Ο Γιάννης Μότσιος είναι ένας άνθρωπος των γραμμάτων που έχει περάσει μέσα από αρκετές Συμπληγάδες της ελληνικής ιστορίας τουλάχιστον από την εποχή που στέκεται στα πόδια του και αναμιγνύεται στα κοινά, στην πρώτη γραμμή, συνδυάζοντας την αγωνιστικότητα με τη δημιουργική ενασχόληση με τη λογοτεχνία και τον ελληνικό πολιτισμό μελετώντας ταυτόχρονα τους πολιτισμούς από τους οποίους επηρεαζόμαστε και επηρεάζουμε. Οι έρευνες και οι απόψεις του αποτυπώνονται σε 35 περίπου βιβλία, επιστημονικά, ιστορικά, λαογραφικά, ποιητικά, καθώς το νεότερο βρίσκεται στο τυπογραφείο…
Έχοντας κάνει μία σύντομη στάση στην Αθήνα, καθ’ οδόν για μία ομιλία στην Κρήτη, συναντηθήκαμε ένα πρωινό στα Εξάρχεια, μιλήσαμε για τα βιώματά του, για τα ιστορικά γεγονότα και για το θέμα πώς επιδρά η Τέχνη στην Επανάσταση και η Επανάσταση στην Τέχνη. Συζήτηση που συνεχίσαμε το ίδιο βράδυ στο ραδιόφωνο.
Είχαμε γνωριστεί πριν από μερικά χρόνια στο Γράμμο, στις περιοχές όπου διεξάχθηκαν οι τελευταίες μάχες του ΔΣΕ λίγο πριν οι μαχητές διαφύγουν από τα σύνορα στην Αλβανία για να βρεθούν διαμοιρασμένοι ανά ομάδες στις ανατολικές χώρες. Εκεί, επί τόπου, κατέγραψα για πρώτη φορά τις συναρπαστικές του αναφορές στο μεγάλος έπος του Δημοκρατικού Στρατού.
(Τα αποσπάσματα που ακολουθούν είναι από τη ραδιοφωνική μας συζήτηση Στο Κόκκινο 105,5)
Στέλιος Ελληνιάδης
Γεννημένοι αριστεροί
Είμαι Μακεδόνας, Γρεβενιώτης, σύνορα με την Ήπειρο. Το 1803, οι προπαππούδες μου έκαναν μια εξέγερση, τους πετσόκοψε ο Αλή Πασάς, κι επειδή κοπάδια είχανε, κτηνοτρόφοι ήτανε, φύγανε από το Σούλι και κατέληξαν στα Γρεβενά. Πολύ καμαρώνω που οι παππούδες μου είναι από το Σούλι, αλλά στα Γρεβενά έζησα και κατάλαβα τον εαυτό μου. Οι παππούδες μου έφυγαν από το Σούλι και κατέληξαν στα Γρεβενά κι εγώ έφυγα από τα Γρεβενά και έφτασα στα μισά του δρόμου, στα Γιάννενα.
Είμαι στην Αριστερά από τότε που γεννήθηκα. Ο πατέρας μου ήταν κομμουνιστής απ’ το 1932, φυλακές με τον Μεταξά, η μάνα μου το ίδιο. Εγώ είμαι γεννημένος το 1930, κλείνω τα 88 σ’ ένα μήνα και μπαίνω στα ’89. Για να τελειώσω αυτά που έχω ξεκινήσει χρειάζομαι καμιά 25αριά χρόνια, αλλά στα 25 χρόνια θα παρουσιαστούν κι άλλα θέματα, οπότε θα χρειαστώ κι άλλα. Ας πάει όσο πάει, δεν με απασχολεί ειλικρινά αυτό το θέμα, δεν υπάρχει θάνατος για μένα…
Η οικογένεια μου και η Αριστερά είναι το ίδιο πράγμα. Δεν είμαι απλώς αριστερός, είμαι η Αριστερά. Ο πατέρας μου Ελασίτης. Βοηθούμε στο κίνημα όπως μπορούμε όλη η οικογένεια, ιδιαίτερα η μητέρα που δούλεψε πολύ. Το 1946, παράτησα το γυμνάσιο στα Γρεβενά και πήγα να γίνω αντάρτης. Πήγα στο αρχηγείο Χασίων, τότε μόλις είχε δημιουργηθεί, και βρίσκω τον Υψηλάντη, τον Αλέκο τον Ρόσιο. Είχα φύγει από το γυμνάσιο, ήμουν κοντός στο ανάστημα ακόμα, στο ‘47 προς το τέλος με τις μεγάλες πείνες μεγάλωσα, πήγα με κοντά παντελονάκια και μου λέει, είσαι μικρός, δεν σε δέχομαι. Μόνο που δεν έβαλα τα κλάματα όταν μου είπε ότι δεν σε δεχόμαστε στο αντάρτικο. Ύστερα, με κοιτάζει καλά-καλά και μου λέει, τον Βαγγέλη τον Μότσιο, τι τον έχεις; Λέω, πατέρα. Φτάνει, ρε παιδί μου, ένας αντάρτης από την οικογένεια. Ο πατέρας μου ήταν αξιωματικός κατασκοπίας και αντικατασκοπίας στο αρχηγείο Χασίων. Φύγε, μου λέει, μεγάλωσε πρώτα και βλέπουμε. Μας είχανε κάψει το σπίτι οι Ιταλοί το ’43, το ξαναφτιάξαμε, μας το καίνε πάλι, το ’46, οι δεξιοί της περιοχής αφού το πλιατσικολόγισαν πρώτα, ενώ οι Ιταλοί το κάψανε, αλλά δεν πήρανε τίποτα. Το ’47, φτάνουμε ως το Γράμμο, μαζί με τα γυναικόπαιδα, η μάνα μου, ο αδερφός μου κι εγώ, και μια ξαδερφούλα μου. Η μητέρα μου ήτανε στο νομαρχιακό συμβούλιο του ΚΚΕ∙ μας συγκεντρώνει το βράδυ και μας λέει, παιδιά περνούμε για την Αλβανία. Εμένα δεν μου άρεσε καθόλου αυτή η υπόθεση, αφήνω σημείωμα στη μητέρα μου, της λέω, μητέρα, θα πάω να βρω τον πατέρα μου∙ ο πατέρας μου ήτανε στο Γράμμο αντάρτης. Πηγαίνω, βρίσκω τον πατέρα, μου λέει, γιατί δεν έφυγες; Πού να πάω; Στην Αλβανία. Όχι. Θα πας το βράδυ με τους Βλάχους από την Αετομηλίτσα. Του λέω, πατέρα, από σήμερα είμαι αντάρτης. Δεν είπε καμιά κουβέντα και τελείωσε, από τότε είμαι αντάρτης.
Στη Σοβιετική Ένωση
Στην Ελλάδα τελείωσα την έκτη οκταταξίου γυμνασίου κι ύστερα πήγα να πολεμήσω για να απελευθερώσω την Ελλάδα. Κατέληξα στην Τασκένδη μαζί με όλους τους μαχητές του Γράμμου, κι εκεί δεν έπαψα να σκέφτομαι ότι θα πρέπει να συνεχίσω τις σπουδές μου. Συνέχισα δεκατάξιο και μετά μπαίνω στο φιλολογικό τμήμα του πανεπιστημίου της Τασκένδης, των πέντε δημοκρατιών. Τελείωσα το τρίτο έτος και κάνω αίτηση για το Κίεβο, για να σπουδάσω και την ουκρανική γλώσσα και λογοτεχνία. Στο Κίεβο γνώρισα τον Αντρέι Μπελέτσκι, ένα καθηγητή που είχε μια πλούσια βιβλιοθήκη, γλωσσολόγο, νεοελληνιστή, με καλά ελληνικά, μόνο από την προφορά του καταλάβαινες ότι ήταν ξένος, κι εκεί άρχισα να δουλεύω το θέμα ελληνική λογοτεχνία. Έχοντας καμιά σαρανταριά δημοσιεύσεις σε περιοδικά στο Κίεβο, ανεβαίνω στη Μόσχα για μεταπτυχιακές σπουδές, γράφω διατριβή για το Σολωμό και δουλεύω στο Ινστιτούτο Παγκόσμιας Λογοτεχνίας, 17 χρόνια. Είμαι ο πρώτος που έχω μεταφράσει και δημοσιεύσει Καζαντζάκη, «Ο Χριστός ξανασταυρώνεται» και «Καπετάν Μιχάλης», στα ρώσικα. Μετά, δημοσιεύω την πρώτη συλλογή με ποιήματα του Σολωμού, άλλη μια ποιητική συλλογή με ποιήματα του Παλαμά, και δυο-τρία μυθιστορήματα. Δημοσιεύω καμιά δεκαριά βιβλία, στα ρωσικά, στη Μόσχα, την πρώτη μονογραφία σε όλη την ιστορία της Ρωσίας για την ελληνική λογοτεχνία, κάνω ομιλίες για τη νέα ελληνική λογοτεχνία και γράφω δυο βιβλία, εκ των οποίων μου κόψανε το ένα γιατί εντωμεταξύ είχα ενταχθεί στο ΚΚΕ εσωτερικού. Οι μελέτες μου συνεχίστηκαν στην Ελλάδα.
Μοιρολόγια
Ξεκίνησα από τα Γρεβενά, να κάνω μια ομιλία, το 1980, κι έτσι προχώρησα την έρευνα αρχίζοντας από τη μητέρα μου. Γύρισα όλη την Ελλάδα, ήταν μια καλή ευκαιρία να γνωρίσω τις γριές μας που είναι πάνσοφες∙ πήγα στην Κύπρο, πήγα στην Κάτω Ιταλία και στη Μαριούπολη, στην Ουκρανία. Πήγα και στη Βουλγαρία, αλλά εκεί κατέγραψα με το μαγνητόφωνο βουλγάρικα μοιρολόγια που δεν έχουν δημοσιευτεί τα οποία ζήτησε η βουλγάρικη Ακαδημία. Τα θεωρητικά συμπεράσματα, σε μεγάλο βαθμό, βγήκαν από τις συζητήσεις με τις γριές, τις Ελληνίδες. Βρήκα ανταπόκριση παντού. Στη Ρόδο, ο πατέρας μιας φοιτήτριάς μου, παπάς, με κάλεσε να καταγράψω μοιρολόγια από τρεις μοιρολογίστρες. Πριν φτάσουμε στο χωριό, μαθαίνω ότι γίνεται μια κηδεία. Σταματάω και λέω σε δυο παιδιά, πηγαίνετε να ρωτήσετε αν μπορώ να καταγράψω τα μοιρολόγια που λένε. Βγαίνει ο γιος του μακαρίτη και μου λέει, μπες μέσα και γράψε. Και λέει στη μάνα του και στη θεία του, ο κύριος είναι ο τάδε και κάνει αυτό, να πείτε όλα τα μοιρολόγια απ’ την αρχή! Απίθανο! Απ’ τα καλύτερα μοιρολόγια που άκουσα.
Έχω δημοσιεύσει δυο τόμους, μοιρολόγια απ’ όλη την Ελλάδα, και ετοιμάζω τον τρίτο τόμο, περίπου 250 σελίδες είναι έτοιμες. Έτσι γνώρισα την Ελλάδα.
Ο Ρήγας τραγουδάει και χορεύει
Έχω διαβάσει σχεδόν όλη την αρχαία ελληνική γραμματεία, αλλά εκείνο που με ενδιέφερε για μια μεγάλη περίοδο ήταν τα θούρια στην Αρχαία Ελλάδα ως σήμερα. Και, μάλιστα, έβρισκα μεγάλη συγγένεια ανάμεσα στα θούρια διαφόρων εποχών. Ήμουν ο πρώτος που κατέταξε το «Τη υπερμάχω στρατηγώ τα νικητήρια» στα θούρια. Μ’ αυτό το τραγούδι πολέμησαν και έδιωξαν τους Αβάρους στην Κωνσταντινούπολη.
Από τον Όμηρο, τον Τυρταίο και τον Σοφοκλή, το «Παίδες Ελλήνων, ίτε» στη Σαλαμίνα μέχρι το «Τη υπερμάχω…», το «Θούριο» του Ρήγα και τα αντάρτικα τραγούδια, υπάρχει μια συνέχεια.
Ο Ρήγας Βελεστινλής είναι μια από τις πιο συμπαθείς μορφές της ιστορίας και της ποίησης. Τολμηρός, ετοίμαζε επανάσταση με τα θούρια του! Μου έκανε εντύπωση ότι σε συναθροίσεις στη Βιέννη, εκεί που τον πιάσανε, έπαιζε και τραγουδούσε τα θούρια του ο ίδιος και τα χόρευε κιόλας! Κι έτσι προωθούσε την επανάσταση. Απίθανη μορφή.
Ο Τερτσέτης λέει ότι μ’ αυτά τα τραγούδια κάναμε επανάσταση, ξεσηκώσαμε τον Ελληνισμό. Υπάρχουν εποχές που χωρίς τον Ρήγα δεν μπορούμε να κάνουμε. Και σε άλλες εποχές που ξεχνιέται ο Ρήγας, δεν τον σηκώνει η εποχή. Αλλά σε κάθε επαναστατική εποχή ο Ρήγας ξανάρχεται στην επιφάνεια. Τον τραγούδησα κι εγώ, στο βουνό.
Έχω καταλήξει στο συμπέρασμα ότι οι Έλληνες σε διάφορες επαναστάσεις ή προεπαναστατικές περιόδους ή σε καινούργιο κύμα επανάστασης, επέστρεφαν στον Ρήγα τον Βελεστινλή. Είπε πολλά αυτός ο άνθρωπος, φιλελεύθερος, πληθωρικός, έτοιμος να δώσει τη ζωή του και την έδωσε, οπότε τα θούρια συνδέονται με την Ελλάδα, με το βηματισμό της, γι’ αυτό κι επανέρχεται σε κάθε επαναστατική περίοδο και ανεξάρτητα από το ποιοι είναι οι στόχοι της καινούργιας επανάστασης, είτε είναι αστική είτε σοσιαλιστική είτε λαϊκή, ο Ρήγας ξανατραγουδιέται. Εγώ τα τραγούδησα στο βουνό.
Μία, δύο, πολλές επαναστάσεις
(Οι επαναστάσεις δεν έφεραν το ποθητό αποτέλεσμα), αλλά το ποθητό είναι μπροστά. Στη δική μας την αντίσταση, έχουμε δυο εκατομμύρια Έλληνες οργανωμένους στο ΕΑΜ. Έχουμε 600 χιλιάδες Επονίτες. Έχουμε κοντά 100 χιλιάδες Ελασίτες. Έχουμε ένα κίνημα αλληλεγγύης. Έχουν γραφτεί περίπου 250 τραγούδια, όσα γράφτηκαν και για την επανάσταση του 1917. Τίποτα δεν χάθηκε. Αυτά είναι μπροστά. Για να νικήσει η αστική δημοκρατία χρειάστηκαν στη Γαλλία τουλάχιστον τέσσερις επαναστάσεις, 1779, 1830, 1848 και 1873. Τρεις φορές είχαμε παλινόρθωση της μοναρχίας. Εμείς μπορεί να χρειαστούμε και περισσότερες, γιατί θέτουμε ως θέμα την κατάργηση της μεγάλης ατομικής ιδιοκτησίας.
Οι Ρώσοι έχουν μια παροιμία. Η πρώτη τηγανίτα σβολιάζει. Δεν νομίζω ότι είναι για πέταμα η Οκτωβριανή Επανάσταση, αλλά το ζήτημα είναι ότι δεν είχαμε ποτέ τον ερχομό μιας νέας κοινωνίας με την πρώτη επανάσταση. Ποτέ! Η ιστορία δεν βιάζεται. Εμείς βιαζόμαστε. Με ρωτάει η μακαρίτισσα η μάνα μου: παιδί μου, το σοσιαλισμό θα τον δω στην Ελλάδα; Όχι, μανούλα μου. Γιατί αγωνιστήκαμε; Για το σοσιαλισμό. Θα ‘ρθει όταν θα ‘ρθει η ώρα του. Η Οκτωβριανή Επανάσταση το δούλεψε το μοντέλο του σοσιαλισμού, αλλά απέτυχε. Μην τα φορτώνουμε στους εχθρούς. Εσωτερικά απέτυχε.
Αυτό είναι, όμως, το στερεό έδαφος που θα πατάει η κάθε επανάσταση. Θα έχουμε δεύτερη κι εγώ νομίζω ότι πάλι θα έχουμε αποτυχία. Πόσες φορές χρειάστηκε να πετάξουν στο διάστημα και να έχουν αποτυχία. Αυτό γίνεται και στην κοινωνία. Η επόμενη προετοιμασία της επανάστασης παίρνει υπόψη της και τα θετικά και τα αρνητικά της πρώτης επανάστασης, διορθώνει όσα μπορεί, κάνει τη δεύτερη επανάσταση, πάλι αποτυχία κ.λπ. κ.λπ. Αφού στη Γαλλία μόνο στην τέταρτη επανάσταση ήρθε η αστική τάξη στην εξουσία, γιατί εμείς να έχουμε καλύτερη τύχη, οι μαρξιστές, αφού πάμε να καταργήσουμε τις κοινωνικές ανισότητες;
Κάθε επόμενη σοσιαλιστική επανάσταση θα φέρνει καινούργια στοιχεία. Θα προχωρεί μπροστά. Την πρώτη φορά όλα είναι πειραματισμοί. Δεν ξέρει κανείς τι ακριβώς να κάνει. Όπως έχουμε τους πειραματισμούς στις τεχνικές επιστήμες, το ίδιο συμβαίνει και με τις ουμανιστικές επιστήμες. Πρέπει να κάνεις πολλά πειράματα για να πετύχεις τελικά. Ειδικά η δική μας επανάσταση που πάει να φτιάξει ένα καινούργιο κόσμο χωρίς τάξεις και τα μέσα παραγωγής να περάσουν άμεσα στους εργαζόμενους. Αυτό είναι το ζητούμενο, γι’ αυτό λέω ότι θα έχουμε μία και δύο και τρεις αποτυχίες ώσπου να έχουμε την τελική επιτυχία. Πότε θα γίνει σοσιαλισμός; Ρωτούσε η μάνα μου. Μάνα ‘μ, ούτε εσύ θα τον δεις, ούτε εγώ θα τον δω, τα παιδιά μου δεν θα τον δουν, απ’ τα εγγόνια και πέρα…
Οι αλλαγές στην κοινωνία δεν είναι τόσο εύκολες και δεν είναι τόσο σύντομες. Πρέπει οι άνθρωποι να πάθουν πολλά και να μάθουν από τις αποτυχίες τους. Μαθαίνω θα πει δεν τις επαναλαμβάνω. Απορρίπτω τις αποτυχίες και προχωρώ μπροστά. Γι’ αυτό, λέω, τα δισέγγονά μου θα ζήσουν στο σοσιαλισμό, όχι, όμως, αυτόν που υπήρξε στη Σοβιετική Ένωση, πολύ πιο προωθημένο που θα παίρνει όλες τις αξίες υπόψη του. Αν ο σοσιαλισμός δεν είναι πολλά σκαλοπάτια πιο ψηλά, να μην τον κάνουμε. Ο Μαρξ μίλησε για αυτορυθμιζόμενο σοσιαλιστικό σύστημα. Δεν ήταν αυτορυθμιζόμενο στη Σοβιετική Ένωση. Όσο περνούσε ο καιρός γινόταν όλο και πιο γραφειοκρατικό και καταπιεστικό. Χάσαμε μια επανάσταση, θα χάσουμε άλλες δυο-τρεις και θα πετύχουμε ύστερα. Δεν έχουμε άλλο δρόμο από το σοσιαλισμό, αλλά τον σωστό, τον ανθρώπινο σοσιαλισμό.
Από ψυχές ανοιχτές και φλεγόμενες
«Η λέξη μέσα στα ημιστίχια, στο στίχο, οι στίχοι μέσα στο τραγούδι, όταν έχει τραγουδηθεί από εκατομμύρια στόματα, από ψυχές ανοιχτές και φλεγόμενες από νέα ιδανικά και κοινωνικά οράματα, (καναδυό εκατομμύρια στην Ελλάδα, πολλές δεκάδες εκατομμύρια στη Ρωσία – ΕΣΣΔ), έχουν πια περάσει από την επεξεργασία λείανσης του λόγου όπως το βότσαλο στην ακρογιαλιά από τα κύματα της θάλασσας και έχουν πια αποτυπωθεί όχι μόνο στον εσωτερικό κόσμο των ξεχωριστών ανθρώπων και ομάδων, αλλά ολόκληρου του έθνους-λαού. Από εκεί και πέρα ζουν τη δική τους κανονική ζωή, λειτουργώντας αισθητικά κάθε φορά που το ζητήσει η ιστορία: η κάθε νέα επαναστατική γενιά. Που θα το ξανατραγουδήσουν ανθρώπινα χείλη. Οι έννοιες, η δομή-κατασκευή τους, οι ρυθμοί ποίησης και μουσικής πολλαπλασιάζονται με τους αριθμούς που έχουν περάσει από τα στόματα-ψυχές κάθε φορά που τραγουδιέται το κάθε τραγούδι δημόσια ή προσωπικά, φωναχτά ή άφωνα, με εσωτερικό μουρμούρισμα ή με απλή ανάμνηση που τελικά κατοχυρώνεται στον εθνικό-λαϊκό πολιτισμό όχι μόνο του είδους, αλλά και του κοινωνικού οράματος. Μετατρέπεται σε ζώσα ιστορία, σε απαίτηση για τη νίκη των ίδιων ιδεών, αλλά πάντοτε με τους αναγκαίους εκσυγχρονισμούς και τις λειτουργικές διορθώσεις. Που συντελούν, με τη σειρά τους, στη διαιώνιση της απαίτησης για τις συγκεκριμένες κοινωνικές και ηθικές αλλαγές της κάθε γενιάς.
Έτσι, το επαναστατικό τραγούδι μετατρέπεται σε ανεξάντλητο συσσωρευτή ισχυρών προθέσεων, διαθέσεων, μεγάλων ελπίδων, διαχρονικών αγώνων για την εκπλήρωση των κοινωνικών αιτημάτων και τελικών κοινωνικών στόχων της όποιας εποχής και γενιάς. Θεωρώ κανόνα και ιστορική νομοτέλεια την πραγματοποίηση στη ζωή της κοινωνίας των ονείρων, του οράματος έθνους-λαού που εμπεριέχονται στα τραγουδημένα κείμενα, αφού χύθηκε ποτάμι το αίμα στο βωμό της ιδέας, της ηθικής και του δικαίου. Ο μοναρχικός στις απόψεις του, δημοκρατικότατος στα μεγάλα λογοτεχνικά του έργα, Ονορέ ντε Μπαλζάκ, είπε ότι το αίμα που χύνεται για την ελευθερία δεν πάει ποτέ χαμένο. Κάνει τη δεύτερη ζωή του στο νου, στις φλέβες και την καρδιά των ομοϊδεατών που χρόνο με το χρόνο αυγαταίνει και αυγαταίνουν. Για τούτο, λέω, διπλό το αίμα και η ζέση στη δράση των κατοπινών γενιών. Διπλή η πίστη και η βεβαιότητα.»
(απόσπασμα από το κείμενο «Η διαλεκτική σχέση Επαναστατικής ζύμωσης και Επαναστατικού τραγουδιού, Επαναστατικού τραγουδιού και Επανάστασης»)
Οι ιδέες και τα ιδανικά δεν πεθαίνουν
«Οι δυνάμεις της επανάστασης, υλικές και πνευματικές-ψυχολογικές δεν είναι ανεξάντλητες. Σε κάθε στροφή της πορείας και σε μεγάλες δυσκολίες τα πάντα λιγοστεύουν. Μέσα από την κούραση σωματική και πνευματική, αρχίζουν οι αμφιβολίες για την πραγματοποίηση των σχεδόν ουτοπικών υποσχέσεων και προσδοκιών. Αρχίζουν οι αποστάσεις, παραπέρα οι αποχωρήσεις από τις οργανωμένες γραμμές του εγχειρήματος που θα έκαμε τη ζωή μόνιμα απόλυτα καλή, με την πρωτύτερη αναμονή για εκπλήρωση όλων των υποσχέσεων της επανάστασης. Ραγίζεται, σε μερικούς σπάει κιόλας, η απόλυτη πίστη και η βεβαιότητα της επιτυχίας. Οι αρχικά προοδευτικές και ριζοσπαστικές ιδέες, οι μεγαλεπήβολοι στόχοι χάνουν το νόημα και την προωθητική τους δύναμη, σιγά-σιγά εκφυλλίζονται και αδρανοποιούνται. Η επανάσταση εξαντλεί τις δυνατότητες επίδρασης στην κοινωνία και κλείνει τον κύκλο ζωής της. Με την παλινόρθωση θεσμών που είχε παραμερίσει ο επαναστατικός χείμαρρος.
Οι ιδέες και τα ιδανικά των μεγάλων ριζοσπαστικών επαναστάσεων δεν πεθαίνουν: αποχωρούν εθελούσια· μπαίνουν σε πορεία αυτογνωσίας, ωρίμανσης και μαζί με τις νέες δυνάμεις προετοιμάζουν τη συνέχιση και τη νικηφόρα έκβασή τους. Εφόσον τα ιδανικά εξανθρωπιστούν και οι νέοι επαναστάτες ωριμάσουν για τη νικηφόρα έφοδο. Η πορεία αυτή συνεχίζεται έως ότου οι άνθρωποι πετύχουν το ανάστημα των ιδεών και οι ιδέες ταυτιστούν με τις δυνατότητες, τις θελήσεις και τις προσδοκίες των ανθρώπων.»
(απόσπασμα από το κείμενο «Η διαλεκτική σχέση Επαναστατικής ζύμωσης και Επαναστατικού τραγουδιού, Επαναστατικού τραγουδιού και Επανάστασης»)