Αν… σε κόβουν κομματάκια και ορμάν`
σου πίνουνε το αίμα και γελάν`
με τα δικά σου δάκρυα μεθάν`
τη σκέψη σου σιγά σιγά ρουφάν`

Δημήτρης Μητσοτάκης, Αν

Αν δεν κάνω λάθος πριν από μια δεκαετία ακριβώς, μια καλή μου φίλη μου έστελνε ένα λινκ για να ακούσω το «Αν» του Δημήτρη Μητσοτάκη στη… θυγατρική εκδοχή, όπου τραγουδά όλη η οικογένεια.

Διασκεδάσαμε κι εμείς οικογενειακώς με το «αν ήταν οι μπάμιες κρουασάν» και συνυπογράψαμε το αίτημα «να πέφτουν τα παιχνίδια να μη σπαν’».

Κι αυτό δεν είναι το μόνο του τραγούδι που αγαπήσαμε. Από την εποχή της «Ενδελέχειας» ο συνθέτης και μουσικός είχε τον δικό του τρόπο να παρεμβαίνει τόσο καλλιτεχνικά όσο και βαθύτατα πολιτικά.

Με το «Κούλη θ’ αλλάξω επίθετο» είχε μπει στο μάτι αστοιχείωτων δημοσιογράφων που αναρωτιόντουσαν «ποιος είναι αυτός ο Μητσοτάκης;» Διότι μόνο τη γνωστή οικογένεια γνωρίζουν και υπηρετούν.

Αν και έχει εκδώσει και τρία λογοτεχνικά βιβλία, τα «Σκισμένα ημερολόγια» που κυκλοφορούν από τις εκδόσεις Τόπος είναι το πρώτο του που διάβαζα.

Μια συλλογή διηγημάτων που ζωντανεύουν μια ολόκληρη εποχή. Χιούμορ, νοσταλγία, αυτοσαρκασμός, συγκίνηση, ενίοτε εξομολογητική διάθεση. Αν και ο ίδιος ισχυρίζεται πως δεν είναι συγγραφέας, δείχνει όπως και με τους στίχους του ένα σπάνιο και αιχμηρό τρόπο αν πιάνει τον σφυγμό της κοινωνίας.

Θα μπορούσα να χαρακτηρίσω αυτή τη συλλογή ως μια μακριά μπαλάντα για τις δεκαετίες του ’70 και του ’80. Μέσα από το βίωμα μπορούμε να καταλάβουμε και αυτά που μας έφεραν ως εδώ. Ένα απολαυστικό ανάγνωσμα.

 

Πού μας ταξιδεύουν τα «Σκισμένα ημερολόγια»; Είναι μια νοσταλγία για το παρελθόν ή μια διάθεση υπέρβασής του;
Τα «Σκισμένα ημερολόγια» είναι μια συλλογή 36 διηγημάτων. Πρόκειται για ιστορίες εμπνευσμένες από παιδικές αναμνήσεις και ευτράπελα, από εφηβικά σκιρτήματα και συγκρούσεις ενηλίκων, αλλά και ιστορίες, που ενώ είναι φανταστικές, είναι βαθιά βιωμένες και βρίσκονται εντελώς μέσα στο περιβάλλον μου, τόσο χρονικά όσο και τοπικά. Ο Πειραιάς, η Καλλιθέα, η Κρήτη, τα παιδιά του ‘70, οι έφηβοι του ‘80, ροκάδες και νεορεμπέτες μουσικοί και η σύγχρονη Αθήνα όλα μαζί σε ένα παζλ ρεαλισμού, ευτράπελων καταστάσεων αλλά και τρυφερότητας. Αν και δεν μου αρέσει να νοσταλγώ, σε κάποια κείμενα, το παρελθόν ξεπηδά αυτόματα. Δεν επιζητώ όμως τη νοσταλγία μιας κι έρχεται σε σύγκρουση με τη διάθεσή μου για δράση και για νέα πράγματα, για αυτό και ποτέ δεν την επιζητώ παρά μόνο ως αφορμή για κάτι καινούργιο. Ό,τι ζήσαμε είναι εκεί και μας σημάδεψε, όμορφα ή άσχημα, αλλά είναι εκεί, ανήκει στο παρελθόν κι εκεί ας μείνει. Από την άλλη σκέφτομαι πολλές φορές πως η διάθεση για υπέρβαση είναι μια άλλη μορφή νοσταλγίας. Ίσως με περισσότερο άλγος από ότι νόστο αλλά είναι. Τα «Σκισμένα ημερολόγια» είναι ό,τι σώθηκε από μια εξομολόγηση χωρίς αποδέκτη, κείμενα που καταστράφηκαν ανηλεώς από τον σκληρό χρόνο και τώρα παρουσιάζονται με τη μορφή που τα διαφύλαξε η μνήμη. «Η ζωή και η μυθοπλασία σε ένα μπραντεφέρ χιούμορ και σκληρότητας, όπου δεν υπάρχει νικητής», όπως λέω και στο οπισθόφυλλο του βιβλίου.

Εσάς τι νιώθετε ότι σας καθόρισε περισσότερο από τα βιώματα της εφηβείας και της παιδικής ηλικίας;
Ο Γάλλος θεωρητικός και φιλόσοφος Ρολάντ Μπαρτ υποστήριζε πως η πραγματική μας πατρίδα είναι η παιδική μας ηλικία. Ο Φρόιντ πάλι έλεγε πως είμαστε το προϊόν των παιδικών μας τραυμάτων και από τέτοιου είδους τραύματα όλοι, λίγο πολύ, έχουμε μια καλή «συλλογή». Θεωρώ πως ο θάνατος του πατέρα μου, όταν εγώ ήμουν 8 ετών, ήταν το πιο δυνατό, παιδικό βίωμα που με συντάραξε. Στο διήγημα μου «Ο Λευτέρης» αναφέρομαι στον πατέρα μου και στο γεγονός αυτό. Αρκετά διηγήματα έχουν αναφορές σε αγαπημένα πρόσωπα, στα δύσκολα, από οικονομικής πλευράς, παιδικά χρόνια, αλλά και στους έρωτες της εφηβείας που είναι το ίδιο σκληροί με την απώλεια, κάτι σαν μικροί θάνατοι. Οι πρώτες προσπάθειες να βγω από το αυγό μου, τόσο επαγγελματικά όσο και κοινωνικά επίσης αποτελούν σταθμούς και με έχουν σημαδέψει ανεξίτηλα.

«Δεν είμαι συγγραφέας. Μουσικός είμαι. Γράφω σαν να βαράω τα τύμπανα. Το πληκτρολόγιο αναστενάζει. Παίζω πάνω του ρούμπες, σάμπες, μποσανόβες, καρσιλαμάδες, σουίνγκ»

Η πεζογραφία στην οποία έχετε εδώ και χρόνια παρουσία σε ποια σημεία τέμνεται με το τραγούδι;
Δεν τα διαχωρίζω και πολύ. Και τα δυο έχουν θέμα, ρυθμό, αρμονία, αρχή, μέση και τέλος. Και τα δυο θέλουν ψυχή, ειλικρίνεια, πρωτοτυπία, τεχνική. Η πεζογραφία έχει μεγαλύτερη έκταση φυσικά, αλλά υποσυνείδητα την αντιμετωπίζω σαν έναν… μεγάλο αριθμό τραγουδιών! Σε ένα παλιότερό μου κείμενο έγραφα σχετικά: «Δεν είμαι μουσικός. Συγγραφέας είμαι. Απαγγέλω στίχους ρυθμικά. Σαν ραψωδός. Μουσική αν θες ν’ ακούσεις βάλε Μότσαρτ ή Ντιούκ Έλλινγκτον. Τράβα στο Μέγαρο σε καμιά συμφωνική που μας έκανε τη χάρη να ‘ρθει κι από ‘δω. Αγόρασε ένα δίσκο του Μάλερ, του Κουρτ Βάιλ, του Μραμς, του Νίνο Ρότα, στην ανάγκη του Παναγιώτη Τούντα.
Δεν είμαι συγγραφέας. Μουσικός είμαι. Γράφω σαν να βαράω τα τύμπανα. Το πληκτρολόγιο αναστενάζει. Παίζω πάνω του ρούμπες, σάμπες, μποσανόβες, καρσιλαμάδες, σουίνγκ. Το space είναι η γκρανκάσα, τα γράμματα ταμπούρα, τομ μικρά και βαθιά, κι από πάνω τα F και οι αριθμοί κάθε λογής πιατίνια. Παλιά που έγραφα με το χέρι, έπαιζα ένα φτωχό τουμπερλέκι με δύο μόνο ήχους: ντουμ-τεκ. Γράφω για να εξασκώ την τέχνη μου στα κρουστά και επειδή τα τύμπανα κάνουν πολύ φασαρία». Διαλέγεις και παίρνεις.

Ποιο από τα διηγήματα που περιλαμβάνονται στη συλλογή είναι αυτό που εσείς θα ξεχωρίζατε και γιατί;
Εννοείται πως δεν θα απαντήσω σε αυτή την ερώτηση (γέλια). Τα διηγήματα έχουν διαφορετικές διαθέσεις και ατμόσφαιρες. Άλλα είναι συναισθηματικά, άλλα ρεαλιστικά με στοιχεία κυνισμού θα έλεγα, άλλα κωμικά, άλλα ερωτικά. Κάθε ένα έχει τη θέση του μέσα στη συλλογή και λόγω της ποικιλίας τους κάθε φορά με αγγίζει άλλο, ανάλογα με τη διάθεση. Απολαμβάνω πάντως τα σχόλια των αναγνωστών και βλέπω ότι ο καθένας έχει άλλα αγαπημένα μάλλον για τους παραπάνω λόγους. Όσο πιο πολύ διίστανται οι απόψεις τόσο το καλύτερο για μένα.

«Και αν ξυπνήσει η καρδιά τα πάντα θα σαρώσει / γιατί δεν έχει σύνεση, μυαλό να την προδώσει», λέτε στην «Πρέσα» το νέο σας τραγούδι. Πιστεύετε πως αυτό που μας λείπει σήμερα είναι η καρδιά για ν’ αλλάξουμε τα πράγματα;
Βλέπω την κατάστασή μας σαν την ιστορία μιας καταπιεσμένης γυναίκας σε έναν κακό γάμο. Φανταστείτε: Η γυναίκα δεν είναι οικονομικά αυτοδύναμη, φοβάται, τρέμει για το μέλλον. Η γυναίκα κακοποιείται, τρώει ξύλο, τρομοκρατείται. Η γυναίκα φοβάται για τη ζωή της και για τη ζωή των παιδιών της. Η λογική τής λέει πως αν φύγει από το σπίτι θα χαθεί. Σκέφτεται πως είναι μια άχρηστη, μια ανειδίκευτη που έτσι και βγει έξω θα καταστραφεί. Σκύβει το κεφάλι και υπομένει. Τρώει τις σφαλιάρες της αδιαμαρτύρητα, εκτελεί τα συζυγικά της καθήκοντα αγόγγυστα, μπαίνει μπροστά όταν μαλώνουν τα παιδιά της και, σαν κυματοθραύστης, τρώει αυτή ξύλο αντί για εκείνα. Και μια μέρα δεν αντέχει άλλο. Η λογική υποχωρεί. Η καρδιά επαναστατεί και παίρνει το πάνω χέρι. Η γυναίκα τα μαζεύει και φεύγει. Ο φόβος χάνει το παιχνίδι. Η γυναίκα απελευθερώνεται. Κόντρα σε κάθε αμφιβολία βγαίνει στον δρόμο αναζητώντας αέρα, ελεύθερο χώρο και νέα ζωή. «Αν δω στον ύπνο μου φωτιές μου λεγε η γιαγιά μου / ένα μεγάλο βάσανο θα φύγει απ’ την καρδιά μου / και αν ξυπνήσει η καρδιά τα πάντα θα σαρώσει / γιατί δεν έχει σύνεση, μυαλό να την προδώσει».

Σχόλια

Σου άρεσε αυτό το άρθρο; Ενίσχυσε οικονομικά την προσπάθειά μας!