Το πρώτο πράγμα που ρωτάει κανείς ακούγοντας άμαθος για τους Έλληνες της Μαριούπολης, είναι πώς βρέθηκαν εκεί. Μάλιστα, σε ένα γεωγραφικό σημείο που δεν ήταν καν στα παράλια της Μαύρης Θάλασσας, αλλά με πλοίο 200 χιλιόμετρα πιο μέσα, στη βόρεια πλευρά της Αζοφικής Θάλασσας, σε ένα κομμάτι της υπερτοπικής στέπας που ξεκινάει από την κεντρική και ανατολική Ευρώπη και φτάνει μέχρι το Βλαδιβοστόκ και το Ουλάν Μπατόρ.

Το ερώτημα είναι εύλογο. Ξέρουμε ή έχουμε ακούσει για τους Έλληνες στην Οδησσό εξ αιτίας της Φιλικής Εταιρίας, ίσως και για τους Έλληνες που κατέφυγαν στη Γεωργία και τη Νότια Ρωσία λόγω των ρωσοτουρκικών πολέμων με κορυφαίο γεγονός την καταστροφή του Ελληνισμού στη Μικρά Ασία που έστειλε μεγάλα κύματα Ελλήνων ανατολικά και βορειοανατολικά της Μαύρης Θάλασσας, στον Καύκασο. Αλλά για τους Έλληνες της Μαριούπολης μέχρι τη δεκαετία του 1990 ελάχιστοι γνώριζαν την ύπαρξή τους. Κι αυτό όχι μόνο λόγω της ιδιαίτερης τοποθεσίας στην οποία βρίσκονταν, αλλά και λόγω του ό,τι ήταν κάτι ξεχωριστό από τη μεγάλη οικογένεια των Ποντίων που θεωρούν ως τόπο καταγωγής τους τον Μικρασιατικό Πόντο, δηλαδή όλο το βόρειο προς ανατολικά κομμάτι της σημερινής Τουρκίας που «βλέπει» στη Μαύρη Θάλασσα. Των Ρωμιών που μετονομάστηκαν απλά σε Πόντιους στην Ελλάδα, με τους κεμεντζέδες (λύρες) και τους χορούς τους, σέρα, τικ, λετσίνα, ομάλ, κότσαρι κ.λπ. Οι Μαριουπολίτες δεν είχαν συγγενείς στην Ελλάδα, ούτε οι γλώσσες τους είναι όμοιες με των Ποντίων.

Αλλά οι Μαριουπολίτες ήταν ξεχωριστοί και από τους Έλληνες τους προερχόμενους από ολόκληρη τη Μικρά Ασία και την Κωνσταντινούπολη, από την Ανατολική Θράκη και το Αιγαίο μέχρι την Ήπειρο, την Πελοπόννησο και το Ιόνιο Πέλαγος, καθώς και από τις ελληνικές παροικίες στα Βαλκάνια και την Ευρώπη, που σε διάφορες φάσεις και με αφορμή διάφορα γεγονότα, εγκαταστάθηκαν και άνοιξαν δουλειές στη Νότια Ρωσία, αρκετοί και στη ρωσική ενδοχώρα.

Οι Έλληνες της Μαριούπολης βασικά ήταν πρόσφυγες, μετανάστες ή έποικοι, ανάλογα με την οπτική γωνία από την οποία τους θωρεί κανείς, που ζούσαν στην Κριμαία μέχρι το 1778, δηλαδή ελληνιστί στην Ταυρική Χερσόνησο. Αυτό είναι το σίγουρο. Το πώς και πότε ακριβώς βρέθηκαν στην Κριμαία δεν έχει ακόμα ταυτοποιηθεί γιατί δεν υπάρχει ομοφωνία των ερευνητών. Πάντως, αντιλαμβάνεται κανείς ότι δεν ήταν χθεσινοί στην Κριμαία, γιατί τα σφυρηλατημένα πολιτισμικά χαρακτηριστικά τους χρειάζονται μεγάλο χρονικό διάστημα συνεχούς παραμονής σε ένα συγκεκριμένο περιβάλλον για να μορφοποιηθούν και να εδραιωθούν, όπως οι γλώσσες που χρησιμοποιούν και δη οι δικές τους, οι πρότυπες. Το επίσης σίγουρο είναι το πότε και πώς έφυγαν από την Ταυρίδα, ενώ υπάρχουν διιστάμενες απόψεις ως προς το γιατί έφυγαν με τον τρόπο που έφυγαν.

Πολυγλωσσία και ορθοδοξία

Τα επίσημα κρατικά ντοκουμέντα με σφραγίδες και οι καταγραμμένες μαρτυρίες αποδεικνύουν ότι 18.395 χιλιάδες Έλληνες, πλαισιωμένοι κι από άλλους χριστιανούς, μετακινήθηκαν με απόφαση και διάταγμα της τσαρίνας Αικατερίνης Β΄, της αποκαλούμενης Μεγάλης, έχοντας επικεφαλής τον Μητροπολίτη Ιγνάτιο. Μέχρι το 1778 κατοικούσαν σε 80 πόλεις, χωριά και οικισμούς σε όλη την Κριμαία. Κοινό τους γνώρισμα δεν ήταν η γλώσσα, γιατί ανάλογα με την κοινότητα στην οποία ανήκαν είχαν ως μητρική γλώσσα πέντε συγγενείς ελληνογενείς διαλέκτους και τέσσερις διαλέκτους της αλταϊκής γλωσσικής οικογένειας, πιο κοντά στα τατάρικα. Μερικοί, ανάλογα με το βαθμό του αλφαβητισμού τους, το επάγγελμα, την τοποθεσία του οικισμού τους κ.λπ., μιλούσαν περισσότερες από μία γλώσσες και διαλέκτους.

Κοινό τους γνώρισμα ήταν αφενός η θρησκεία, όλοι ήταν ορθόδοξοι ανεξάρτητα από τη γλώσσα που μιλούσαν, και αφετέρου –σε συνδυασμό- η εδραιωμένη πεποίθηση, η δική τους και των τρίτων, ότι είναι Έλληνες, Ρωμιοί, Ρουμ, Ουρούμ, Γκρεκ. Με ό,τι μπορεί αυτό να σήμαινε τότε με δεδομένο ότι δεν υπήρχε ακόμα το ελληνικό κράτος ως σημείο αναφοράς, αφού χρειάστηκε να παρέλθουν άλλα πενήντα χρόνια μέχρι να δημιουργηθεί. Σίγουρο επίσης είναι ότι η Ρώσικη Αυτοκρατορία τους αναγνώριζε επισήμως ως Έλληνες και ως Έλληνες τους παραχωρούσε τα προνόμια με τα οποία ξανάρχισαν τη ζωή τους στη Μαριούπολη και την παραζοφική περιοχή.

Εκκρεμές παραμένει αν έφυγαν από τις εστίες τους συναινετικά, μοιρολατρικά ή εξαναγκαστικά. Στοιχεία, άμεσα και έμμεσα, υπάρχουν για όλες τις εκδοχές. Κατ’ αρχήν, το ίδιο το διάταγμα για την μετακίνηση και μετεγκατάστασή τους εκδοθέν από την ίδια την τσαρίνα προσδίδει στο εγχείρημα χαρακτήρα υποχρεωτικό. Δεν είναι, όμως, αβάσιμη και η εκδοχή ότι οι υποσχέσεις και δεσμεύσεις των αρχών που συνοδεύουν το διάταγμα για μια καλύτερη ζωή, μακριά από τους μουσουλμάνους, πιο χριστιανική και πιο εύπορη, είναι πολύ δελεαστικές για να τις αρνηθούν όντας στην πλειονότητά τους φτωχοί αγρότες που ζουν μάλλον στάσιμα στο Βασίλειο των Τατάρων, υποτελές στην Οθωμανική Αυτοκρατορία από το 1475, ανάμεσα σε τουρκογενείς πληθυσμούς που αποτελούν την πλειονότητα των κατοίκων της Κριμαίας. Εξ αυτού του καθεστώτος και η ταταροφωνία πολλών χριστιανών. Χριστιανοί στην Κριμαία είναι και οι Αρμένιοι και οι Γεωργιανοί, αλλά σε μικρότερους αριθμούς από τους Έλληνες.

Εκείνα τα χρόνια, οι απανταχού ορθόδοξοι που κατοικούν στην οθωμανική επικράτεια, αν και υπάγονται στο Πατριαρχείο Κωνσταντινουπόλεως και ασκούν ειρηνικά τη θρησκευτική τους λατρεία λόγω του συστήματος των μιλέτ, προσβλέπουν με θαυμασμό στη Ρώσικη Αυτοκρατορία που είναι μεγάλη χριστιανική δύναμη και βρίσκεται σε διαρκή πολεμική αντιπαράθεση με τους Οθωμανούς. Επιπλέον, με τη Συνθήκη του Κιουτσούκ Καϊναρτζί που έχει συναφθεί με τους Οθωμανούς το 1774, η Ρωσία έχει αποσπάσει πολύ μεγάλες παραχωρήσεις από την Πύλη, ανεβάζοντας ακόμα ψηλότερα την αίγλη και το κύρος της, επ’ ωφελεία και των Ελλήνων που μπορούν πια να ταξιδεύουν και να περνούν ελεύθερα το Βόσπορο με ρώσικη σημαία στα πλοία τους. Εξάλλου, ο ρώσικος στρατός έχει ήδη βάλει στέρεα το πόδι του στην Κριμαία, πριν ακόμα καταλύσει οριστικά το ταταρικό Χανάτο το 1783.

Εξαναγκασμός ή συναίνεση

Μέχρι το 2014, η επίσημη γραμμή της Ομοσπονδίας των Ελληνικών Συλλόγων της Ουκρανίας, με έδρα στη Μαριούπολη, ήταν ότι οι Έλληνες με τη θέλησή τους αναχώρησαν από την Κριμαία με επικεφαλής τον Μητροπολίτη Ιγνάτιο. Μάλιστα, συστηματικά αναδείκνυαν τον θετικό του ρόλο και τιμούσαν ιδιαιτέρως τη μνήμη του. Δύο πελωρίων διαστάσεων αγάλματα του Μητροπολίτη φιλοτεχνημένα από Έλληνες γλύπτες, δραστήρια στελέχη του ελληνικού κινήματος, τοποθετήθηκαν στη Μαριούπολη, το νεότερο στο προαύλιο του «αρχηγείου» του Ελληνισμού της Ουκρανίας στην οδό Ελλήνων.

Μετά από τη βίαιη ανατροπή που επήλθε στο πολιτικό καθεστώς της Ουκρανίας το 2014, και με την «ουκρανοποίηση» που εφαρμόστηκε με ιδιαίτερη έμφαση στα ζητήματα της Ιστορίας και του πολιτισμού, ο Μητροπολίτης Ιγνάτιος έπεσε μάλλον σε δυσμένεια θεωρούμενος πλέον ως ο μοιραίος ηγέτης που υλοποίησε τα σχέδια των Ρώσων αναφορικά με τους Έλληνες πριν από 250 χρόνια. Τα μέλη της διοίκησης της ΟΕΣΟ καθώς προσαρμόζονταν, άλλοι από επιλογή και άλλοι από υποχρέωση, στις κάθε είδους «διορθώσεις» που συνεπαγόταν η «ουκρανοποίηση», σταδιακά τροποποιούσαν τη μέχρι τότε γραμμή για να καταλήξουν τελικά στην αναθεωρημένη εκτίμηση ότι ο Ιγνάτιος έπαιξε το ρόλο που του ανέθεσαν οι Ρώσοι συμβάλλοντας στον εξαναγκασμό των Ελλήνων της Κριμαίας να εγκαταλείψουν τις εστίες τους και να μεταφερθούν στη στέπα της Αζοφικής για να εξυπηρετήσουν την αναπτυξιακή πολιτική της Αυτοκρατορίας στη Νέα Ρωσία.

Προσωπικά, έχοντας κάνει αμέτρητες συζητήσεις με στελέχη του Ελληνισμού και ερευνητές Ρώσους, Ουκρανούς και εντόπιους Έλληνες πάνω σ’ αυτά τα θέματα, τείνω σε μια ενδιάμεση θέση. Θεωρώ ως πιθανότερο ότι υπήρξε και εξαναγκασμός και συναίνεση. Ο εξαναγκασμός επιβεβαιώνεται από το γεγονός ότι η απόφαση μετοίκησης ελήφθη κεντρικά από την ανώτατη ηγεσία της Αυτοκρατορίας, αλλά και από την ταλαιπωρία που συνεπαγόταν η εξαιρετικά δύσκολη μεταφορά χιλιάδων οικογενειών, όσο οργανωμένη και να ήταν, με τα μέσα της εποχής, τα κάρα και τα βόδια σε δρόμους δύσβατους. Σχεδόν ενάμισι χρόνο κράτησε το «ταξίδι» με πολλές απώλειες από τις κακουχίες και το βαρύ χειμώνα. Αντίστοιχα, και η συναίνεση επιβεβαιώνεται από το γεγονός ότι στο νέο τόπο εγκατάστασης δόθηκαν πραγματικά τόσο μεγάλα προνόμια στους Έλληνες που τους αποζημίωσαν και τους έπεισαν ότι η γεωγραφική μετατόπιση δεν ήταν σε βάρος τους.

Συγκεκριμένα, όπως αναφέρει ο Βασίλης Καρδάσης στο βιβλίο του «Έλληνες ομογενείς στη Νότια Ρωσία 1775-1861» (εκδ. Αλεξάνδρεια, 1998), τα κίνητρα ήταν «παραχώρηση γαιών, χορήγηση άτοκου δανεισμού, διευκολύνσεις στην κατασκευή κατοικιών, δεκαετής απαλλαγή από φόρους και μόνιμη απαλλαγή από στρατολογία, αυτοδιοίκηση, εξίσωση με τους Ρώσους υπηκόους…»

Ενδεχομένως ο καταναγκασμός εξαντλήθηκε στον ξεριζωμό και εξισορροπήθηκε στη συνέχεια με εκτενή και παρατεταμένη προνομιακή μεταχείριση των εποίκων στη νέα γη.

Παλιά Μαριούπολη, λεωφόρος Αικατερίνης…

Αναμόρφωση στο Νότο

Η περιοχή της Μαριούπολης ανήκε στη Νέα ή Νότια Ρωσία. Προηγουμένως η περιοχή υπαγόταν στους Τάταρους και την Οθωμανική Αυτοκρατορία, όπως όλη η ζώνη από την Αζοφική Θάλασσα μέχρι τις εκβολές του Δούναβη. Με την κατάληψή της από τη Ρώσικη Αυτοκρατορία, εφαρμόστηκε ένας ταχύρρυθμος, καθολικός, βάσει σχεδίου εποικισμός, με τη δημιουργία μεγάλων σύγχρονων πόλεων και λιμανιών, με εμπορικά κέντρα, βιοτεχνίες, βιομηχανίες και συστηματοποίηση της αγροτικής παραγωγής, από το Ροστόφ και το Ταϊγάνιο ανατολικά, τη Μαριούπολη και το Μπερντιάνσκ στο βόρειο τμήμα της Αζοφικής μέχρι τη Χερσώνα, το Νικολάιεφ και την Οδησσό προς τα δυτικά. Η ζώνη αυτή ήταν μέχρι τότε εξαιρετικά αραιοκατοικημένη με διάσπαρτους μικρούς οικισμούς και στρατιωτικούς σταθμούς των Οθωμανών. Και παρέμεινε σε γενικές γραμμές αραιοκατοικημένη για κάποιο διάστημα, παρ’ όλο που αναπτυσσόταν σταθερά.

Η μεταφορά των Ελλήνων από την Κριμαία αποσκοπούσε ακριβώς σ’ αυτό το σκοπό. Να κατοικηθεί η ζώνη της Νότιας Νέας Ρωσίας από χριστιανικούς πληθυσμούς που θα την καλλιεργήσουν και θα την αναπτύξουν πολύπλευρα ώστε να ενισχυθεί η αμυντική της θωράκιση απέναντι σε μελλοντικές απειλές της Οθωμανικής Αυτοκρατορίας, αλλά και θα δημιουργήσουν μεγάλα και δυναμικά κέντρα που θα αποφέρουν σοβαρά έσοδα στη Ρώσικη Αυτοκρατορία. Όπως και έγινε.

Ειδικά οι Έλληνες, απ’ όπου κι αν προέρχονταν, εντόπιοι και αλλογενείς, θεωρούνταν εκλεκτό κομμάτι αυτού του γιγαντιαίου εγχειρήματος. Όχι μόνο οι Έλληνες από την Κριμαία που ήταν βασικά αγρότες και ανέλαβαν, με κέντρο τη Μαριούπολη, να κατοικήσουν και να αναμορφώσουν εξ ολοκλήρου και αποκλειστικά μια ολόκληρη περιοχή για πολλές δεκαετίες. Πολύτιμοι, αν όχι πολυτιμότεροι για μια μεγάλη και κρίσιμη φάση, ήταν και οι Έλληνες που προστρέξανε από τη Μικρά Ασία, τα Βαλκάνια και την Ευρώπη, ιδίως για το μορφωτικό τους επίπεδο, το εμπορικό τους δαιμόνιο και τον κοσμοπολιτισμό τους, ανταποκρινόμενοι στις άκρως ελκυστικές συνθήκες που προσφέρονταν σ’ αυτούς από τη Ρώσικη Αυτοκρατορία. Αλλάζοντας κτήτορα, από τους Οθωμανούς στους Ρώσους, η Νότια Ρωσία άλλαζε εκ θεμελίων.

Ελληνική πόλη

Οι Ρώσοι είχαν σχεδιάσει με λεπτομέρειες όχι μόνο τις πόλεις που χτίζονταν σχεδόν εκ του μηδενός, αλλά και τα χωριά που απλώνονταν στη στέπα. Για παράδειγμα, στη Μαριούπολη, στις εκβολές των ποταμών Κάλμιους και Κάλτσικ, «σύμφωνα με το τοπογραφικό σχεδιάγραμμα της πόλης, ολόκληρη η περιοχή ήταν χωρισμένη σε οικόπεδα. Η διανομή της γης έγινε με κλήρωση». Οι Έλληνες εγκαταστάθηκαν αμέσως στα οικόπεδά τους και άρχισαν να χτίζουν τα σπίτια τους, δρόμους, πλατείες, εκκλησίες, προβλήτες, δημόσια κτήρια και κάθε άλλη υποδομή που ήταν απαραίτητη. Το αρχικό σχέδιο πρόβλεπε κατοικίες για 596 νοικοκυριά και πήρε την τελική του μορφή το 1811 με τη σφραγίδα του τσάρου Αλέξανδρου Α΄.

Η πόλη κατοικείτο σχεδόν αποκλειστικά από Έλληνες. Οι περισσότεροι από τους μέτοικους είχαν διαμοιραστεί στη στέπα όπου ίδρυσαν τα πρώτα είκοσι χωριά σε πολλά από τα οποία έδωσαν τα ονόματα που είχαν τα ελληνικά χωριά στην Κριμαία εφ’ όσον οι κοινότητες είχαν διατηρήσει την πατροπαράδοτη συνοχή τους. Είναι χαρακτηριστικό ότι και συνοικίες και δρόμοι της Μαριούπολης πήραν τα ονόματα περιοχών της Κριμαίας. Το 1823, η Μαριούπολη είχε 3.354 κατοίκους εκ των οποίων οι 2.825 ήταν Έλληνες και οι υπόλοιποι ήταν Ρώσοι (136) και στρατιωτικοί της τοπικής φρουράς (393). Στα δε ελληνικά χωριά της ευρύτερης περιοχής έμεναν 10.514 Έλληνες.

Από την ίδρυσή της, στην πόλη δραστηριοποιούνταν αρκετές δεκάδες έμποροι που άνοιξαν πάνω από εκατό καταστήματα και πάνω από χίλιοι τεχνίτες που διέθετε ο Ελληνισμός από την Κριμαία, ενώ οι αγρότες απλώθηκαν στην ελεύθερη στέπα την οποία έπρεπε με τις γνώσεις και τη δουλειά τους να μετατρέψουν πολύ γρήγορα από άγρια γη σε καλλιεργήσιμο χωράφι. Έργο το οποίο υλοποίησαν έγκαιρα για την επιβίωση τους αλλάζοντας το χαρακτήρα του φυσικού περιβάλλοντος. Το 1938, στη Μαριούπολη υπήρχαν 95 Έλληνες έμποροι και 4 Ρώσοι! Οι ξένοι έμποροι, Έλληνες από διάφορα μέρη και Ιταλοί, Γάλλοι, Γερμανοί κ.λπ., δεν λογίζονταν ως κάτοικοι της πόλης. Στα μέσα του αιώνα υπήρχαν 126 μεγάλες αποθήκες και είχε αναπτυχθεί μια αξιόλογη βιοτεχνική παραγωγή για υλικά οικοδομών, πλωτά σκάφη, κτηνοτροφικά και γεωργικά προϊόντα, χαλιά, είδη ένδυσης, κάρβουνο κ.ά. Το εξαιρετικής ποιότητας χαβιάρι από τους οξύρυγχους της Αζοφικής, πέρα από τους Ρώσους καταναλωτές στα διάφορα κυβερνεία, έφτανε μέχρι την Πολωνία!

Και είναι πολύ εντυπωσιακό ότι από πολύ νωρίς, στην πόλη, λειτουργούσε σχολείο στο οποίο διδασκόταν η νέα ελληνική γλώσσα! Και ακόμα πιο εντυπωσιακό σε πόσο υψηλό επίπεδο αυτή η ολιγομελής ομάδα των Ελλήνων αναπτύχθηκε στη Νέα Ρωσία οικονομικά και πολιτισμικά. Αλλά αυτό είναι ένα μεγάλο ξεχωριστό κεφάλαιο…

Για 80 περίπου χρόνια, η Μαριούπολη ήταν μια ελληνική πόλη με αυτορρύθμιση που διασφαλιζόταν από το Ελληνικό Μαγιστράτο (Δικαστήριο) της Μαριούπολης το οποίο ιδρύθηκε το 1780 ως όργανο αυτοδιοίκησης και «ασκούσε διοικητική, αστυνομική, δικαστική και οικονομική εξουσία» εφ’ όλης της Αυτόνομης Ελληνικής Περιφέρειας.

Αλλαγή και διεύρυνση

Αλλά οι καιροί άλλαζαν. Οι πιο μεγάλες και πιο αναπτυγμένες κοντινές πόλεις, Ταγκανρόγκ και Ροστόφ, συγκέντρωναν περισσότερα κεφάλαια και εμπορικές εταιρίες διεθνούς εμβέλειας. Έτσι, μετά το αναπόφευκτο άνοιγμα της περιοχής και σε άλλες εθνότητες με το διάταγμα του τσάρου Αλέξανδρου Β΄ το 1859, επακολούθησε η κατάργηση του Ελληνικού Μαγιστράτου το 1869 και η κατάργηση της Αυτόνομης Ελληνικής Περιφέρειας το 1873.

Η μικρή αύξηση του πληθυσμού της Μαριούπολης δεν οφειλόταν μόνο στην παρεμπόδιση της εποίκισής της από άλλους λαούς με βάση τα δικαιώματα που κατείχε ως νόμιμο προνόμιο ο Ελληνισμός. Οφειλόταν και σε άλλους εσωτερικούς και εξωτερικούς παράγοντες όπως οι επιδημίες, οι πόλεμοι κ.λπ., αλλά, εξελικτικά, δεν ανταποκρινόταν στη μεγάλη γονιμότητα της γης, τη στρατηγική της θέση, την ανάπτυξη του θαλάσσιου εμπορίου στην ευρύτερη περιοχή και την εκβιομηχάνιση, που προσέλκυαν όλο και περισσότερους άποικους στην Αζοφική Θάλασσα που επιδίωκαν να αξιοποιήσουν ατομικά ή ομαδικά τις ευκαιρίες για κερδοφορία που παρείχε η ρώσικη διοίκηση. Μετά απ’ αυτές τις αλλαγές, μέχρι το τέλος του 19ου αιώνα, είχαν εγκατασταθεί στη Μαριούπολη χιλιάδες Ρώσοι, Ουκρανοί, Εβραίοι, Γερμανοί και άλλοι. Το 1900, η πόλη είχε κοντά 60.000 κατοίκους, από τους δέκα περίπου χιλιάδες το 1874, εκ των οποίων μόνο οι μισοί ήταν πλέον γηγενείς. Όμως, οι Έλληνες αυξάνονταν αισθητά στα χωριά παραμένοντας η πιο μεγάλη και συνεκτική αγροτική εθνότητα στην περιοχή. Από τα 130 χωριά που είχε αποκτήσει η στέπα χάρη στους νιόφερτους, οι Έλληνες ζούσαν πλέον σε 40 χωριά τα οποία σε βάθος χρόνου έφτασαν τα 48.

Πέρα, όμως, από τις ανασυνθέσεις, η Μαριούπολη δεν έπαψε ποτέ να θεωρείται από όλους «ελληνική», αφενός λόγω των ιδρυτών της και αφετέρου λόγω της συνεχιζόμενης έντονης παρουσίας τους στην οικονομική, κοινωνική και πολιτιστική της ζωή. Ο κλειστός χαρακτήρας των κοινοτήτων που διατηρήθηκε εκ παραδόσεως στα ελληνικά χωριά ακόμα και μετά την πολιτική ανοίγματος σε όλες τις πανταχόθεν προερχόμενες εθνότητες που εφάρμοσε η ρώσικη κεντρική διοίκηση, ήταν καθοριστικός για τη διάσωση και καλλιέργεια του πολιτισμού των Ελλήνων στην αζοφική περιοχή. «Ελληνικότητα» που την ένιωσα πάρα πολύ έντονα από το πρώτο κιόλας από τα δεκάδες ταξίδια μου στην Αζοφική Θάλασσα.

(Εκτός από τα βιβλία και το αρχειακό υλικό που έχω μελετήσει, οι γνώσεις μου προέρχονται από τις δεκάδες συνεντεύξεις που έχω πραγματοποιήσει στην Ουκρανία και από τις ευεργετικές συνεργασίες μου με σημαντικούς ερευνητές και ερευνήτριες όπως η Μαργαρίτα Αρατζιώνη και η Ιρίνα Πονομαριόβα. Στοιχεία για το παραπάνω άρθρο αντλήθηκαν από διάφορες πηγές και από τα περιεκτικά δοκίμια «Η Μαριούπολη στα τέλη του 18ου και τον 19ο αιώνα» της Ι. Πονομαριόβα και «Η οικονομική ανάπτυξη της Μαριούπολης τον 19ο αιώνα» της Σβετλάνας Νόβικοβα από το συλλογικό έργο «Οι Έλληνες της Αζοφικής / 18ος – αρχές 20ου αιώνα», επιμ. Ευρυδίκης Σιφναίου και Τζελίνας Χαρλαύτη, εκδ. Εθνικό Ίδρυμα Ερευνών, 2015)

Συνεχίζεται

Σχόλια

Σου άρεσε αυτό το άρθρο; Ενίσχυσε οικονομικά την προσπάθειά μας!