Του Τρύφωνος Χρυσοφρύδη. Ο ανιδιοτελής αγώνας των καλλιτεχνών μας προκειμένου να μη θιγούν τα πνευματικά δικαιώματα και να μπορούν να διαθέτουν όπως θέλουν το έργο τους, συγκινεί κάθε σοβαρό καταναλωτή τέχνης.

Κι εφόσον έχω πειστεί ότι ο κόσμος διψάει για τέχνη και ότι του προσφέρεται άφθονη και αρίστης ποιότητος, εφόσον έχω συστοίχως πειστεί ότι η τέχνη που προσφέρεται σήμερα, η αναγνωρισμένη και έγκυρη, έχει ουσιώδες κοινωνικό αντίκρισμα, διαπλάθει συνειδήσεις, καλλιεργεί την ευαισθησία, ενισχύει το ούτως ή άλλως εδραίο αίσθημα ελευθερίας και τον εγγενή αντικομφορμισμό του κοινού, θα ’θελα να βάλω το λιθαράκι μου σ’ αυτόν τον αγώνα – και να μην τον δίνουν μόνοι τους ο Κώστας Τουρνάς, ο Λευτέρης Παπαδόπουλος, ο Μάνος Ελευθερίου, ο Ρόμπερτ Ουίλιαμς και άλλοι, ακόμα πιο αντισυστημικοί. Θα ’θελα, ναι, αλλά το λιθαράκι που θα έβαζα μου φαίνεται μηδαμινό (να γράψω δυο λόγια συμπαράστασης, ν’ αγαναχτήσω δημοσίως – τι άλλο;). Ενώ αν ασχοληθείς, αντιθέτως, με τα μηδαμινά, το λιθαράκι που βάζεις φαίνεται βράχος ολόκληρος. Θα φροντίσω, βεβαίως, να γράψω κάτι επίκαιρο, αξιανάγνωστο δηλαδή και να συνδέσω κατά κάποιο τρόπο τα δύο θέματα, το μείζον και το έλασσον: θα διερωτηθώ λοιπόν πώς διασκέδασαν, πώς ήταν εφικτό να διασκεδάσουν αυτές τις άγιες μέρες, τα πολλά, δυστυχώς, παιδάκια που δεν είχαν την τύχη να τα διασκεδάσει ξανά ο παραμυθάς Διονύσης Σαββόπουλος.
Με πολλούς τρόπους, υποθέτω: η μέριμνα για τα παιδιά είναι το μέτρο που κρίνει έναν πολιτισμό κι ο δικός μας ανθεί. Απ’ όλους τους τρόπους όμως, κοινός παρονομαστής των οποίων μοιάζει λογικό να είναι η πεποίθηση της πολιτείας, σε κάθε επίπεδό της, ότι η χαρά και το παιγνίδι είναι δημόσια αγαθά, που πρέπει να παρέχονται δωρεάν (όπως άλλωστε και οι άλλες μορφές παιδείας), θα διαλέξω, χάριν οικονομίας, τον απλούστερο και, χάριν οικονομίας πάλι, αυτόν που δεν θα μπορούσε να μην είναι δωρεάν: θα διαλέξω μια βόλτα στο Ζάππειο, χρονιάρες μέρες…
Τη δεύτερη μέρα των Χριστουγέννων, οπότε έκανα το σχετικό ρεπορτάζ με την εφτάχρονη κόρη μου, ο ουρανός ήταν τεφρός σαν σε διήγημα του Ντίκενς και έκανε κρύο που ερχόταν από το ίδιο διήγημα – αλλά αυτά δεν πτοούν τους δημοσιογράφους. Άλλωστε, στην παιδική χαρά μέσα στον Εθνικό Κήπο, απ’ όπου άρχισα το ρεπορτάζ, για λόγους προφανούς παλινδρόμησης, τουρτούριζαν πολλοί δημοσιογράφοι μεταμφιεσμένοι σε γονείς – και είχαν όλοι, όσο έπαιζαν τα παιδιά, ένα ύφος σαν τα λιγοστά ζώα που απέμειναν στον Κήπο: σαν να θυμόντουσαν τη λίμνη με πάπιες, το διπλανό κλουβί με λιοντάρι. Δεν αισθανόμουν καθόλου εξαιρετέα περίπτωση…  Όμως το σημείο αυτό ήταν και το μόνο που δεν πλήρωνες τίποτα. Έτσι κι αποτολμούσες να βγεις, έπρεπε να τραβολογήσεις, δύσκολα, πολύ δύσκολα, το παιδί, σ’ όλη την έκταση του Ζαππείου, μέσα από συμμορίες που όλες πουλούσαν συνωστισμό και κατάθλιψη: Εδώ ένα δυστυχισμένο πόνι, για ν’ ανέβεις, να κάνεις ένα γύρο ακτίνας δύο μέτρων και να φωτογραφηθείς (σύνολο: 10 ευρώ), λίγο πιο πέρα μπορούσες να φωτογραφηθείς -με το αζημίωτο, βεβαίως- την ώρα της απαγωγής σου από τον Μίκυ, που χόρευε κι «άρπαζε» παιδάκια. Πιο κει οι γονείς φυλλορροούσαν οικονομικά μπροστά σ’ ένα τρένο, που μάλλον το δρομολόγησε ο Τζέσε Τζέιμς αντιστρέφοντας, κατά Kuhn, το «παράδειγμα» ληστείας ή σ’ ένα καρουζέλ που έτρεμε κι έτριζε και γύριζε αργά, μελαγχολικά… Ουρές στο τραμπολίνο – δεν ξέρω όμως το αντίτιμο αυτής της αναμονής. Το αποκορύφωμα πάντως ήταν (αντί 10 ευρώ: θα είναι κάποιο έθιμο, φαίνεται) το αυτοσχέδιο παγοδρόμιο, όπου αποδεικνυόταν ότι πράγματι το παιγνίδι διαπαιδαγωγεί: πατείς με-πατώ σε, παιδάκια, έφηβοι κι ένας μεθυσμένος παππούς σπρώχνονταν κι έριχναν ο ένας τον άλλον σαν να αποφασιζόταν λίστα «εφεδρείας» σε δημόσιο οργανισμό. Γονείς, παιδιά, παπούτσια στοιβαγμένα στην τέντα κι ανάμεικτα περίμεναν τη σειρά τους. Η μουσική ήταν κακή, εκκωφαντική κι από σκάρτα ηχεία, λες και της αφαίρεσαν τα πνευματικά δικαιώματα… Δεν μπόρεσα να δω το πορτρέτο του δημάρχου Καμίνη, ίσως ήταν αναρτημένο κάπου πολύ ψηλά για να είναι πιστή η απεικόνιση…

 

Σχόλια

Σου άρεσε αυτό το άρθρο; Ενίσχυσε οικονομικά την προσπάθειά μας!