του Νίκου Σταθόπουλου

Νέες παράμετροι καθιερώνονται στην πολιτική σκέψη και συνείδηση. Η αρρώστια και ο θάνατος, η συνωμοσία και το «παρασκήνιο». Και καθιερώνονται όχι σαν επικοινωνιακή διακόσμηση, αλλά σαν όροι αναστοχασμού για τη λήψη αποφάσεων. Είναι «χρυσή ευκαιρία» για το σύστημα, να αλλάξει τη διανοητική επεξεργασία των τραυματικών βιωμάτων.

Ο σύγχρονος καπιταλισμός, και πέρα από κάθε επικαιρικότητα, τελειοποιεί την εγγενή ιδιότητα του εμπορεύματος να καθιστά οικείο, έως και προσφιλές, οτιδήποτε αποκαλύπτει το απατηλόν της «μαγείας» του. Στο κραυγαλέο ψέμα των «μπλε και πράσινων κόκκων» έχει πνιγεί η κριτική συνείδηση, τόσο εύκολα ώστε να δοκιμάζεται σοβαρά η αξία του γνωσιολογικού μόχθου.

Ναι, όντως, πολλά θα αλλάξουν «μετά την πανδημία», αλλά θα πρόκειται για αλλαγές εντός της βασικής βαθιάς επιρροής της πανδημίας, δηλαδή θα πρόκειται για μια επικράτεια σκέπτεσθαι με δυναμική διαχείρισης εντελώς «πανδημιολογική». Π.χ. Το «μαχητικό συλλαλητήριο» του ΠΑΜΕ, με οργανόγραμμα ιατρικής πειθαρχίας, φωτίζει το μέλλον ενός «μαζικού αγώνα» με κουλτούρα «προληπτικής ιατρικής». Δεν είναι απλώς προσαρμογή σε ένα τρέχον κοινωνικό ένστικτο, αλλά μια «λογική», μια πεποίθηση για τη σχέση «ανατροπής» με «πραγματικό». Όταν ο Τσε υπεράσπιζε τον ρομαντισμό της εξεγερμένης του συνείδησης, το έκανε με πλήρη επίγνωση της ανάγκης να καταβυθίσουμε τα «μεταγωγικά» του γραφειοκρατικού ρεαλισμού.

ΑΥΤΗ ΤΗ ΦΟΡΑ δεν έχουμε ένα τυπικό «σοκ και δέος», όπου εύκολα και εντελώς τεχνοκρατικά το σύστημα δημιουργεί μια «εξωτερική» συναίνεση με ξεκάθαρα εκβιαστικά χαρακτηριστικά (του τύπου: «ψηφίστε συστημικά, αλλιώς θα κόψουν την χρηματοδότηση και θα πάμε σε άτακτη χρεοκοπία»). Αυτή τη φορά, δεν ακούγεται καν η λέξη «συναίνεση», αφού ο νοσοκεντρικός «ολοιμαζισμός» υποβάλλει μια συλλογική υστερία «αυτοάμυνας» με «πνεύμα σύνεσης» και «ένστικτο ζωής». Το σύστημα ταυτίζεται με την κοινωνία κι αυτή το υπερασπίζεται! Η πιο απλοϊκή σκέψη αποκτά το κύρος της βασικής θεμελιωτικής σοφίας: «Ο θάνατος δεν κάνει ταξική διάκριση. Τίποτα δεν έχει αξία χωρίς τη ζωή».

Ανιχνεύεται μια κρίσιμη υποχώρηση της έννοιας «πολιτική», απέναντι στην υπέρτερη «αναγκαιότητα» της φυσικής ύπαρξης. Δεδομένου, πάντα, ότι «πολιτική» σημαίνει δράσεις που κατατείνουν στην υπέρβαση της «ζωής» υπό την «όρεξη ανόρθωσης» που σχηματίζεται στο πεδίο του «βίου».

Η πανδημία, στη συστημική της χρήση, διευκολύνει τη γενίκευση της κομφορμιστικής κουλτούρας που εμπεριέχεται στην όποια πολιτική συνείδηση του «δικαιωματισμού», καθώς και της «διαπραγματευτικής προγραμματικότητας» όπου θεμελιώνεται ο συνδικαλισμός. Ο «άνθρωπος» μπαίνει στο δραματικό κέντρο, με αποτέλεσμα τη δραστική αποϊδεολογικοποίηση και αποηθικοποίηση της προσέγγισης, άρα την αφοπλιστική πρόταξη της «ζωής». Και έτσι, σημασία πια (θα) έχει μια κοινωνική αναπαραγωγή που δεν θα κλονίζει το Θέαμα ασφάλειας και καλά προετοιμασμένης άμυνας. Οι «κάμερες στα σχολεία» έδειξαν με ενάργεια τη σύγχυση, την επιφανειακότητα και τον «βιοτικό ρεαλισμό» του «μέσου πολίτη», σε μια δημόσια «συζήτηση» όπου η «τήρηση των υγειονομικών προδιαγραφών» δημιουργούσε τη δέουσα ανασφάλεια και, άρα, άρον-άρον προσφυγή στην «κανονική κοινοτοπία».

Ο ξεσαλωμένος καπιταλισμός της μεταβιομηχανικής αποδιάρθρωσης διαχέεται στο όλον της ζωής και του φυσικού είναι, και, έτσι, δημιουργεί καθολικές συσχετίσεις που ακυρώνουν (μάλλον, σχετικοποιούν) κάθε ως τώρα ισχύουσα μεθοδολογία κοινωνικής ανάλυσης

Η έννοια της «ρήξης», με όλα τα ρίσκα «πολεμικής ουτοπίας» που λειτουργούν, έστω και δυνάμει, εδώ, εγκαταλείπεται, καθώς η ενδότερη σημασία «οριακή σύγκρουση» (που αντικειμενικά λανθάνει στη «ρήξη») μετατοπίζεται στο καθαρό άμεσο ανθρώπινο βίωμα με τη «βία» της αγωνίας «αν θα ζούμε σε πέντε μήνες με μια νέα επίθεση ιών». Αυτές ακριβώς οι νέες εσωτερικές διαθέσεις και ζυμώσεις, πρέπει πλέον να συνυπολογιστούν σε μια φιλόδοξη ανάλυση των κοινωνικών προοπτικών.

Ο ξεσαλωμένος καπιταλισμός της μεταβιομηχανικής αποδιάρθρωσης, αυτό το εργαλειοποιημένο κοινωνικό σύστημα που διακήρυξε την εξουσία του επί του «παντοκράτορα νου» και καταλήγει τυφλό όργανο της μεγαλομανούς παράνοιας του νου: διαχέεται στο όλον της ζωής και του φυσικού είναι, και, έτσι, δημιουργεί καθολικές συσχετίσεις που ακυρώνουν (μάλλον, σχετικοποιούν) κάθε ως τώρα ισχύουσα μεθοδολογία κοινωνικής ανάλυσης.

Αυτό που δεν έχει εκτιμήσει σωστά η «επαναστατική θεωρία» είναι ότι πράγματι «οι μάζες μπαίνουν στην ιστορία», και τούτο σημαίνει ότι πρέπει να υπολογίζονται πολύ -πολύ σοβαρά ακόμα και σε «σχέδια επί χάρτου». Αναλύσεις που αναμασούν τα στερότυπα των «ταξικών συσχετισμών» και τα συναφή, θα μένουν συνεχώς πίσω από τις εξελίξεις, αν δεν αυτοαναθεωρηθούν υπέρ μιας στοχαστικής διεύρυνσης που θα συμπεριλάβει λειτουργικά τη μαζική αίσθηση και ψυχολογία. Αυτός ο παράγοντας και η πολιτισμικότητα, θα προσδώσουν στον ριζοσπαστικό προβληματισμό την έγκυρη και πειστική φρεσκάδα του ανατρεπτικού μεταουμανισμού που χρειάζεται η βασανισμένη εποχή μας. Έχουμε παραδώσει στο σύστημα τον «καημό του ανθρώπου», εγκλωβιζόμενοι μοιραία σε μια τραυλή και άκαιρη αναμετάδοση του πιο χονδροειδούς θετικισμού.

ΜΙΛΩΝΤΑΣ ΕΞΕΙΔΙΚΕΥΜΕΝΑ για την Ελλάδα, θα πρέπει να κατανοήσουμε ότι ο «ρεαλισμός» που «αναδόμησε» τη συλλογική συνείδηση στα μνημονιακά χρόνια, που μέσα από «φωτιά και σίδερο», έσυρε την κοινωνία μέσα από όλα τα «στάδια του πένθους», αυτός ο «ρεαλισμός», που με ήσυχη συνείδηση ανακαλύπτει μέχρι και «ώριμη σκέψη» στον ευτελή αχυράνθρωπο της Siemens: θα επενδυθεί μοιραία με τη «φρονιμάδα» του «τυχεροί σταθήκαμε» μεταπανδημιακού ανθρώπου, και θα λειτουργήσει εντελώς «αντεπαναστατικά» με όλη την αίγλη της «μυαλωμένης κοινωνικότητας».

Η απολιτικότητα της σχεδόν κοινωνικής ινδαλματοποίησης του Τσιόδρα και το «σεφερλικό χιούμορ» με το οποίο αντιμετωπίστηκαν οι όποιες κριτικές στην «ιατρική πολιτική τρόμου», βεβαιώνουν για μια «σοβαρότητα» υποδειγματική της κοπτοραπτικής του συστήματος. Πλέον δεν θα είναι «αντισυστημικός λόγος» (οπότε ενεργοποιούνται συνειρμοί και βιώματα άλλων αντιθέσεων) αλλά η «λογική» ενάντια στην «διαταραγμένη γραφικότητα».

Επομένως, αποκατάσταση της πολιτικής, στη ριζοσπαστική της αξιοπιστία, μπορεί μόνο να σημαίνει: εντατικοποίηση της κριτικής σκέψης και εμβάθυνση της αιρετικότητας. Όπου, το πρώτο δηλώνει έμφαση στον προσδιορισμό των προϋποθέσεων (δηλαδή ανάπτυξη του «αιτιοκρατικού λόγου», συνεπώς πλάτεμα των ερευνητικών πεδίων αναφοράς), και η «αιρετικότητα» σημαίνει άρνηση των «θέσφατων» ενός αποτυχημένου κοσμοείδωλου, με «επιδρομές για λάφυρα» και στο μέλλον και στο παρελθόν. Πλέον, το «επαναστατικό» ανακαθορίζεται με αξιοποιήσεις και από την «πρόοδο» και από τη «συντήρηση», και, κυρίως, με βαθύ σεβασμό σε όσα γεννά η αληθινή ζωή, είτε αυτά είναι «αντικειμενικά» είτε είναι «προσλήψεις» και «εσωτερικές ζυμώσεις».

Σχόλια

Σου άρεσε αυτό το άρθρο; Ενίσχυσε οικονομικά την προσπάθειά μας!