Της Ελένης Αλεξανδράκη *

Τον Νίκο τον ανακάλυψα όταν ήμουνα στο γυμνάσιο και πρωτάκουσα την Εκδίκηση της Γυφτιάς. Είχα ενθουσιαστεί μ’ αυτόν τον καταπληκτικό δίσκο και με τη φωνή του.

Τον γνώρισα πολύ αργότερα όταν έκανε την πρώτη του συναυλία στη Νίσυρο. Θυμάμαι ότι υπήρχε πολύ άγχος τότε, γιατί η συναυλία θα δινόταν μέσα στο ηφαίστειο και είχε δημιουργηθεί τελευταία στιγμή κάποιο πρόβλημα με την γεννήτρια που επρόκειτο να χρησιμοποιηθεί. Τελικά, το πράγμα λύθηκε γιατί στείλανε μία άλλη γεννήτρια από το λατομείο του Γυαλιού, του μικρού νησιού που βρίσκεται απέναντι από τη Νίσυρο.

Η συναυλία ήταν μαγευτική. Τα φυσικά φαινόμενα του ουρανού και της γης εκείνη την νύχτα ήταν απίστευτα. Τα σύννεφα είχαν κατέβει πολύ χαμηλά, μέσα στον κρατήρα του ηφαιστείου και το ίδιο το ηφαίστειο ήταν σε έξαρση. Έβγαιναν πλούσιοι καπνοί από τις ξεφυσήστρες του. Εκείνο το βράδυ, ακόμα και κάποιες φωτιές ξεπρόβαλαν από τον πυθμένα του. Το γεγονός ότι η γεννήτρια ήταν πιο ασθενική απ’ αυτή που είχε προβλεφθεί, είχε μειώσει τον φωτισμό και έτσι το φεγγάρι φώτισε τα πάντα με τον δικό του μοναδικό τρόπο. Στη Νίσυρο, ο Νίκος διάλεγε πάντα τις νύχτες με πανσέληνο για τις συναυλίες του. Τραγούδησε υπέροχα και, όπως έκανε πάντα, ξεσήκωσε ζωηρό κέφι στους νέους, τους γέρους και τα παιδιά που είχαν έρθει να τον δουν και να τον ακούσουν από κάθε άκρη της Δωδεκανήσου.

Νομίζω πως τότε ο Νίκος ανακάλυψε πως αυτό το «νησί – ηφαίστειο», που του είχε κάνει τόση εντύπωση όταν το είχε πρωτοδεί από ψηλά, μέσα από το αεροπλάνο, ήταν το μέρος που θα κρατούσε την καρδιά του δεμένη για καλά.

Αγόρασε ένα σπίτι σ’ ένα πανέμορφο χωριό πάνω από το ηφαίστειο κι άρχισε να το φτιάχνει με πολύ αργούς ρυθμούς. Ο ίδιος μαστόρευε κι είχε βάλει πολύ προσωπική εργασία εκεί πέρα. Έγινε κάτοικος του νησιού, ερχότανε χειμώνα – καλοκαίρι. Πάσχα, πάντα. Φανατικός ιστιοπλόος ερχόταν το καλοκαίρι με το σκάφος του, αφού είχαν προηγηθεί αγώνες στους οποίους είχε πάρει μέρος. Όλοι τον αγαπούσαν και τον θαύμαζαν στο νησί.

Όταν του πρότεινα να κάνει την μουσική της ταινίας μου «Η Νοσταλγός», και μάλιστα χωρίς χρήματα, δέχτηκε αμέσως. Θες ο Παπαδιαμάντης, θες η Νίσυρος, θες η Όλια Λαζαρίδου, θες και λίγο εγώ, του άρεσε πολύ η ιδέα.

Πέρασε καιρός, προχωρούσαν τα γυρίσματα και τον ξαναπήρα τηλέφωνο. Του ξανατόνισα ότι αυτή η ταινία γίνεται με ελάχιστα χρήματα, όχι κρατικά, και ότι θέλουμε τη μουσική του, αλλά δεν θα μπορέσουμε να τον πληρώσουμε. «Εξυπακούεται», μου είπε, «αφού το ’χουμε πει».

Όταν συζητήσαμε για τη μουσική και του είπα τι είχα στον νου μου, με άκουσε προσεκτικά και μελέτησε πολύ το συγκεκριμένο παραδοσιακό κομμάτι της Νισύρου, που λεγόταν «Πανσέληνος» στο οποίο ήθελα να βασιστούμε. Το ήξερε και του άρεσε. Ένα τραγούδι όμως, που τραγουδούσε ένας γέρος και σκεφτόμουνα να το χρησιμοποιήσω αυτούσιο, δεν το ήθελε καθόλου. Εγώ ξεκίνησα το μοντάζ μ’ αυτό το τραγούδι κι όταν πια ήρθε η ώρα να μου στείλει τη μουσική, η οποία ήταν συνολικά καταπληκτική, μου λέει, «κοίταξε, σου έχω στείλει και ένα τραγουδάκι που ελπίζω να σου αρέσει, γιατί βρίσκω ότι ταιριάζει τέλεια στο κλίμα και στην ευαισθησία της ταινίας». Ήταν το τραγούδι «Στιγμές» σε στίχους της Πολυξένης Βελένη.

Το ακούσαμε με τον μοντέρ και την βοηθό του και τρελαθήκαμε. Το ίδιο βράδυ, το άκουσα τουλάχιστον 20 φορές στο σπίτι μου. Την άλλη μέρα το άκουσα πάλι με την Όλια και την Άννα Νικολαΐδου, φίλη και συνεργάτη. Θυμάμαι την Άννα να μιλάει συνέχεια για το λυγμό στη φωνή του Νίκου. Τον πήραμε τηλέφωνο στην Θεσσαλονίκη και χάρηκε πάρα πολύ που μας άρεσε. Ήξερε, μέσα του, ότι ήταν πολύ καλό το τραγούδι, αλλά ήταν αβέβαιος, γιατί ήταν σεμνός, αν θα με ευχαριστούσε κι αν θα συμφωνούσα ότι ταίριαζε με την ταινία. Ήταν τόσο ευαίσθητο, τρυφερό και βαθύ τραγούδι! Όπως άλλωστε, τόσα και τόσα τραγούδια του Νίκου που τον έχουν κάνει παντοτινό. Ήξερε να γράφει, αλλά και να συλλέγει στίχους τόσο ουσιαστικούς, τόσο στέρεους, με τόση ποίηση και ευαισθησία, τόση αλήθεια για την Ελληνική ψυχή, η μουσική του είχε τόση μουσικότητα, που νομίζω ότι τα τραγούδια του δεν θα πεθάνουν ποτέ. Γι’ αυτό άλλωστε, νομίζω ότι δεν εγκαταλείφθηκε ποτέ από το κοινό…

Όταν κυκλοφόρησε το τραγούδι μαζί με την ταινία, είχε μεγάλη επιτυχία. Ακουγόταν στα ραδιόφωνα και άρεσε πολύ. Θυμάμαι τον Νίκο να μου λέει ότι μια φορά του τηλεφώνησε ο Σαββόπουλος μεσ’ τη νύχτα, που το είχε ακούσει και το είχε θαυμάσει. Ήταν πολύ χαρούμενος γι’ αυτό. Τελικά πήρε και το κρατικό βραβείο για τη μουσική της ταινίας και του είχε δώσει κι αυτό χαρά.

Αργότερα, όταν ετοίμαζα την επόμενη ταινία μου, «Ο Αρσιβαρίστας και ο Άγγελος», δεν ήξερα αν έπρεπε πάλι να προτείνω στον Νίκο να κάνει τη μουσική. Δεν ήμουνα σίγουρη αν θα του ταίριαζε η συγκεκριμένη ταινία. Βρεθήκαμε στο πλοίο για Νίσυρο όταν ταξίδευα με άλλους συνεργάτες για να πάμε να κάνουμε την πρώτη φάση της προεργασίας. Συζητήσαμε και ένιωσα ότι ήθελε πολύ να διαβάσει το σενάριο. Του το έδωσα με φόβο ψυχής. Μετά από πολύ λίγο καιρό, μου είπε ότι έχει ήδη το κατάλληλο τραγούδι για κάποια σκηνή της ταινίας. Ήταν το «Τίνος είν’ το Περιόλι» που είχαν διασκευάσει η Κατερίνα Παπαδοπούλου μαζί με τον Σωκράτη Σινόπουλο και τραγουδούσε ο Νίκος μαζί με την Κατερίνα Παπαδοπούλου.

Ήταν η διασκευή του νυφιάτικου τραγουδιού της Νισύρου. Αυτός ο σκοπός, αυτού του τραγουδιού του γάμου, του άρεσε πολύ του Νίκου και τον είχε απασχολήσει για χρόνια. Μάλιστα, όταν κάναμε τη «Νοσταλγό», είχε κάνει, και μου είχε προτείνει διάφορες διασκευές αυτού του κομματιού. Είχα χρησιμοποιήσει ένα μικρό κομμάτι απ’ αυτά τότε, αλλά μετά στον «Αρσιβαρίστα και στον Άγγελο» χρησιμοποίησα και κάποια απ’ αυτά που δεν είχαν βρει θέση στη «Νοσταλγό».

Είναι σαφές ότι τον Νίκο και μένα, μας είχε ενώσει η αγάπη μας για τη Νίσυρο. Κι ότι, κατά κάποιο τρόπο, ήταν γραφτό να δουλέψουμε μαζί σε δυο ταινίες.

Δεν κάναμε ποτέ κολλητή παρέα, γιατί ένιωθα πάντα μία δειλία και συστολή απέναντί του παρ’ όλο που ήταν τελείως άνετος και cool. Μια φορά, στη Θεσσαλονίκη, μας είχε καλέσει όλη την παρέα της «Νοσταλγού» ξεκινώντας από την Όλια, που την αγαπούσε πολύ, στο σπίτι του για φασολάδα, την οποία, φυσικά, θα μαγείρευε ο ίδιος. Η Όλια τού είπε ότι δεν αγαπάει τα φασόλια κι έτσι ο Νίκος άλλαξε την ιδέα του για το μενού και μας έκανε ψαρόσουπα και ψάρια. Εκείνο το βράδυ, μας έβαλε να ακούσουμε το μάστερ του cd «Μά’ισσα Σελήνη» και μας μάγεψε…

*Η Ελένη Αλεξανδράκη είναι σκηνοθέτις.

Σχόλια

Σου άρεσε αυτό το άρθρο; Ενίσχυσε οικονομικά την προσπάθειά μας!