Του Δημήτρη Μπελαντή

 

Το γεγονός ότι σήμερα οι δυνάμεις που έχουν απομείνει στη μη συστημική και μη νεοφιλελεύθερη Αριστερά της χώρας μας στερούνται στρατηγικής πρότασης είναι κάτι που αντανακλάται σε όλα τα επίπεδα. Μου έρχεται στο μυαλό η περίπτωση των Σκουριών και της δήθεν υπερεπένδυσης της Ελντοράντο. Ένα ζήτημα που έχει δημιουργήσει πολύ ισχυρές αναταράξεις.

Δεν έχω καμία αμφιβολία για το γεγονός ότι οι αγώνες των κατοίκων της Χαλκιδικής κατά της ρύπανσης και της καταστροφής της περιοχής υπήρξαν σωστοί και δίκαιοι. Ακόμη παραπάνω, άφησαν ένα ισχυρό στίγμα πίσω τους, κάτι που εκδηλώνεται και στη θολή γραμμή του σημερινού ΣΥΡΙΖΑ σε αυτό το σημείο, στην αναποφασιστικότητά τους να δώσουν το πράσινο φως στην «επένδυση».

Αυτή, όμως, είναι μόνο η μία πλευρά. Υπάρχει και μια άλλη. Η πλευρά των εργαζομένων στα ορυχεία. Η μόνη, μάλλον, περίπτωση που συστηματικά μαζεύονταν έξω από το Συμβούλιο Επικρατείας πολυάριθμα μέλη της εργατικής τάξης, του «σκληρού πυρήνα», για να διαμαρτυρηθούν για κάτι τα τελευταία χρόνια ήταν η περίπτωση των μεταλλωρύχων στις Σκουριές, συμμάχων της εργοδοσίας τους κατά μία έννοια . Είχαν δίκιο κοινωνικά και πολιτικά; Όχι, αλλά το αίτημά τους για δουλειά δεν είναι κάτι που μπορεί να αφήσει αδιάφορη μια Αριστερά, που υποτίθεται ότι αναζητά «εργατική» κοινωνική γείωση. Βεβαίως, είναι γνωστό ότι σε όλο τον αναπτυγμένο κόσμο τα αιτήματα του οικολογικού κινήματος ήρθαν συχνά σε ευθεία σύγκρουση με τους εργαζόμενους σε αντιπεριβαλλοντικά έργα. Ας θυμηθούμε το ζήτημα των πυρηνικών εργοστασίων στην Δυτική Γερμανία της δεκαετίας του 1980.

Η μια δυνατή απάντηση είναι αυτή που θεωρεί αυτά τα στρώματα καθυστερημένα, χειραγωγούμενα, μη συνειδητά κ.λπ. Είναι αρκετή αυτή η απάντηση; Δυστυχώς όχι. Από τη μια πλευρά υποστηρίζουμε μια μυθική «εργατική τάξη» κατά πλάσμα, που έχει όλου του κόσμου τις συνειδητοποιήσεις και αρετές. Από την άλλη, μιλάμε με όρους ιδεολογικού κατηχητικού σε μια πραγματική εργατική τάξη. Η κινηματική απάντηση θα έπρεπε μαζί με την πλήρη απόρριψη της «επένδυσης» της Ελντοράντο να συνοδεύεται από συγκεκριμένες αντιπροτάσεις για την οικονομική ανάπτυξη της περιοχής, πιο φιλοπεριβαλλοντικές και πιο κοινωνικά προσδιορισμένες. Όμως, μια Αριστερά που απλώς θέλει να ανεβάζει το τοπικό συμβολικό της φορτίο –και ενίοτε να εκλέγει και βουλευτές τους «ηγέτες των κινημάτων»– θεωρεί ως πολυτέλεια να έχει κάτι να πει εκτός από το «όχι» και το «κάτω».

Από την άλλη πλευρά, μου προκαλεί γέλιο η στάση οργανώσεων της Αριστεράς που το αναπτυξιακό τους μοντέλο είναι στην πραγματικότητα η «βαριά βιομηχανία σοβιετικού τύπου» του 1930 (όπως οι ίδιες δηλώνουν στα σάιτ τους, ανακαλώντας μηχανιστικά τον Μπάτση, τον Μπελογιάννη, συγγραφείς μιας ριζικά άλλης εποχής) και που την ίδια στιγμή δεν σηκώνουν μύγα στο σπαθί τους για το περιβάλλον και την προστασία του. Εξόφθαλμες αντιφάσεις; Θα ήταν σίγουρα, αν η Αριστερά ήταν μια δύναμη πολιτικής και πολιτισμικής αφύπνισης στη χώρα. Όσο λειτουργεί ως σούπερ μάρκετ ψήφων για ριζικά διαφορετικά target groups, αυτές οι αντιφάσεις αποτελούν, δυστυχέστατα, μια καθημερινή πραγματικότητα.

Σχόλια

Σου άρεσε αυτό το άρθρο; Ενίσχυσε οικονομικά την προσπάθειά μας!