του Κώστα Μελά*

Σύμφωνα με την Ελληνική Στατιστική Αρχή (ΕΛΣΤΑΤ), στο πλαίσιο της διαδικασίας υπερβολικού ελλείμματος, το χρέος της Γενικής Κυβέρνησης (ΓΚ) το 2020 αυξήθηκε ως απόλυτο μέγεθος και ως ποσοστό του ΑΕΠ (από 331.073 εκατ. ευρώ ή 180,7% του ΑΕΠ το 2019 σε 341.086 εκατ. ευρώ ή 206,3% του ΑΕΠ το 2020).

ΣΤΗΝ ΕΙΣΗΓΗΤΙΚΗ Έκθεση του Προϋπολογισμού 2022, το 2021 προβλέπεται αύξηση του δημόσιου χρέους σε ονομαστικούς όρους (κατά περίπου 9 δισ. ευρώ στα 350 δισ. ευρώ) λόγω της επεκτατικής δημοσιονομικής πολιτικής και της επιβάρυνσης από τα δάνεια του Μηχανισμού Ανάκαμψης και Ανθεκτικότητας. Ωστόσο, ο λόγος του δημόσιου χρέους προβλέπεται να αποκλιμακωθεί σε 197,1% του ΑΕΠ το 2021, εξαιτίας της μειωτικής συμβολής του «snowballeffect» (πρόκειται για τη διαφορά μεταξύ του έμμεσου επιτοκίου δανεισμού και του ρυθμού μεταβολής του ονομαστικού ΑΕΠ) και δευτερευόντως λοιπών προσαρμογών (συμπεριλαμβανομένων των αυξημένων εσόδων από αποκρατικοποιήσεις), που υπεραντισταθμίζουν την επιβαρυντική επίδραση του πρωτογενούς ελλείμματος.

Επίσης, σύμφωνα με την Εισηγητική Έκθεση του Προϋπολογισμού, το 2022 ο λόγος του δημόσιου χρέους προβλέπεται να μειωθεί σε 189,6% του ΑΕΠ, επίσης λόγω της μειωτικής συμβολής του «snowballeffect».

Στην περίοδο 2019-2021, το χρέος της Γενικής Κυβέρνησης αυξήθηκε ως απόλυτο μέγεθος κατά περίπου 20 δισ. ευρώ, φθάνοντας τα 350 δισ. ευρώ. Αντίστοιχα από το 2012 (περίοδο του PSI) το χρέος αυξήθηκε ως απόλυτο μέγεθος κατά 45 δισ. ευρώ

Δηλαδή, στην περίοδο 2019-2021, το χρέος της ΓΚ αυξήθηκε ως απόλυτο μέγεθος κατά περίπου 20 δισ. ευρώ, φθάνοντας τα 350 δισ. ευρώ. Αντίστοιχα από το 2012 (περίοδο του PSI) το χρέος της ΓΚ αυξήθηκε ως απόλυτο μέγεθος κατά 45 δισ. ευρώ!!! (Πίνακας 1)

Παρά τα αντιθέτως λεγόμενα, σε διάρκεια 10 ετών και με αυστηρό μνημονιακό πρόγραμμα, βλέπουμε το χρέος της ΓΚ, ως απόλυτο νούμερο, να αυξάνει συνεχώς. Το βασικό ερώτημα που προκύπτει είναι αν η Ελλάδα θα καταφέρει, όχι να απαλλαγεί, αλλά τουλάχιστον να μειώσει κάποια στιγμή στο μέλλον, αυτό το δυσβάστακτο χρέος που ανεξαρτήτως αν καταφέρνει να το εξυπηρετεί, στέκει ως δαμόκλειος σπάθη πάνω από το κεφάλι της. Σύμφωνα με τις μέχρι σήμερα ενδείξεις είναι σχεδόν ακατόρθωτο. Μάλιστα το βάρος του χρέους γίνεται ακόμα πιο δυσβάστακτο επειδή το μεγαλύτερο ποσοστό του, σχεδόν το 90,0% βρίσκεται στα χαρτοφυλάκια ξένων κατόχων. Σύμφωνα με τα στοιχεία του Οργανισμού Διαχείρισης Δημοσίου Χρέους (ΟΔΔΗΧ) το 2021, το 77,0% του χρέους της ΓΚ, παρακρατείται από τον επίσημο θεσμικό τομέα των δανειστών. Αυτό, εν τοις πράγμασι, δημιουργεί απόλυτη σχέση εξάρτησης από τις ευρωπαϊκές κυβερνήσεις, δεδομένου ότι κανείς δεν μπορεί να γνωρίζει πώς θα συμπεριφερθούν σε μελλοντικές περιπτώσεις. Άλλωστε γνωρίζουμε πώς συμπεριφέρθηκαν την περίοδο των μνημονίων. Το ότι σήμερα έχουν προχωρήσει σε ρύθμιση του χρέους, (που αποτελείται κατά 99% από χρέος σταθερού επιτοκίου και κατά 77% από υποχρεώσεις προς τον επίσημο τομέα, αλλά και στη μεγάλη διάρκεια αποπληρωμών, όπως αυτή έχει διαμορφωθεί στο πλαίσιο των μεσοπρόθεσμων μέτρων ελάφρυνσης του χρέους. ΤτΕ, Νομισματική Πολιτική, Ενδιάμεση Έκθεση, Δεκέμβριος 2021,σ.136) δεν σημαίνει ότι έχει εκλείψει ο κίνδυνος για μια μεταβολή προς το δυσμενέστερο ως προς τους όρους, ή την εφαρμογή δυσβάστακτης οικονομικής πολιτικής τύπου μνημονίου αν προκύψει η ανάγκη. Οι ελληνικές κυβερνήσεις κάνοντας την ανάγκη φιλοτιμία, δείχνουν απεριόριστη εμπιστοσύνη στους ξένους δανειστές, ότι δεν πρόκειται ποτέ να αλλάξουν στάση έναντι της χώρας μας. Ιστορικά, ουδέν ψευδέστερον.

Η ΒΙΩΣΙΜΟΤΗΤΑ του χρέους της ΓΚ με βάση την εξέλιξη του λόγου ΔΧ/ΑΕΠ υπόκειται στους ίδιους περιορισμούς που αναφέραμε προηγουμένως, παρότι παρουσιάζεται με τρόπο που να συγκαλύπτει το πραγματικό πρόβλημα δηλαδή τη συνεχή αύξηση του χρέους σε απόλυτα νούμερα. Το ότι η Ελλάδα μπορεί σήμερα να αναχρηματοδοτήσει το χρέος της με χαμηλό επιτόκιο (πάντως υψηλότερο από τις υπόλοιπες χώρες της ευρωζώνης που εν τοις πράγμασι αυξάνει τις δυσκολίες να προσεγγίσουμε τις υπόλοιπες οικονομίες), οφείλεται στην ασκούμενη νομισματική πολιτική της ΕΚΤ, λόγω της πανδημίας. Αυτό δεν γνωρίζουμε αν θα συνεχιστεί και στο προσεχές αλλά και το απώτερο μέλλον (ήδη τον τελευταίο χρόνο οι αποδόσεις των ελληνικών δεκαετών ομολόγων έχουν αυξηθεί κατά 0,8% περίπου). Ακόμη δεν θα πρέπει να λησμονούμε ότι η βιωσιμότητα του χρέους της ΓΚ, συναρτάται άμεσα από τη συνεχή ύπαρξη πρωτογενών πλεονασμάτων από το 2023 (πάνω από 2,0%) μέχρι… κανείς δεν γνωρίζει πότε. Ακόμη και με το κριτήριο των ακαθάριστων χρηματοδοτικών αναγκών, η ΤτΕ υποστηρίζει ότι: «Σύμφωνα με αυτό το κριτήριο, οι κίνδυνοι για τη βιωσιμότητα υπό τα διαφορετικά δυσμενή σενάρια είναι σαφώς αυξημένοι, εξαλείφοντας οποιοδήποτε περιθώριο χαλάρωσης των υποθέσεων για πρωτογενή πλεονάσματα».

Σχετικά τώρα με τις προβλέψεις για την εξέλιξη του λόγου ΔΧ/ΑΕΠ οι αποκλίσεις από τις πραγματοποιήσεις είναι πολύ μεγάλες (δες Πίνακα 3). Δικαιολογίες υπάρχουν πολλές. Όμως ακριβώς αυτές οι δικαιολογίες αποδεικνύουν την αδυναμία της σωστής πρόβλεψης για μεγάλο χρονικό διάστημα αλλά και την αδυναμία που οφείλεται στο γεγονός ότι η οικονομία είναι μια κοινωνική επιστήμη στην οποία δρουν ανθρώπινα και όχι μηχανικά όντα.

 Ήδη η ΤτΕ προβλέπει ότι ο λόγος του χρέους προς το ΑΕΠ αναμένεται να διαμορφωθεί το 2030 σε 138% του ΑΕΠ, περίπου 27 ποσοστιαίες μονάδες του ΑΕΠ υψηλότερα σε σχέση με τις προ πανδημίας εκτιμήσεις!

ΆΡΑ Η ΑΞΙΟΠΙΣΤΙΑ των προβλέψεων αυτού του είδους ουσιαστικά είναι ανύπαρκτη. Δυστυχώς η δαμόκλειος σπάθη του δημοσίου χρέους βρίσκεται συνεχώς πάνω από το κεφάλι της ελληνικής οικονομίας σε βαθμό που να την υπερκαθορίζει τα μάλα. Σ’ έναν κόσμο πλήρη αβεβαιοτήτων, ανά πάσα στιγμή, τα δεδομένα μπορούν να ανατραπούν. Οι βεβαιότητες εκλείπουν και οι σταθερές όποιας κανονικότητας γίνονται θρύψαλα. Η ακατανόητη αισιοδοξία των καθεστωτικών οικονομολόγων θα πρέπει να εκληφθεί ως μέτρο της άγνοιάς τους για τα συμβαίνοντα.

* Ο Κώστας Μελάς είναι οικονομολόγος και πανεπιστημιακός

Σχόλια

Σου άρεσε αυτό το άρθρο; Ενίσχυσε οικονομικά την προσπάθειά μας!