ΣΥΝΕΝΤΕΥΞΗ στον Σταμάτη Μαυροειδή

 

Η γεωπολιτική σκοτεινιά μεγεθύνεται… Το σύνολο σχεδόν των κοινωνιών του δυτικού «πολιτισμού» οδεύει αμήχανα προς τη δύση του, χωρίς προς το παρόν να αντιλαμβάνεται το αίτιο της καταστροφικής του πορείας. Οι βάρβαροι που μας πολιορκούν δεν είναι οι άλλοι, ο κίνδυνος δεν κατοικεί έξω από τα προφυλαγμένα σύνορα της Ευρώπης. Είναι φωλιασμένος στο κέντρο της, πρωτίστως στις χώρες εκείνες που συντηρούν μιαν επικοινωνιακά αθέατη, πλην όμως φρικτή τάξη πραγμάτων η οποία προσχηματικά ονομάζεται δημοκρατία. Κάτι δεν πάει καλά, λοιπόν, στο σύνολο του βασιλείου του δυτικού κόσμου. Η γενικευμένη κρίση, η σύγχυση και ο αποπροσανατολισμός που επί πενταετία βασανίζουν επώδυνα τη δική μας επικράτεια, δεν οφείλεται, ούτε πηγάζει από κάποια παράξενη ελληνική ιδιομορφία. «Η ιδιαιτερότητα της ελληνικής περίπτωσης είναι η ισχνή, η απισχνασμένη παραγωγή, που δεν μπορεί να στηρίξει τις διάχυτες καταναλωτικές μας επιθυμίες. Κι αυτό από ένα σημείο και μετά απειλεί την ίδια την αυτοσυντήρηση, την ύπαρξή μας ως κράτους-έθνους», σημειώνει εμφατικά ο Γιώργος Μερτίκας στη συζήτηση που είχαμε μαζί του. Μια συζήτηση που αποτελεί μέρος του αφιερώματος που ξεκινήσαμε ως εφημερίδα με στόχο να φωτιστούν πράγματα και καταστάσεις που μας αφήνουν… μισούς και απαθείς.

 

Kάτι δεν πάει καλά κ. Μερτίκα και δεν εννοώ την εξουθένωση της κοινωνίας ούτε τη διάψευση των τελευταίων της ελπίδων. Σε κάτι πιο βαθύ, πιο δυσανάγνωστο φαίνεται να οφείλεται η σύγχυση, ο αποπροσανατολισμός και η απόγνωση του κόσμου. Τι λέτε;

Ασφαλώς δεν είναι τυχαίο ότι όλο και περισσότερο στις μέρες μας η κοινωνική πραγματικότητα προσεγγίζεται με εργαλεία που προέρχονται από τη σφαίρα της ατομικής ψυχολογίας ή συμπεριφοράς. Έννοιες όπως μελαγχολία, ελπίδα, απόγνωση, κατάθλιψη που αναφέρονται στη σφαίρα της μεμονωμένης ατομικής ύπαρξης καλούνται να περιγράψουν κοινωνικά φαινόμενα. Κοντολογίς, έχουμε να κάνουμε με μια κοινωνία πλήρως εξατομικευμένη και όταν την περιγράφουμε χρησιμοποιούμε έννοιες από θεωρίες ατομικής δράσης και συμπεριφοράς. Μ’ όλες αυτές τις θεωρίες και τα εργαλεία προσπαθούμε να διαπιστώσουμε πώς συμπεριφέρεται και σε ποια κατάσταση βρίσκεται ο κόσμος, η κοινωνία σε συνθήκες κρίσης.

Ωστόσο, ο κοινός παρονομαστής όλων αυτών των εννοιολογικών εργαλείων είναι ένας: η αδυναμία, η στέρηση της ισχύος των ατόμων να συνεχίσουν την πραγμάτωσή τους μέσω των υποδειγμάτων της αγοράς. Πρόκειται δηλαδή για μια κοινωνία που, με μοχλό το κράτος, αδυνατεί να αντλήσει από το παγκόσμιο πλεόνασμα όσα η ίδια θα επιθυμούσε για να πραγματώσει ο καθένας ξεχωριστά την ύπαρξή του. Ας μην ξεχνάμε ότι οι συγκρούσεις και οι αντιπαραθέσεις εστιάστηκαν και εστιάζονται στην απόρριψη της «λιτότητας». Είναι μια έννοια με πολλές ερμηνείες και περιεχόμενα και συγκροτεί τα μέτωπα όχι με βάση την παραγωγή και τη θέση ενός εκάστου σε αυτή, δηλαδή ταξικά, αλλά με βάση την αγοραστική δύναμη, τη σχέση πλούσιος-φτωχός και άρα την πρόσβαση στην αγορά.

Όλα αυτά δεν είναι μια ελληνική ιδιομορφία. Το σύνολο των δυτικών κοινωνιών είναι συγκροτημένες με παρόμοιο τρόπο. Επίσης, στη συνάφεια της παγκοσμιοποίησης ο αγώνας για την απόσπαση του μέγιστου δυνατού από το παγκόσμιο πλεόνασμα είναι ό,τι δομεί το (γεω)πολιτικό. Η ιδιαιτερότητα της ελληνικής περίπτωσης είναι η ισχνή ή απισχνασμένη παραγωγή, που δεν μπορεί να στηρίξει τις διάχυτες καταναλωτικές επιθυμίες. Κι αυτό από ένα σημείο και μετά απειλεί το μέγιστο, δηλαδή την ίδια την αυτοσυντήρηση, την ύπαρξή μας ως κράτους-έθνους. Το τελευταίο δεν αφορά κάποια ειδική συμπάθεια – είτε προς το κράτος είτε προς το έθνος. Ωστόσο, στη συνάφεια της παγκοσμιοποίησης το κράτος-έθνος είναι η ελάχιστη μονάδα στον αγώνα για αυτοσυντήρηση, μια και σ’ αυτό τα άτομα αναγνωρίζουν τη μόνη δυνατή συλλογικότητα σε συνθήκες εξατομίκευσης.

 

Θεωρείτε ότι η αλήθεια συμπίπτει με τη δήθεν «ρεαλιστική» ανάγνωση των πραγμάτων ή μήπως πρέπει να αναστοχαστούμε πιο σοβαρά και πιο βαθιά για την κατάσταση που βιώνουμε;

Δεν υπάρχει μία αλήθεια. Η ανάγνωση της πραγματικότητας συμπίπτει με τις κανονιστικές προϋποθέσεις που έχει ο καθένας στο κεφάλι του, με την ταυτότητά του. Με βάση αυτές τις προϋποθέσεις διαλέγει από το πλήθος των πιθανών επιλογών όσα ταιριάζουν στο ιδεολογικό σχήμα του κι έτσι κατασκευάζεται μια πραγματικότητα. Το ζήτημα είναι κατά πόσον αυτή η πραγματικότητα μπορεί να κατισχύσει όταν συγκρούεται με άλλες πραγματικότητες. Η πράξης θα κρίνει μια εικόνα της πραγματικότητας ή μια ιδεολογία. Κι όταν λέμε πράξη αναφερόμαστε στη σχέση με τη φύση, την παραγωγή, και στη σχέση μεταξύ ανθρώπων, με άλλες πολιτικές οντότητες, δηλαδή κράτη-έθνη, ή συμμαχίες κρατών. Η «ρεαλιστική» ανάγνωση στηρίζεται κι αυτή σε τέτοιες κανονιστικές προϋποθέσεις, σε ανθρώπινους κανόνες και νόμους που για την ίδια γίνονται απαραβίαστοι. Είναι μ’ άλλα λόγια μια ιδεολογία. Σήμερα αυτοί οι νόμοι που κυριαρχούν είναι οι οικονομικοί, νόμοι που έχουν αντικαταστήσει το απαραβίαστο των παντοδύναμων θεϊκών νόμων.

Κι ακόμη παραπέρα. Γιατί σήμερα οι ίδιες οι ιδέες μεταμορφώνονται σε αξίες που κυκλοφορούν στην ελεύθερη αγορά, όμοια με τις κάθε λογής ανταλλακτικές αξίες για να αναζητήσουν αποδέκτες. Με βάση αυτές τις αξίες και τις αξιολογικές κλίμακες που δημιουργούνται έτσι, εκφέρουμε τις κρίσεις μας για την πραγματικότητα και το ζήτημα είναι αν γινόμαστε πιστευτοί. Στη σφαίρα των αξιών τα ανθρώπινα δικαιώματα και κατ’ επέκταση η ισότητα καταλαμβάνουν την ανώτατη θέση της κλίμακας. Με βάση αυτές τις αξίες ενεργοποιούνται οι αγώνες για ισχύ. Και ασφαλώς για υλική ισχύ στο βαθμό που η ισότητα δεν αφορά πλέον τη νομική σφαίρα αλλά την υλική ζωή.

 

Η πανθομολογούμενη ανεπάρκεια του πολιτικού συστήματος και το κενό εκπροσώπησης έχουν ήδη αναδειχθεί από την απαρχή της κρίσης. Πώς ξεπερνιέται, όμως, αυτή η «θανατερή μελαγχολία του συστήματος»;

Κατ’ αρχάς η ίδια η έννοια του συστήματος, οι συστημικές θεωρίες που είναι το κυρίαρχο εννοιολογικό εργαλείο ερμηνείας του κόσμου, αντιστοιχούν απόλυτα στην κατάσταση των κοινωνιών όπως τη συζητήσαμε λίγο-πολύ παραπάνω. Προϋποθέτουν, δηλαδή, την κατάτμηση των κοινωνιών σε άτομα τα οποία δρουν εντός του συστήματος, και η δράση τους γίνεται αντιληπτή με ορθολογικά κριτήρια. Βέβαια ο ορθολογισμός του συστήματος δεν είναι υπό συζήτηση αλλά θεωρείται εκ των προτέρων δεδομένος. Κάθε ανεπάρκειά του καλύπτεται με την άποψη ότι δεν πρόκειται για «κλειστό» σύστημα, όπως υποτίθεται ότι ήσαν τα ολοκληρωτικά. Αντίθετα, είναι ανοικτό, μπορεί και ενσωματώνει δηλαδή τις ανορθολογικές αντιδράσεις ή κρίσεις που προκύπτουν. Εδώ το ερώτημα είναι τι θα πει ανοικτό σύστημα και κλειστό. Ένα σύστημα ή είναι τέτοιο ή δεν είναι. Έν πάση περιπτώσει, σ’ αυτό το σύστημα υπάρχουν μια σειρά από υποσυστήματα μεταξύ των οποίων είναι και το πολιτικό. Μ’ άλλα λόγια η πολιτική σήμερα δεν κατέχει κάποια αποφασιστική πλευρά του συστήματος, αλλά είναι απλώς λειτουργική. Τα κενά που δημιουργούνται σε περιόδους κρίσης θεωρητικά θα καλυφθούν από την άνοδο νέων ελίτ οι οποίες θα αναπληρώσουν τις παρακμασμένες. Αυτός ο κύκλος στα πλαίσια του πολιτικού συστήματος υποβαθμίζει την πολιτική σε καθημερινή λειτουργία διεκπεραίωσης όσων αποφάσεων σχετίζονται με την περαιτέρω επέκταση και ενίσχυση του όλου συστήματος.

Τώρα το κατά πόσον η θέση που επιφυλάσσει το σύστημα εν γένει στο ελληνικό κράτος-έθνος είναι ορθολογικά σωστή και άρα αποδεκτή, είναι ένα ζήτημα θεμελιώδους υπαρξιακής απόφασης. Η λήψη αυτής της απόφασης καθορίζει και τη συνέχιση, μέσω ανανέωσης, του πολιτικού υποσυστήματος ή τη ρήξη μ’ αυτό και των ανορθολογικών προϋποθέσεων του. Αυτό σημαίνει η ανατίμηση του πολιτικού, δηλαδή τη θεώρησή του ως ουσιαστικού στοιχείου της ανθρώπινης ύπαρξης με βάση το οποίο λαμβάνονται αποφάσεις.

 

Η πρώτη φορά αριστερή κυβέρνηση μοιάζει απολύτως παράλυτη και ανεπαρκής. Η ταχύτατη ενσωμάτωση στο σύστημα οφείλεται στο ανύπαρκτο ή έστω ανεπεξέργαστο σχέδιό της ή στην τρομακτική δύναμη του μεταδημοκρατικού συστήματος;

Θα αδικούσαμε τόσο τους αριστερούς μα και την Αριστερά εάν ισχυριζόμασταν ότι η πρώτη επαφή με την εξουσία τους οδήγησε σε μετάλλαξη. Ακόμη όμως και μια επιδερμική γνώση της Ιστορίας μας κάνει γνωστό ότι το μείζον αίτημα της ελληνικής Αριστεράς από τον Εμφύλιο και μετά ήταν η ενσωμάτωσή της στην ελληνική κοινωνία. Μια ματιά στην προδικτατορική ΕΔΑ επιβεβαιώνει στο ακέραιο αυτήν τη γνώμη. Εξάλλου, από τη Μεταπολίτευση και μετά ο κόσμος που είχε συσπειρωθεί στο «χώρο» της Αριστεράς στη δικτατορία στελέχωσε το βασικό κόμμα, το ΠΑΣΟΚ, μα και εν μέρει τους υπόλοιπους κομματικούς μηχανισμούς σαν τεχνοκράτες ή εξειδικευμένοι επιστήμονες. Η αριστερή κυβέρνηση του ΣΥΡΙΖΑ συνέχισε αυτήν την πολιτική με όλες, βέβαια, τις ιδιαιτερότητες των συνθηκών. Η συμμετοχή στους θεσμούς και η αλλαγή εκ των έσω είναι μια σημαντική συνιστώσα όσων επικαλούνται την αριστερή ιδεολογία από το ’68 και μετά. Ειδικά ο ευρωκομμουνισμός, που είναι η κυρίαρχη ιδεολογία στον ΣΥΡΙΖΑ, είχε ως βασικό χαρακτηριστικό την ένταξη στους θεσμούς και τη σταδιακή μεταρρύθμισή τους. Κι εάν στην Ευρώπη ξεφούσκωσε σύντομα, στην Ελλάδα διασώθηκε τόσο από περιθωριακούς μα και από συστημικούς διανοουμένους, που τον μετέφεραν σε νεότερες γενιές ως δόγμα μα και αντίληψη για την πολιτική. Το γεγονός ότι ο ΣΥΡΙΖΑ είναι η μόνη οργανωμένη δύναμη που μπορεί αυτή τη στιγμή να στηρίζει το πολιτικό σύστημα, δεν αναιρεί βέβαια τις καταφανέστατες ανεπάρκειές του. Παραμένει, όμως, επίσης γεγονός ότι ίσαμε σήμερα κανείς δεν έχει να παρουσιάσει μια πολιτική πρόταση που θα τον αμφισβητεί πολιτικά. Ο μόνος σοβαρός αντίπαλος είναι το πλήθος των ζητημάτων που πολιτικοποιούνται καθημερινά και για τα οποία η ιδεολογική του σκευή δεν έχει απαντήσεις.

Σχόλια

Σου άρεσε αυτό το άρθρο; Ενίσχυσε οικονομικά την προσπάθειά μας!