Του Δημήτρη Τζουβάνου

 

Δυο πράγματα ήθελα να πω εδώ, αφού τα σπουδαιότερα για τον Δημήτρη Κουμάνταρο έχουν ειπωθεί απ’ όσους ήταν πιο κοντά του. Η δική μας σχέση είχε τις αποστάσεις της – άλλες σχολές κι άλλες οργανώσεις τότε, κι αργότερα ίσως στον ίδιο δρόμο μα τα κελιά μας ήταν χωριστά.

Το πρώτο είναι ότι ήταν απ’ τους ελάχιστους που τολμούσε στα αμφιθέατρα της εποχής, όπου τα πάντα ήταν στην ατζέντα και οι βεβαιότητες των ακροατηρίων διψασμένες, να απαντά σε κάποιες ερωτήσεις με ευθύτητα και ακούσια διδακτικότητα, «αυτό δεν το ξέρω».

Το δεύτερο αφορά το ξόδι του, τη συνοδή και πλανώμενη εκεί απορία που είδα στα μάτια όλων – και ήταν εκεί σχεδόν όλοι πλην συνεπών κνιτών, οι του βαρβαριστί και ψευδοκαλούμενου «προοδευτικού τόξου», κυβερνητικοί, παρακυβερνητικοί κι αντικυβερνητικοί. Απορία απολογισμού και πρακτέων, πλάι σε επικήδεια αστειάκια που ξόρκιζαν αλλά και γαργαλούσαν τα παλιά και παλιωμένα, απορία μπροστά σε νέες διαψεύσεις και τραγικά βιοτικά αδιέξοδα που αντιστέκονται στο περιτύλιγμά τους με νέα πασαλείμματα, απατηλά εκσυγχρονίσματα και αριστερά ψάρια-κρέατα. Γονείς απέλπιδων γαρ, πλέον οι περισσότεροι.

Έχω μια φράση παρηγορίας για όλους αυτούς (εμάς), ίδια στην ουσία μ’ αυτή παλιά του Δημήτρη Κουμάνταρου, μια φράση του Κρούγκμαν την επομένη της εκλογής Τραμπ. «Εγώ και οι ομότεχνοί μου πρέπει να ομολογήσουμε ότι δεν καταλαβαίνουμε τι γίνεται στη χώρα».

Η αυτοσυνείδηση απορίας ως και η παραδοχή ακατανοησίας συνιστά ασφαλώς κάποια πρόοδο, όσο κι αν η βιοτική πλοήγηση αντιλέγει γαντζωμένη σε κάλπικους χάρτες. Η δε αλλαγή χάρτη εν πτήσει – ως πάντοτε άλλωστε – δεν είναι απλή, ούτε ανώδυνη, ακριβώς θίγοντας υπαρξιακές βεβαιότητες, δηλ. βεβαιότητες περί τα ουσιώδη, πέραν και ειδικών πολιτικών όρων.

Μόνον νύξεις χωρούν σ’ αυτές τις λίγες γραμμές, με πρώτη μια ισχυρή δόση επιμνημόσυνης χλεύης σ’ ό,τι νοείται αναστοχαστικός διάλογος πέριξ, ερήμην του πιο παραγωγικού του στοιχείου, της αλληλ-ακρόασης των θρήνων.

Η ομολογία Κρούγκμαν στο βάθος της συνιστά κατάρρευση της κεϋνσιανής κοσμοεικόνας και συνταγής, σε επίπεδο νόμπελ εννοείται, δηλ. αρκετά κλικ πίσω απ’ τον κοινό λόγο, ο οποίος παρά τα όρια και τις (τρομακτικές, ναι) αντιφάσεις του προηγείται του κυρίαρχου λόγου σε ιδρυτικές εποχές, όπου το παλιό πέφτει και το νέο δεν έχει γεννηθεί. Λέω σε επίπεδο νόμπελ και μεταπρατών διακινητών, διότι περαιτέρω, σε επίπεδο βιούμενης πραγματικότητας, βροντούνε στράτες κι αγορές, μπαλκόνια και σοκάκια. Κι έχει αυτό καίρια σημασία αφού ο κεϋνσιανός κρατικο-φιλελευθερισμός αποτελεί τον χάρτη ημών των απορούντων διαφόρων αποχρώσεων, ότι εκεί συνέκλιναν τα επιβιώματα του σταλινισμού, το παγανιστικό ξόανο του ψευδορεαλισμού, η εν τω βάθει φιλελεύθερη αλλοτρίωση-ψυχοπαθολογία και διάφορες δόσεις ριζοσπαστισμού κατά περίπτωση. Την ταυτότητα του χάρτη επιβεβαιώνει η αντι-νεο-φιλελεύθερη φενάκη (αντι-λιτότητα κτλ), ως συνταγή του λαμβάνειν εν ελευθέρω και συγκεκαλυμμένω παρασιτισμώ συνοδεία λαϊκοφροσύνης και λαοκαπηλείας, καθώς κι εν πλάσματι δικαίου – ο βαθμός και η σχετική αυτοσυνείδηση είναι άλλο θέμα. Κι ο (κρυφοξαφνικός) έρωτας του Ομπάμα, της «μισητής-σοφής» Μέρκελ, και εσχάτως του Μακρόν – ο τελευταίος ξεκαθάρισε και σε κουφούς ότι τη γραμμή ρήξης συνιστά η υπεράσπιση του (όλου) φιλελευθερισμού.

Φυσικά, ο νεο-φιλελευθερισμός αντιφωνείται οργανικά-αρμονικά από χρήσιμους ηλίθιους «δικαιούχους» αναδιανομής του τίποτα. Του ίδιου του Κέυνς πάντως βοήσαντος «δε φταίνε ρε παιδιά τα γύρω-γύρω δευτεροπαθή παράγωγα, αλλά η οριακή αποδοτικότητα (η δομικώς μειούμενη κερδοφορία) του κεφαλαίου. Κι ας ξεγελάσουμε-εξαγοράσουμε τώρα τους οργανικούς υπαίτιους αυτής της οριακότητας, αν είναι να σώσουμε τον καπιταλισμό, τουλάχιστον όσο γίνεται, διότι μακροπρόθεσμα είμαστε όλοι νεκροί, ως ο Δημήτρης Κουμάνταρος».

Φυσικά αυτό το ξέρουν καλά και βαθειά οι μαρξολενινιστές των κηδειών, καθώς ολοφάνερα ψάχνονται κι αγωνίζονται να υπερβούν τον σύνολο φιλελευθερισμό, και δεν αυτοτριμπλάρονται κεντροαριστερά-κεϋνσιανά. Καθώς επίσης κατανοούν σε βάθος τρίτης πλέον ηλικίας το «τι να κάνουμε» και το «κράτος κι επανάσταση», δηλ. πέρα απ’ το βουρ στα χειμερινά και τα δικτατορικά, ήτοι απαραιτήτως δια νέας δημοκρατικής πολιτείας αποσκοταδισμένων πολιτών, δηλ. πιστών του εξανθρωπισμού, κι αντιστοίχων οδηγών. Όπου οι λαϊκοί εκπρόσωποι (δια του – εδώ σε θέλω – πολυκομματικού πολιτικού συστήματος) όντως εκπροσωπούν-οδηγούν και δεν αποτελούν κοψοχεριασμένα ψηφισμένες φράξιες δημαγωγών και συστημικών εγκαθέτων, χωρίς τελειωμό. Όπου το κοινωνικό σχέδιο-έλεγχος και η δημιουργική επιχειρηματικότητα αποτελούν βάση δικαιοσύνης, αλληλοκατανόησης και πολιτισμού. Όπου ο (σύνολος) φιλελεύθερος πόλος έχει τον αναγκαίο κοινωνικά χώρο του αλλά όχι μαχαίρι-πεπόνι. Όπου η ελευθερία ενδημεί εν αυτοίς κι εν σεβασμώ ετερότητας κι όχι ως αλαλούμ φιλελευθερισμός δικαιούχων. Όπου χαλαλίζονται οι ανατακτικές θυσίες ενώ τα διαρθρωτικά, τα δημοσιονομικά, τα ημαρτημένα, τα παραγωγικά, τα αλληλέγγυα, τα της παγκοσμιότητας κτλ. μπαίνουν στη σειρά τους κι αποκτούν το νόημά τους. Κι όπου τα ολοκληρωτικά και τα τζιχαντιστικά αντιφιλελεύθερα, καληώρα, βρίσκουν το μετα-φιλελεύθερο κι ελευθερωτικό άτοπό τους.

Σχόλια

Σου άρεσε αυτό το άρθρο; Ενίσχυσε οικονομικά την προσπάθειά μας!