ήδη βαριά τραυματισμένου απεργιακού δικαιώματος. Εξάλλου δεν πρέπει να διαφεύγει της προσοχής το γεγονός ότι η νέα διαδικασία λήψης απόφασης είναι εκτεθειμένη σ’ όλους τους κινδύνους που εμπεριέχονται εγγενώς στις ψηφιακές ψηφοφορίες, ιδίως δε αναφορικά με την ασφάλεια, την ιδιωτικότητα, τη μυστικότητα και τη γνησιότητα της ψήφου. Πολλώ μάλλον καθώς αναφύονται δυσχερή νομικά ζητήματα, αφού με την ηλεκτρονική ψηφοφορία είναι αδύνατο να διακριβωθεί όχι μόνο η ύπαρξη απαρτίας, αλλά και η ίδια η γνησιότητα της ψήφου, δεδομένου ότι καταλείπεται ανοιχτό το ενδεχόμενο να ψηφίζει ακόμα και ο εργοδότης αντί του εργαζομένου (για τους κινδύνους αυτούς βλ. Δ. Τραυλού – Τζανετάτου, «Η ηλεκτρονική ψηφοφορία για την κήρυξη απεργίας», slpress.gr, 19/11/2019).

Απορρύθμιση της ειδικής συνδικαλιστικής προστασίας

1. Παρά τον ψευδεπίγραφο τίτλο «προστασία συνδικαλιστικής δράσης» το άρθρο 88 του νομοσχεδίου καταφέρει ισχυρά πλήγματα στην υφιστάμενη προστασία των συνδικαλιστικών στελεχών, η οποία αποτελεί μια από τις σημαντικότερες κατακτήσεις του συνδικαλιστικού κινήματος. Τούτο, δε, διότι, α) μειώνεται δραστικά ο αριθμός των προστατευόμενων ιδρυτικών μελών του σωματείου, β) μειώνεται ο αριθμός των προστατευόμενων μελών της Διοίκησης και γ) αίρεται η ειδική προστασία των συνδικαλιστικών στελεχών έναντι της απόλυσης.

2. Ειδικότερα, αναφορικά με την προστασία των συνδικαλιστικών στελεχών λαμβάνει χώρα μια καταλυτική παρέμβαση σε μια από τις κεντρικότερες κατακτήσεις του Ν. 1264/1982. Πιο συγκεκριμένα, αίρεται πλήρως το ειδικό καθεστώς του άρθρου 14 παρ. 10 Ν. 1264/1982, το οποίο επέτρεπε. Αυτό έρχεται σε πλήρη αντίθεση με το προϋφιστάμενο καθεστώς, το οποίο επέτρεπε την απόλυση μόνο για συγκεκριμένους λόγους. Έτσι, σύμφωνα με το προϋφιστάμενο του νομοσχεδίου καθεστώς, η απόλυση επιτρεπόταν μόνο σε περίπτωση συνδρομής ενός εκ των πέντε περιοριστικά αναφερόμενων λόγων, δηλαδή: α) στη διάπραξη απάτης με χρήση πλαστών πιστοποιητικών για απόσπαση μεγαλύτερης αμοιβής από τον εργοδότη, β) στην αποκάλυψη βιομηχανικών του εργοδότη προς τρίτους από το συνδικαλιστικό στέλεχος, γ) στην πρόκληση σωματικής βλάβης, εξύβρισης ή απειλής του εργοδότη, δ) στην άρνηση εκτέλεσης εργασίας από το συνδικαλιστικό στέλεχος και ε) στην αδικαιολόγητη απουσία από την εργασία για επτά τουλάχιστον ημέρες. Το σύστημα αυτό προστασίας αντικαθίσταται, μέσω παραπομπής στην διάταξη του άρθρου 15 παρ. 1 Ν. 1483/1984, από την απεριόριστη δυνατότητα απόλυσης με την επίκληση σπουδαίου λόγου.

Έτσι, ακόμα και στην περίπτωση που ο εργοδότης θεωρεί ότι ο εργαζόμενος έχει κλονίσει την εμπιστοσύνη του, διότι προσέφυγε στην Επιθεώρηση Εργασίας για τη διεκδίκηση των δεδουλευμένων του ή κατέθεσε ως μάρτυρας για συνάδελφό του σε Δικαστήριο, θα μπορεί ανεμπόδιστα πλέον με βάση την ανωτέρω ρύθμιση του νομοσχεδίου να προβαίνει στην απόλυση του συνδικαλιστικού στελέχους.

3. Επίσης, σημαντικό πλήγμα κατά της προστασίας της συνδικαλιστικής δράσης αποτελεί η κατάργηση του άρθρου 14 παρ. 9, που για την μετάθεση προϋπέθετε τη συγκατάθεση της συνδικαλιστικής του οργάνωσης και σε περίπτωση διαφωνίας αυτής, την παροχή άδειας από την Επιτροπή Προστασίας Συνδικαλιστικών Στελεχών του άρθρου 15 Ν. 1264/1982, η οποία επίσης καταργείται. Σημειωτέον ότι ο ρόλος της καταργηθείσας Επιτροπής του άρθρου 15 Ν. 1264/1982 ήταν καταλυτικής σημασίας για την προστασία των συνδικαλιστικών στελεχών έναντι της απόλυσης και της μετάθεσης και για την ίδια τη συνδικαλιστική δράση ευρύτερα. Άλλωστε, δεν πρέπει να διαλάθει της προσοχής ότι με την ίδια ρύθμιση θεσμοθετείται διαδικασία express με εφαρμογή των προβλέψεων του άρθρου 22 παρ. 4 του Ν. 1264/1982, που αφορά τις απεργιακές αγωγές, οι οποίες εκδικάζονται με σύντμηση προθεσμιών και η συζήτησή τους γίνεται στην πράξη με όρους εκδίκασης προσωρινών διαταγών, με ό, τι αυτό συνεπάγεται για την αξιοπιστία και την αμεροληψία των συγκεκριμένων δικαστικών αποφάσεων.

4. Συμπερασματικά, με τις επίμαχες ρυθμίσεις ο εργοδότης θα μπορεί επικαλούμενος απλώς και μόνο την ύπαρξη σπουδαίου λόγου (μπορεί να είναι οποιοσδήποτε κατ’ εκτίμησή του λόγος, αναγόμενος στον πρόσωπο ή τη συμπεριφορά του συνδικαλιστικού στελέχους), χωρίς την υποβολή προηγούμενης μήνυσης και χωρίς την τήρηση της διαδικασίας της Επιτροπής του άρθρου 15 Ν. 1264/1982 να προβαίνει στην απόλυση του συνδικαλιστικού στελέχους, με ό, τι αυτό συνεπάγεται για την προστασία της συνδικαλιστικής δράσης και την μαχητικότητα των συνδικαλιστών ως προς την άσκηση των συνδικαλιστικών δικαιωμάτων, αφού πλέον η ανάπτυξη της συνδικαλιστικής τους δράσης θα τελεί υπό τη δαμόκλειο σπάθη της ουσιαστικά μη υποκείμενης σε σοβαρούς περιορισμούς απόλυσης.

Η προϊούσα αυτή μετάλλαξη του Εργατικού Δικαίου διαμορφώνει για τον κόσμο της εργασίας ένα δυστοπικό περιβάλλον, το οποίο ενισχύεται από την παγιωμένη κατάσταση εκφυλισμού των συνδικάτων και της κρίσης της πολιτικής εκπροσώπησης των εργαζομένων

Η εμβόλιμη διάταξη με σκοπό την αποστέρηση των εργαζομένων στους ιδιωτικούς ραδιοτηλεοπτικούς σταθμούς από τις συλλογικές ρυθμίσεις εργασίας

Εν συνεχεία, άξια ιδιαίτερης επισήμανσης είναι η διάταξη του άρθρου 92, με την οποία τροποποιείται το άρθρο 19 του ν. 1264/1982, και η οποία αφορά τον προσδιορισμό των επιχειρήσεων κοινής ωφελείας. Ειδικότερα, με τη ρύθμιση αυτή αφαιρούνται κατά τρόπο φωτογραφικό από τη συμπερίληψη στις επιχειρήσεις κοινής ωφέλειας, οι επιχειρήσεις ραδιοφωνίας – τηλεόρασης. Πρόκειται για εμβόλιμη τροποποίηση, η οποία προφανώς και είναι προϊόν υπαγόρευσης των ιδιοκτητών τηλεοπτικών σταθμών, με την οποία σκοπείται όχι προφανώς η διευκόλυνση των σωματείων σε αυτές τις επιχειρήσεις για την άσκηση του απεργιακού δικαιώματος, λαμβανομένων υπόψη των περιορισμών στην άσκηση του απεργιακού δικαιώματος για τα σωματεία σε επιχειρήσεις κοινής ωφέλειας. Αντιθέτως, επιδιώκεται η αποστέρηση από τα σωματεία στο χώρο της ραδιοφωνίας, του τύπου και της τηλεόρασης του δικαιώματος μονομερούς προσφυγής στη διαιτησία, που με τον ν. 4635/2019 περιορίστηκε αποκλειστικά και μόνο στα σωματεία που δραστηριοποιούνται σε επιχειρήσεις κοινής ωφέλειας ή δημόσιου χαρακτήρα. Δεν είναι τυχαίο το γεγονός ότι κατά τη διάρκεια εφαρμογής του Ν. 4635/2019 τα μόνα σωματεία που επέτυχαν στο πλαίσιο του Οργανισμού Μεσολάβησης και Διαιτησίας («ΟΜΕΔ») τη συλλογική ρύθμιση των όρων εργασίας των εργαζομένων – μελών τους με διαιτητικές αποφάσεις ήταν αυτά της «Ένωσης Τεχνικών Ιδιωτικής Τηλεόρασης Αττικής (ΕΤΙΤΑ)» και της «Ένωσης Τεχνικών Ελληνικής Ραδιοφωνίας (ΕΤΕΡ)», δηλαδή τα σωματεία των εργαζόμενων τεχνικών στους ιδιωτικούς τηλεοπτικούς και ιδιωτικούς ραδιοφωνικούς σταθμούς. Η εμβαλωματικού χαρακτήρα αυτή ρύθμιση στο κεφάλαιο που αφορά τις επιχειρήσεις κοινής ωφέλειας, στις οποίες η απεργία υπόκειται εκ της φύσεως της ως ζημιογόνο δικαίωμα σε συγκεκριμένους και αυστηρούς περιορισμούς, βάλλει κυρίως κατά του δικαιώματος μονομερούς προσφυγής στη διαιτησία για τα σωματεία των εργαζομένων στη ραδιοφωνία και την τηλεόραση, γεγονός που αποδεικνύει την άμεση εξάρτηση της Κυβέρνησης από την «τέταρτη εξουσία» των καναλαρχών.

Απορρύθμιση του απεργιακού δικαιώματος

1. Άξια ιδιαίτερης υπογράμμισης είναι οι απορρυθμιστικές παρεμβάσεις της Κυβέρνησης στο ήδη βαριά τραυματισμένο δικαίωμα της απεργίας (βλ. για τις παρεμβάσεις αυτές οξεία κριτική Δ. Τραυλού – Τζανετάτου, «Πως το εργασιακό βάζει στο στόχαστρο την απεργία», slpress, 16/06/2021). Πιο συγκεκριμένα, με το άρθρο 93 του νομοσχεδίου εισάγεται στο νόμο 1264/1982 ρύθμιση ειδικά για τους επιθυμούντες να εργαστούν (απεργοσπάστες). Πρόκειται για τη ρύθμιση που προβλέπει το δικαίωμα του εργοδότη να διακόψει την απεργία σε περίπτωση που το απεργούν συνδικάτο δεν λαμβάνει μέτρα προστασίας των απεργοσπαστών! Ειδικότερα, δε, προβλέπεται ότι το σωματείο υποχρεούται να διασφαλίζει την προστασία του δικαιώματος εργασίας των μη απεργών (προφανώς εκ παραδρομής ο νομοθέτης εννοεί την «ελευθερία της εργασίας») εμποδίζοντας την μη άσκηση σωματικής ή ψυχολογικής βίας σε βάρος τους, διαφορετικά η απεργία ως «παράνομη» για το λόγο αυτό θα μπορεί να διακοπεί με δικαστική απόφαση κατόπιν αγωγής του εργοδότη. Περαιτέρω, δε, προβλέπεται η γέννηση αστικής ευθύνης της συνδικαλιστικής οργάνωσης και των μελών του Δ.Σ. σε περίπτωση υπαίτιας παράβασης της ανωτέρω υποχρέωσης!

Στη συγκεκριμένη περίπτωση, το Υπουργείο Εργασίας κατόρθωσε να ξεπεράσει ακόμα και την αντιδραστική – μειοψηφική στο επίπεδο της θεωρίας του εργατικού δικαίου θέση ότι η αρνητική όψη της συνδικαλιστικής ελευθερίας στην αγωνιστική της διάσταση, αποτελεί «ισότιμο δικαίωμα» με τη θετική όψη του δικαιώματος στη συλλογική του μορφή. Τούτο, δε, καθώς με την επίμαχη ρύθμιση, η αρνητική έκφανση της συνδικαλιστικής ελευθερίας αξιώνει αξιολογική προτεραιότητα έναντι του δικαιώματος στην απεργία. Τούτο, δε, διότι οι τυχόν μεμονωμένες ενέργειες ποινικά κολάσιμες ενέργειες από ορισμένους απεργούς θα θεμελιώνουν νόμιμο λόγο διακοπής και απαγόρευσης της απεργιακής κινητοποίησης, ακόμα και στην περίπτωση που έχουν τηρηθεί όλες οι τυπικές και ουσιαστικές προϋποθέσεις για τη νόμιμη άσκηση του δικαιώματος.

Η συγκεκριμένη ρύθμιση, όμως, δεν αφίσταται πολύ από τη «φασιστικής προέλευσης θεωρία της συλλογικής ευθύνης». Τούτο, δε, σε μια τέτοια περίπτωση μέλη του Δ.Σ. και το ίδιο το σωματείο θα μπορούσαν να επωμιστούν ευθύνες που δεν τους ανήκουν. Δεν υπάρχει αμφιβολία ότι πρόκειται για κατάφωρη παραβίαση του Συντάγματος, η οποία δεν παραβιάζει απλώς και μόνο την αρχή της αναλογικότητας, αλλά φτάνει ως την προσβολή του πυρήνα του δικαιώματος και στην παρεμπόδιση της νόμιμης άσκησης του δικαιώματος (άρθρο 23 παρ. 2 του Συντάγματος).

Αξίζει να σημειωθεί στη θέση αυτή ότι ο επίμαχος καταλυτικός της αποτελεσματικής άσκησης του δικαιώματος στην απεργία περιορισμός, φτάνει σε σημείο η δικαστική του απαγόρευση να λαμβάνει χώρα όχι για έκνομες ενέργειες του σωματείου που συνδέονται με την άσκηση του δικαιώματος και το σκοπό του, αλλά για μεμονωμένες ενέργειες απεργών, αναφερόμενες μάλιστα στην αόριστη νομικά και πραγματικά έννοια της άσκησης σωματικής ή ψυχολογικής πίεσης σε μη απεργούς. Ας σημειωθεί, τέλος, το παράδοξο ότι αυτός ο οποίος νομιμοποιείται να κινήσει τη δικαστική διαδικασία απαγόρευσης της απεργίας δεν είναι ο μη απεργός που δήθεν παραβιάστηκε το δικαίωμά του στην εργασία, αλλά ο εργοδότης με την ιδιότητά του ως προστάτης των μη απεργών!

2. Επίσης, ιδιαίτερα προβληματική από συνταγματική σκοπιά είναι η ρύθμιση του άρθρου 94. Ιδιαίτερα, πρόκειται για τη ρύθμιση που αφορά τις συνδικαλιστικές οργανώσεις που κηρύσσουν απεργία στο Δημόσιο, τους ΟΤΑ, τα ΝΠΔΔ και σε επιχειρήσεις κοινής ωφέλειας προβλέπεται σύμφωνα με το άρθρο 3 του Ν. 2224/1994 η διαδικασία του δημόσιου διαλόγου ως πρόσθετη τυπική προϋπόθεση για τη νόμιμη άσκηση του δικαιώματος. Με το υπάρχον νομικό καθεστώς του ν. 2224/1994 ρητά προβλέπονταν η ούτως ή άλλως προβληματική από συνταγματικής σκοπιάς ρύθμιση ότι η διεξαγωγή του δημόσιου διαλόγου δεν αναστέλλει την άσκηση του δικαιώματος της απεργίας. Όμως, με την επίμαχη ρύθμιση προβλέπεται πλέον ότι κατά τη διάρκεια του δημόσιου διαλόγου αναστέλλεται η άσκηση του απεργιακού δικαιώματος. Πρόκειται για μια ακόμα προβληματικότατη από πλευράς Συντάγματος, που τείνει στην ουσιαστική παρεμπόδιση της νόμιμης άσκησης του δικαιώματος, αφού ο δημόσιος διάλογος πέρα από τυπική προϋπόθεση, πλέον λειτουργεί ως μέσο απαγόρευσης της άσκησης του δικαιώματος (βλ. Α. Καζάκου, «Συλλογικό Εργατικό Δίκαιο», σ. 707 επ.).

3. Τέλος, με το άρθρο 95 του νομοσχεδίου που τροποποιεί τη διάταξη του άρθρου 21 του Ν. 1264/1982 εισάγεται ένας ακόμα συνταγματικά ανεπίτρεπτος περιορισμός στην άσκηση του δικαιώματος απεργίας. Ειδικότερα, με την επίμαχη διάταξη προσδιορίζεται πλέον το ποσοστό κάλυψης των στοιχειωδών αναγκών του κοινωνικού συνόλου στο 1/3 της συνήθως παρεχόμενης υπηρεσίας. Πρόκειται για ρύθμιση που αναιρεί τη φύση του δικαιώματος της απεργίας από δικαίωμα πρόκλησης ζημίας (βλ. Α. Καζάκου, «Συλλογικό Εργατικό Δίκαιο», σ. 653) σύμφωνα με το Σύνταγμα, σε δικαίωμα που μπορεί να ασκείται μόνο κατά το μέτρο που δεν προκαλεί ζημία στην παραγωγική λειτουργία της επιχείρησης. Επιπρόσθετα, αφαιρεί από τη ρυθμιστική εξουσία των κοινωνικών ανταγωνιστών ένα σημαντικότατο ζήτημα, που διαχρονικά ρυθμιζόταν στο πλαίσιο συλλογικής σύμβασης εργασίας. Εξάλλου, εγείρονται σοβαρά ζητήματα για την εφαρμογή της συγκεκριμένης διάταξης, αφού ναι μεν προσδιορίζεται το ποσοστό στο οποίο πρέπει να καλύπτονται οι στοιχειώδεις ανάγκες του κοινωνικού συνόλου, αλλά το ποσοστό αυτό δεν μπορεί από μόνο του να συνεπάγεται συγκεκριμένο αριθμό εργαζομένων που πρέπει να ενταχθούν στο προσωπικό ασφαλείας. Στο πλαίσιο αυτό, διευκολύνει την κήρυξη μιας απεργίας ως παράνομης.

Αναστολή εκτέλεσης της διαιτητικής απόφασης που ρυθμίζει συλλογικά τους όρους εργασίας και επιστροφή στις ατομικές συμβάσεις εργασίας

Τέλος, αξίζουν ορισμένες κριτικές παρατηρήσεις για το άρθρο 99, το οποίο προβλέπει την αναστολή εκτέλεσης της διαιτητικής απόφασης σε περίπτωση άσκησης αγωγής μέχρι την τελεσιδικία της δικαστικής απόφασης που θα την κρίνει. Ως γνωστόν, ο κατά τα άλλα όχι στερούμενος προβλημάτων Ν. 4303/2014 που εκδόθηκε σε συμμόρφωση προς την απόφαση της Ολομελείας του ΣτΕ 2307/2014, η οποία έκρινε ότι το δικαίωμα μονομερούς προσφυγής στη διαιτησία απορρέει ευθέως από το Σύνταγμα και ότι η νομοθετική του κατάργηση τυγχάνει αντισυνταγματική, θεσμοθετήθηκε μια μακρά γραφειοκρατική διαδικασία στο πλαίσιο του ΟΜΕΔ με απώτερο σκοπό την αποτροπή της εργατικής πλευράς να προσφύγει μονομερώς στη διαιτησία. Ακόμα και μετά τις αντισυνταγματικές παρεμβάσεις του Νόμου Βρούτση στο πεδίο της διαιτησίας, η οποία μετατράπηκε σε εξαίρεση, εξακολουθούσε η διαιτητική απόφαση να αναπτύσσει κανονιστική ισχύ, δηλαδή άμεση και αναγκαστική ισχύ επί των όρων εργασίας των εργαζομένων που υπάγονταν στο πεδίο εφαρμογής της.

Πλέον, με τη ρύθμιση της διάταξης του άρθρου 99, που τροποποιεί το άρθρο 16Β του ν. 1876/1990, προβλέπεται ότι η άσκηση της αγωγής κατά του κύρους της διαιτητικής απόφασης από τον εργοδότη ή τον εργαζόμενο, αναστέλλει την ισχύ της προσβαλλόμενης συλλογικής σύμβασης εργασίας ή διαιτητικής απόφασης μέχρι την έκδοση τελεσίδικης δικαστικής απόφασης επί της αγωγής. Επί της ουσίας και λαμβανομένης υπόψη της μονοετούς διάρκειας που προσδίδουν οι διαιτητικές επιτροπές του ΟΜΕΔ στις διαιτητικές τους αποφάσεις, έως την τελεσιδικία της δικαστικής απόφασης επί της ως άνω αγωγής, η Δ.Α. θα έχει λήξει και οι όροι εργασίας θα ρυθμίζονται για όλο αυτό το χρονικό διάστημα σε επίπεδο ατομικής διαπραγμάτευσης και σε επίπεδο άσκησης του διευθυντικού δικαιώματος του εργοδότη. Με τον τρόπο αυτό, οι ελάχιστες διαιτητικές αποφάσεις που πρόκειται να εκδοθούν στο μέλλον θα έχουν καταστεί άνευ αντικειμένου με αποτέλεσμα την επιστροφή της ρύθμισης των όρων εργασίας στο επίπεδο των ατομικών συμβάσεων εργασίας. Πρόκειται για έναν ακόμα ανεπίτρεπτο συνταγματικά περιορισμό που έρχεται σε συνέχεια των προβλέψεων του Ν. 4635/2019, ο οποίος μετέτρεψε τη διαιτησία από κανόνα σε περίπτωση αποτυχίας των συλλογικών διαπραγματεύσεων σε εξαίρεση που αφορά μόνο τις επιχειρήσεις κοινής ωφέλειας, και ο οποίος τείνει στην ολική κατάλυση του συνταγματικού δικαιώματος της μονομερούς προσφυγής στη διαιτησία και ενώ αυτό αναγνωρίστηκε πανηγυρικά με την απόφαση 2307/2014 της Ολομέλειας του ΣτΕ (βλ. Α. Καζάκου, «Το νέο δίκαιο των σ.σ.ε. και της διαιτησίας – Από τις συλλογικές ρυθμίσεις στην ενίσχυση του ρόλου της ατομικής σύμβασης εργασίας», Επιθεώρηση Εργατικού Δικαίου, Τ. 79, Τ. 1, 2020, σ. 91 επ.).

Επίλογος

Η επισκόπηση των παραπάνω μεταβολών στο πεδίο των συνδικαλιστικών δικαιωμάτων και της συλλογικής αυτονομίας δικαιώνει τις αιτιάσεις κατά της κυβέρνησης ότι το συγκεκριμένο νομοσχέδιο αποτελεί εξ ολοκλήρου και παρά τις όποιες «φιλεργατικές ρυθμίσεις» συγκαλυπτικές του απορρυθμιστικού πνεύματος του όλου νομοθετήματος, προϊόν υπαγόρευσης του Συνδέσμου Ελληνικών Βιομηχανιών (Σ.Ε.Β.), γεγονός που καταδεικνύει το πόσο αγαστά συμπορεύεται το «νέο» Εργατικό Δίκαιο με το «αόρατο χέρι της αγοράς», όταν μάλιστα έχει εδραιωθεί η ιδεολογική και πολιτική κυριαρχία του νεοφιλελευθερισμού σε μια Χώρα που την τελευταία δεκαετία έχει καταστεί «αποικία χρέους». Πράγματι, η προϊούσα αυτή μετάλλαξη του Εργατικού Δικαίου διαμορφώνει για τον κόσμο της εργασίας ένα δυστοπικό περιβάλλον, το οποίο ενισχύεται από την παγιωμένη κατάσταση εκφυλισμού των συνδικάτων και της κρίσης της πολιτικής εκπροσώπησης των εργαζομένων. Λαμβανομένης, δε, της κρίσης που διέρχεται ο νεοφιλελεύθερος παγκοσμιοποιημένος καπιταλισμός και της συνειδητοποίησης από εκλεκτούς εκπροσώπους του συστήματος της ανάγκης απεγκλωβισμού από το ισχύον ακραίο μοντέλο της ανεξέλεγκτα ελεύθερης αγοράς, το «νέο» Εργατικό Δίκαιο που καθιερώνει η κυβέρνηση, εξακολουθεί να εκφράζει ακραίες και ιστορικά πια ξεπερασμένες ιδεοληψίες.

Σχόλια

Σου άρεσε αυτό το άρθρο; Ενίσχυσε οικονομικά την προσπάθειά μας!