Αν κι ο τίτλος του βιβλίου του γνωστού φωτογράφου Σπύρου Σταβέρη, που κυκλοφορεί από τις εκδόσεις «Πόλις», είναι «Δεν υπάρχει τίποτα πίσω από μια φωτογραφία», στην πραγματικότητα υπάρχουν πολλές-πολλές ιστορίες.

Κομμάτια κι αποσπάσματα, όπου κάθε φωτογραφία συνοδεύεται από κείμενο, άλλοτε πολύ σύντομο κι άλλοτε πιο εκτεταμένο. Αναμνήσεις από την παιδική ηλικία, συναντήσεις στον δρόμο, έρωτες και φιλίες, καρτ ποστάλ, οίκοι ανοχής, νησιά, ψώνια στα μαγαζιά, πολιτική στράτευση, απαγορευμένα φιλιά, γειτονιές –κυρίως– της Αθήνας και του Παρισιού, το βασικό δίπολο της ζωής του συγγραφέα…

Κι όμως… Μέσα από τις ετερόκλητες αφηγήσεις και φωτογραφίες ξεπηδά ένας ιστός που μας δίνει την πολυχρωμία της ζωής. Που παρά τα όσα λέγονται δεν είναι μυθιστόρημα και δεν ακολουθεί μια ευθύγραμμη πορεία.

Είναι γεμάτη τεθλασμένες, αλλαγές πλεύσης, στιγμές που φεύγουν και δεν ξανάρχονται, πρόσωπα που εμφανίζονται ξαφνικά για να χαθούν στην ομίχλη, εικόνες που αιχμαλωτίζουν ανεξήγητα το βλέμμα μας και επιμένουν να επανέρχονται σε αντίθεση με άλλες που σβήνουν.

Όντας νεότερος κατά μια οκταετία από τον συγγραφέα, υπήρχαν σημεία σύγκλισης και παράλληλα αποστάσεις. Διαβάζοντας, είχα μπροστά στα μάτια μου μεγαλύτερους φίλους, αλλά και αυτά που μας άφησαν οι προηγούμενοι ως κληρονομιά. Κι ο ίδιος ο φωτογράφος- συγγραφέας μοιράζεται μαζί μας την κληρονομιά που έλαχε στον ίδιο.

Τελικά, το διάβασα σαν μυθιστόρημα. Και με κράτησε από την πρώτη, μέχρι την τελευταία του λέξη…

Πώς προέκυψε η σκέψη για το συγκεκριμένο βιβλίο; Είναι κείμενα που γράψατε παλιότερα ή ειδικά για την έκδοση;

Η ιδέα του βιβλίου προέκυψε τυχαία όταν βρέθηκαν σημειώσεις που υπήρχαν σε παλιά τετράδια, από την εποχή που ανακάλυπτα μόνος μου την Αθήνα. Επιστρέφοντας τα βράδια από πολύωρες και εξαντλητικές πολλές φορές περιπλανήσεις, κατέγραφα όλα όσα είχα δει και αισθανθεί στη διάρκεια της ημέρας, με λεπτομερείς περιγραφές. Διαισθανόμουν ότι η φευγαλέα στιγμή της φωτογραφίας είχε κάτι το λειψό, κι ότι έπρεπε να συμπληρωθεί με όσο το δυνατόν πιο πιστές παρατηρήσεις. Ένας λόγος παραπάνω ήταν ότι τις περισσότερες φορές δεν είχε να κάνει με μία ουδέτερη ή αντικειμενική καταγραφή, αλλά με μία «εμπλοκή» μου στο συμβάν και στις τυχαίες σχέσεις ή και στις γνωριμίες που μπορούσαν να προκύψουν. Αυτό μου το επέτρεπε η τότε ζωή μου, που ήταν ακόμη «ανοιχτή», χωρίς τους περιορισμούς που επιβάλλει η οικογενειακή και επαγγελματική συνθήκη. Αργότερα, όταν ξεκίνησα να συνεργάζομαι με έντυπα, σταμάτησα ουσιαστικά να κρατάω σημειώσεις. Συνειδητοποίησα πως η ένταση, ακόμη για ένα γρήγορο πορτρέτο, ήταν τέτοια που δεν με άφηνε να κρατήσω κάτι άλλο από τις λήψεις. Ένιωθα μετά ότι είχα αφήσει σ’ αυτές όλη την ενέργειά μου. Και βέβαια, είναι πολύ κρίμα, γιατί έχασα έτσι όλα τα «παραλειπόμενα» από συνομιλίες και απρόοπτα στις συναντήσεις που τύχαινε να μου κανονίζουν με πολύ σπουδαίες προσωπικότητες. Από την Μαργαρίτα Καραπάνου, για παράδειγμα, χωρίς τη βοήθεια ενός τότε άμεσου σημειώματος, θυμάμαι μόνο αυτό που μου δείχνουν οι φωτογραφίες.

«Για τον φωτογράφο υπάρχει πίσω από την καταγραφή ένα σύνολο συναισθημάτων, σκέψεων και μύχιων συνειρμών που συμπληρώνουν την εικόνα, την διαπερνούν αστραπιαία ή εγγράφονται βαθύτερα σ’ αυτήν»

Επειδή υπήρχε αυτή η μόνιμη απογοήτευση, ότι δεν συγκράτησα δηλαδή, ούτε στο χαρτί, αλλά ούτε και στη μνήμη, από τις τόσες φωτογραφίσεις, κάτι πέρα από τις ίδιες τις φωτογραφίες, με χαροποίησε ιδιαίτερα η πρόσφατη ανακάλυψη ότι αρκετές φωτογραφίες της πρώτης εκείνης περιόδου συνδέονται με παρατηρήσεις, ή και μερικές φορές με ολόκληρες μικρές ιστορίες. Τις συγκέντρωσα και πρότεινα την ιδέα στον κύριο Γκιώνη και στις εκδόσεις Πόλις, που την δέχτηκαν.

Πολλές φορές το κείμενο μοιάζει να μην έχει άμεση σχέση με τη φωτογραφία που το συνοδεύει. Πώς προκύπτει ο συνειρμός;

Με προβλημάτισε η ερώτησή σας και ανέτρεξα πάλι στο βιβλίο για να δω πόσα κείμενα θα μπορούσαν να μην έχουν τόσο ξεκάθαρη σχέση με την αντίστοιχη φωτογραφία τους. Ίσως σε μερικές η σχέση αυτή να είναι πράγματι ελλειπτική, ή και κάπως «μυστική», δηλαδή γνωστή σε μένα περισσότερο, αλλά τις πιο πολλές φορές είναι άμεση, ή τουλάχιστον υποδηλώνεται από το κείμενο. Μπορεί να μην υπάρχει η φωτογραφία του Christian Caujolle δίπλα στο γράμμα που του απευθύνω, αλλά συνοδεύεται από το απόσπασμα στην εφημερίδα της φωτογραφίας που ο ίδιος διάλεξε για τη μικρή έκθεση που είχα κάνει τότε στο Παρίσι, κι από το ρεπορτάζ της Αθήνας που χάρη στον ίδιο είχα αναλάβει. Το ίδιο ισχύει και για κάποιους χώρους που χρησιμεύουν ως πλαίσιο για τις ιστορίες. Αλλά ακόμη κι αν παρατηρηθεί κάποια πλήρης αναντιστοιχία, θα έλεγα πως δεν είναι κακό μερικές φορές να παρεκκλίνουμε από τον κανόνα, προκειμένου να αποφύγουμε μία πληκτική επανάληψη.

Γενικά τι είναι αυτό που συνδέει τα κείμενα μεταξύ τους, παρά τις διαφορετικές προσεγγίσεις που κινούνται μεταξύ βιώματος και διηγήματος ή ρεπορτάζ;

Αν τα συνδέει κάτι είναι κυρίως η εποχή στην οποία έγιναν οι φωτογραφίες, και η τότε επίμονη αναζήτηση του τυχαίου και της μαγείας. Και είναι και η ελευθερία του να περνάς από το ένα στο άλλο, από μία ευτυχή συνάντηση σε μία σκηνή του δρόμου, από ένα φιλικό πρόσωπο σε έναν ανώνυμο που παρακολουθείς εν αγνοία του, από κάτι που βίωσες εσύ ο ίδιος σε κάτι που σου διηγήθηκαν. Το μόνο που επιδιώχθηκε στη σειρά των κειμένων ήταν ένας κάποιος ρυθμός, δηλαδή να μην πέφτουν όλα τα μεγάλα κείμενα μαζί, και να υπάρχουν εμβόλιμα και σύντομα στιγμιότυπα.

Για εσάς ποιο κείμενο/φωτογραφία μπορεί να περιγράψει καλύτερα τι είναι αυτό το βιβλίο;

Νομίζω πως είναι οι ιστορίες που αναφέρονται σε τυχαίες συναντήσεις που προκύπτουν στους δρόμους της Αθήνας. H συνάντηση με τον μουσικόφιλο κουρέα κύριο Γουναλάκη, με τον «πρίγκιπα των μπουκαλιών», με την Ισπανίδα τραβεστί και το αγόρι της κάτω από την Ακρόπολη, με την Aprilia στο μπαρ των Φιλιππινέζων, με το εργατόπαιδο στον Ηλεκτρικό, με τη Λήδα στο τρόλεϊ, με τη μικρή προσφυγοπούλα στο ξενοδοχείο Cairo City…

Τελικά τι υπάρχει πίσω από μια φωτογραφία;

Το βιβλίο αυτό ήταν μία αφορμή για να δω κι εγώ ο ίδιος πόσο διαφορετικά μπορεί να λειτουργήσει μία φωτογραφία. Για τον φωτογράφο υπάρχει πίσω από την καταγραφή ένα σύνολο συναισθημάτων, σκέψεων και μύχιων συνειρμών που συμπληρώνουν την εικόνα, την διαπερνούν αστραπιαία ή εγγράφονται βαθύτερα σ’ αυτήν. Είναι μία αλήθεια, που χωράει βέβαια και το ψέμα και την παραπλάνηση, η οποία όμως συνυπάρχει και εμπλουτίζεται σιωπηλά με οποιαδήποτε άλλη αλήθεια που προέρχεται από άλλα συναισθήματα, άλλες σκέψεις και άλλους μύχιους συνειρμούς. Αρκεί να έχει αυτό το κάτι η εικόνα που θα μας κάνει να μην την προσπεράσουμε.

Σχόλια

Σου άρεσε αυτό το άρθρο; Ενίσχυσε οικονομικά την προσπάθειά μας!