Του Κώστα Μελά *
Εκατό μέρες μετά την εφαρμογή του Mνημονίου, η ελληνική οικονομία βρίσκεται παγιδευμένη στις δαγκάνες του στασιμοπληθωρισμού. Βαθιά ύφεση και υψηλή ανεργία μαζί με υψηλό πληθωρισμό, αποτελούν τα κυρίαρχα χαρακτηριστικά της παρούσας φάσης της.
Οι εξελίξεις αυτές, τουλάχιστον ως προς την πλευρά του πληθωρισμού, βρίσκονται σε πλήρη αντίθεση με τις προβλέψεις που είχαν διατυπώσει οι συντάκτες του Mνημονίου. Όμως, λίγο-πολύ οι παραπάνω εξελίξεις είναι γνωστές. Εκείνο που έχει μεγαλύτερο ενδιαφέρον είναι να διερευνήσει κανείς τρία ζητήματα που, αναπόφευκτα, αναδύονται από την ήδη διαμορφωθείσα κατάσταση.
Το πρώτο ζήτημα αφορά το ύψος του πληθωρισμού. Πρόκειται για λάθος εκτίμηση ή για συνειδητή επιλογή; Νομίζω ότι με δεδομένη την πραγματικότητα δεν έχει τόσο μεγάλη σημασία να επιλεγεί μια εκ των δύο απαντήσεων. Ανεξάρτητα των προθέσεων των ασκούντων την οικονομική πολιτική, αυτή αποδεικνύεται λανθασμένη ως προς τους διακηρυγμένους στόχους. Συνεπώς, παρουσιάζεται ως αναξιόπιστη και μάλιστα σε σχέση με στόχο που ιεραρχείται ως βασικός για την επίτευξη του συγκεκριμένου προγράμματος. Θα υποστήριζα με βεβαιότητα ότι η όλη ευθύνη θα πρέπει να αποδοθεί στο λανθασμένο τρόπο που το ΔΝΤ-Ε.Ε.-ΕΚΤ «διαβάζουν» την ελληνική οικονομία. Το υπόδειγμα ανάλυσης που χρησιμοποιούν είναι το ίδιο και απαράλλακτο για όλες τις χώρες του κόσμου: είτε πρόκειται για την Ελλάδα είτε για την Αιθιοπία είτε για το Περού.
Με τον τρόπο αυτό, όχι μόνο δεν αντιλαμβάνονται τις ιδιομορφίες στη λειτουργία της κάθε ξεχωριστής οικονομίας αλλά αρνούνται να τις αντιληφθούν. Το γεγονός αυτό, ουσιαστικά, σημαίνει άρνηση της πραγματικότητας την οποία υποτίθεται ότι αναλύουν. Το θεωρητικό υπόδειγμα που χρησιμοποιούν είναι παράδειγμα ακραίου οικονομικού φονταμενταλισμού και οι προϋποθέσεις πάνω στις οποίες στηρίζεται αποτελεί, πλήρως, πλασματικές κατασκευές. Με την έννοια αυτή οι ασκούντες την οικονομική πολιτική είναι οι μόνοι υπεύθυνοι για τα αποτελέσματα της πολιτικής τους.
Καταστροφικές συνέπειες
Το δεύτερο ζήτημα είναι οι συνέπειες του στασιμοπληθωρισμού στην ελληνική οικονομία.
Οι συνέπειες είναι πολλαπλές και όλες καταστροφικές. Συγκεκριμένα:
•Μείωση της αγοραστικής δύναμης των καταναλωτών: Οι εργαζόμενοι, ευρισκόμενοι αντιμέτωποι με πρωτοφανείς ονομαστικές μειώσεις των αμοιβών τους, της τάξης του 20-25% (αυτό αφορά, κυρίως, τους δημοσίους υπαλλήλους, αλλά και στον ιδιωτικό τομέα φαίνεται να υπάρχουν μειώσεις των ονομαστικών μισθών), καθώς επίσης με αυξήσεις άνω του 10% των τιμών των πάσης φύσεως εμπορευμάτων και υπηρεσιών (βενζίνη, τρόφιμα, ΔΕΗ κ.λπ.), θα οδηγηθούν σε μία απώλεια της αγοραστικής τους δύναμης, η οποία θα ξεπεράσει ακόμη και το 30%-35%. Το γεγονός αυτό και μόνο θα οδηγήσει, σε ελάχιστο χρονικό διάστημα, το σύνολο των εργαζομένων στρωμάτων του πληθυσμού σε πολύ χαμηλότερο επίπεδο διαβίωσης. Ας μην αναφερθούμε στους συνταξιούχους.
• Αύξηση της ανεργίας: Τα αποτελέσματα της βαθιάς ύφεσης στην οποία έχει οδηγηθεί η οικονομία εμφανίζονται, πρωταρχικά, στο μέτωπο της ανεργίας η οποία ήδη έχει φθάσει στο 14,5% του οικονομικά ενεργού πληθυσμού, ενώ αναμένεται η περαιτέρω αύξησή της. Το ύψος του 20% νομίζω ότι θα καλυφθεί σχετικά εύκολα εντός του 2011.
• Μείωση της ανταγωνιστικότητας των ελληνικών προϊόντων: Η αύξηση του πληθωρισμού στο 5,4%, έναντι 1,6% στην Ευρωζώνη δημιουργεί περαιτέρω αύξηση του ελληνικού ευρώ (της πραγματικής σταθμισμένης ισοτιμίας) έναντι των υπολοίπων χωρών, με αποτέλεσμα ένας από τους βασικούς στόχους του Μνημονίου, η αύξηση της ανταγωνιστικότητας των ελληνικών προϊόντων μέσω της εσωτερικής υποτίμησης, να καθίσταται έωλος.
• Συνέχιση της αποβιομηχανοποίησης της χώρας: Χωρίς να επεκταθούμε σε λεπτομέρειες, εισερχόμενη η χώρα στον καθοδικό σπειροειδή κύκλο της ύφεσης, ο οποίος είναι, προφανώς, αυτοενισχυόμενος δημιουργεί τις κατάλληλες συνθήκες για περαιτέρω μείωση του συνολικού πλούτου της ελληνικής κοινωνίας.
Φαύλος κύκλος
Το τρίτο ζήτημα αφορά στο αν ο στασιμοπληθωρισμός αντιμετωπίζεται στο πλαίσιο του Μνημονίου. Και πάλι θα υπογραμμίσω την άποψή μας για την αναποτελεσματικότητα του Μνημονίου, ως προγράμματος οικονομικής πολιτικής, σε σχέση με τους στόχους που οι συντάκτες του έχουν θέσει. Δηλαδή, δεχόμενοι να εξετάσουμε τη συνάφεια θεωρητικών στόχων και δυνατότητας επίτευξης αυτών των στόχων, στην πράξη είμαστε βέβαιοι για την αποτυχία και σε αυτό το επίπεδο. Επομένως, η απαγκίστρωση από μια λανθασμένη οικονομική πολιτική αυτού του είδους είναι «εκ των ων ουκ άνευ». Άρα, η απάντηση στο τρίτο ερώτημα αποτελεί συμπερίληψη της προηγουμένης παρατήρησης.
Όμως, δεν σημαίνει ότι δεν θα καταβληθούν προσπάθειες για «επιδιόρθωση» του προγράμματος και επαναφορά του μέσα στους πρωταρχικούς στόχους. Ήδη συζητιέται η μη περαιτέρω αύξηση του ΦΠΑ στα είδη πλατιάς κατανάλωσης. Επίσης, το βάρος δίδεται στην αύξηση των εσόδων, διότι όλοι γνωρίζουν ότι αν τα έσοδα δεν ανακάμψουν θεαματικά το επόμενο τρίμηνο, το Μνημόνιο θα επιβάλει πρόσθετες περικοπές μισθών και αυτό, φυσικά, θα οδηγήσει σε περαιτέρω συρρίκνωση της πραγματικής οικονομίας, ενώ ο πληθωρισμός θα συνεχίσει να ανεβαίνει.
Τα αποτελέσματα θα είναι πενιχρά έως ασήμαντα. Κατά την άποψή μου, ο φαύλος κύκλος του στασιμοπληθωρισμού, δεν μπορεί να σπάσει με αυτούς τους τρόπους. Είναι παγκοίνως γνωστό ότι ο στασιμοπληθωρισμός μπορεί να καταπολεμηθεί μόνο από την πλευρά της ανάπτυξης της οικονομίας. Όμως, είναι ακριβώς αυτό που δεν επιδιώκεται μέσω του Μνημονίου.
* Ο Κώστας Μελάς είναι πανεπιστημιακός.