Συζήτηση για το μέλλον του «ευρωπαϊκού οικοδομήματος».
Μετά τη χρηματοπιστωτική περιδίνηση και τη βαθιά οικονομική ύφεση, η παγκόσμια οικονομία έχει μπει στη φάση της κρίσης του χρέους και ίσως ακόμη είναι νωρίς για συμπεράσματα. Ωστόσο, υπάρχουν ανακατατάξεις που αξίζει να επισημανθούν. Πρώτα απ’ όλα, αποδυναμώνεται η ηγεμονία των ΗΠΑ, αφήνοντας περιθώρια εναλλακτικών δυνα τοτήτων παγκόσμια. Τα κέντρα της οικονομικής συσσώρευσης και της συνακόλουθης ισχύος, ολοένα και πιο πολύ μετατοπίζονται προς την Ασία, ενώ αξιοπρόσεκτη είναι η οικονομική δυναμική διαφόρων άλλων περιφερειακών χωρών.
Από την άλλη, η Ε.Ε. μοιάζει να βρίσκεται στο επίκεντρο της κρίσης οδεύοντας από τη στασιμότητα προς την κατιούσα. Αφού επέλεξε (δεν μπόρεσε;) να εγκαταλείψει τους αδύνατους της Α. Ευρώπης στη χρεοκοπία, μερικοί από τους οποίους ανήκουν στον άμεσο οικονομικό περίγυρο της Γερμανίας, βλέπει τώρα μέσα από το ελληνικό πρόβλημα, την κρίση να αλλάζει την υπόσταση του ευρώ που διαγράφει καθοδική τροχιά στο πλαίσιο των ισοτιμιών.
Βάζει το ΔΝΤ συνδιαχειριστή των οικονομικών διευθετήσεων στο εσωτερικό της, αναδεικνύοντας την ευρωατλαντική ευθυγράμμιση ως προεξάρχουσα, παρά το γεγονός ότι οι αντιθέσεις οξύνονται, καθώς τα περιθώρια κερδοφορίας του κεφαλαίου στενεύουν διεθνώς. Μέσα από τους χειρισμούς της Μέρκελ, η Ε.Ε. στέλνει μήνυμα ότι η νεοφιλελεύθερη δημοσιονομική πειθαρχία θα συνεχιστεί, ακόμη κι αν χρειαστεί να οδηγηθούμε σε μια ευρωζώνη του στενότερου πυρήνα των βόρειων χωρών. Τροφοδοτείται, έτσι, η αντίθεση ανάμεσα στις πλεονασματικές ευρωπαϊκές οικονομίες και τις χώρες με τα χρεοκοπημένα οικονομικοπολιτικά μοντέλα που περιθωριοποιούνται.
Η αντίθεση αυτή παίρνει πολιτικές διαστάσεις που βρίσκουν ήδη την αντανάκλασή τους στο κοινωνικό σώμα (π.χ. η στάση της γερμανικής κοινής γνώμης, αλλά και οι δημοσκοπήσεις με αντιδιαμετρικού τύπου αιτιάσεις στις χώρες του Νότου). Το δημοκρατικό έλλειμμα της Ε.Ε. μεγαλώνει. Μεθοδεύεται διαρκώς η θεσμική και πρακτική απουσία των λαών από τις κρίσιμες τωρινές επιλογές που αφορούν στην τύχη του ευρωπαϊκού οικοδομήματος, ενώ τα κινήματα -αναιμικά και αδύναμα- δεν καταγράφουν έντονη παρουσία στις εξελίξεις. Διανύουμε μια περίοδο, όπου τέτοιου είδους προβληματισμοί απασχολούν μεγάλα τμήματα της κοινωνίας και τίθενται πλέον μαζικά, αποτελώντας την εκδοχή μιας νέου τύπου πολιτικής αφύπνισης και πολιτικοποίησης.
Στην ανάδειξη των κρίσιμων ερωτημάτων και των ερμηνευτικών πλαισίων που αποκτούν σήμερα ξεχωριστή σημασία, ο Δρόμος μέσα από τις στήλες του ξεκινά από σήμερα τον –πολύπλευρο ελπίζουμε- διάλογο, φιλοδοξώντας να συμβάλει στην ενημέρωση και τον προβληματισμό.