Ένα παράδειγμα αλληλεγγύης κόντρα στην κρατική αδιαφορία και… εκδικητικότητα

Προσπαθώντας, εδώ και μερικές εβδομάδες, ως Συντακτική Επιτροπή του Δρόμου της Θεσσαλονίκης, να επιλέξουμε το θέμα με το οποίο θα συστηθούμε στους αναγνώστες της εφημερίδας, δεν καταφέραμε να βρούμε τίποτα πιο αντιπροσωπευτικό της «Άλλης Θεσσαλονίκης», από την υπόθεση της λειτουργίας του Κέντρου Υποδοχής Προσφύγων.

Γιατί, σε μια πόλη που γεμίζει πρωτοσέλιδα με τα πύρινα κηρύγματα του Άνθιμου, τις ζαρντινιέρες και τα εθνικιστικά παραληρήματα των τοπικών Αρχών, η υπόθεση του ξενώνα φανερώνει ότι στον αντίποδα υπάρχει η άλλη Θεσσαλονίκη, των κινημάτων, του Αντιρατσιστικού Φεστιβάλ, των κοινωνικών κέντρων, της αξιοπρέπειας και της αλληλεγγύης.

Το Κέντρο Υποδοχής Προσφύγων λειτουργούσε από το 2000, χρηματοδοτούμενο από το Ευρωπαϊκό Ταμείο προσφύγων, άλλα κοινοτικά προγράμματα και τη συνδρομή του υπουργείου Υγείας και του δήμου Θεσσαλονίκης. Τη διοίκηση του Κέντρου είχε αναλάβει η Μη Κυβερνητική Οργάνωση Κοινωνική Αλληλεγγύη. Μια οργάνωση, που δεν είχε να επιδείξει καμία δραστηριότητα πριν από το 2000 και συστάθηκε μετά την προκήρυξη του προγράμματος, με σκοπό να αναλάβει τη διαχείρισή του.

Το κέντρο, τα τελευταία δέκα χρόνια, αποτελεί τη βασική δομή φιλοξενίας προσφύγων στη Θεσσαλονίκη. Με χωρητικότητα αρκετών δεκάδων ατόμων, φιλοξενούσε κυρίως οικογένειες και ανήλικους πρόσφυγες, καλύπτοντας ένα μικρό αλλά σημαντικό τμήμα των αναγκών της πόλης. Με δεδομένο ότι η Θεσσαλονίκη είναι η δεύτερη πόλη στην Ελλάδα σε αιτήσεις ασύλου -τα τελευταία δύο χρόνια έγιναν 1.200- η ύπαρξη τόσο του υπάρχοντος ξενώνα όσο και η δημιουργία και άλλων δομών φιλοξενίας στην πόλη κρίνεται αναγκαία.

Άλλωστε, το αντιρατσιστικό κίνημα, όπως έχει τονιστεί και με αφορμή την υπόθεση του κέντρου υποδοχής, διεκδικεί ανοιχτά κέντρα υποδοχής και προσωρινής φιλοξενίας των προσφύγων, όχι ως φιλανθρωπική παραχώρηση αλλά ως βασικό κοινωνικό δικαίωμα και αναγκαία προϋπόθεση της κοινωνικής τους εξίσωσης.

 

Κακοδιαχείριση και έλλειψη κοινωνικού ελέγχου

Όλα αυτά τα χρόνια, τα προβλήματα του ξενώνα ήταν πολλά. Οι συνθήκες υγιεινής ήταν άθλιες, η διατροφή ελλιπής, οι σχέσεις μεταξύ των ενοίκων και της διοίκησης κινούνταν μονίμως σε ένα τεντωμένο σχοινί.

Οι υποτιθέμενες υπηρεσίες που έπρεπε να παρέχονται βάσει των κοινοτικών προγραμμάτων, ήταν ανύπαρκτες και οι πρόσφυγές ζούσαν γκετοποιημένοι και αποκλεισμένοι τόσο από την κοινωνία της Θεσσαλονίκης, όσο και από τα υποστηρικτικά δίκτυα των ομοεθνών τους. Το βασικότερο, όμως, πρόβλημα, που έθετε και ζήτημα επιβίωσης της υπάρχουσας δομής, ήταν η κακή οικονομική διαχείριση, που αδυνατούσε να καλύψει βασικές ανάγκες του ξενώνα, με τα περίπου 200.000 ευρώ, που ήταν η βασική ετήσια χρηματοδότηση.

Με δεδομένες τις παραπάνω ελλείψεις, η διοίκηση του κέντρου είχε προχωρήσει στην ουσιαστική απαγόρευση του κοινωνικού ελέγχου και της συνεργασίας με άλλες οργανώσεις. Είναι χαρακτηριστικό ότι στα μέλη της Αντιρατσιστικής Πρωτοβουλίας, για αρκετά χρόνια, απαγορεύονταν ακόμη και η είσοδος στο χώρο.

Τον Ιανουάριο, μετά την έκδοση των πορισμάτων από ελέγχους διαφόρων επιτροπών, η διοίκηση δήλωσε στους ενοίκους ότι δεν μπορεί να στηρίξει οικονομικά τον ξενώνα. Οι αρμόδιοι φορείς, απλά, συμφώνησαν στο ότι έπρεπε οι οικογένειες να αποκατασταθούν επαγγελματικά και τα ανήλικα να φιλοξενηθούν από άλλες δομές, χωρίς να αναζητήσουν τα αίτια που οδήγησαν σε αυτή την κατάσταση.

Μάλιστα, ενώ ήταν σαφές και γνωστό σε όλους ότι το κλείσιμο του ξενώνα οφειλόταν στους ελέγχους που έγιναν και στο συνεπαγόμενο πάγωμα της χρηματοδότησης, η διοίκηση και το υπουργείο απέδιδαν την έξωσή τους στο γεγονός ότι οι ένοικοι έχουν περάσει το αναμενόμενο διάστημα φιλοξενίας και πρέπει να ανανεωθεί ο πληθυσμός. Με αφορμή, υποτίθεται, αυτή την ανανέωση, ο ξενώνας θα εκκενωνόταν για ένα διάστημα, ώστε να γίνουν και οι αναγκαίες εργασίες συντήρησης.

Βέβαια, όπως τονίζουν και τα μέλη της Αντιρατσιστικής Πρωτοβουλίας, τα παραπάνω αποτελούσαν απλώς δικαιολογίες, καθώς ήταν σαφές ότι ο ξενώνας θα έκλεινε εξαιτίας της κακοδιαχείρισης και της παύσης των χρηματοδοτήσεων.

 

Η αυτοοργάνωση απάντηση στην κρατική ανυπαρξία

Στα τέλη Ιανουαρίου, η διοίκηση του κέντρου αποχωρεί και ο ξενώνας μένει χωρίς πετρέλαιο, ρεύμα, τρόφιμα και με την απειλή της έξωσης των προσφύγων να είναι πλέον ορατή. Στο σημείο αυτό, η Αντιρατσιστική Πρωτοβουλία Θεσσαλονίκης, με τη στήριξη του Δικηγορικού Συλλόγου Θεσσαλονίκης και αρκετών εθελοντών, αναλαμβάνει την ευθύνη λειτουργίας του ξενώνα για μια μεταβατική περίοδο και με την προοπτική εύρεσης μιας μόνιμης λύσης, σχετικά με την οποία η Αντιρατσιστική Πρωτοβουλία σε ανακοίνωσή της αναφέρει:

«Έγινε πια φανερό ότι το προηγούμενο καθεστώς διοίκησης, με τελική ευθύνη πάντα του υπουργείου Υγείας, απέτυχε όχι μόνο στο να εξασφαλίσει τα παραπάνω, αλλά ακόμα και στο να λειτουργήσει στοιχειωδώς τον ξενώνα, οδηγώντας τον σήμερα σε κλείσιμο. Είναι, λοιπόν, επίσης ευθύνη του υπουργείου να συγκροτήσει εκείνο τον αναγκαίο μηχανισμό οικονομικής διαχείρισης και διοίκησης του ξενώνα, που θα εξασφαλίζει την ομαλή λειτουργία του, πάντα σύμφωνα με τις πραγματικές ανάγκες των προσφύγων και πάντα κάτω από διαρκή κοινωνικό έλεγχο.

Οι υπόλοιποι φορείς αρκεί να ελέγχουμε τη λειτουργία, διασφαλίζοντας τα συμφέροντα των προσφύγων και να προσφέρουμε ό,τι πρέπει, χωρίς να χρειάζεται να διαχειριζόμαστε κονδύλια και προγράμματα. Υπάρχουν σχετικά παραδείγματα ξενώνων που λειτουργούν με τέτοιο καθεστώς και αυτό που χρειάζεται είναι η πολιτική απόφαση της ηγεσίας του υπουργείου Υγείας. Αλλιώς, σε αυτή θα μείνει και η ευθύνη για την έξωση των προσφύγων, το κλείσιμο του ξενώνα ή ακόμα και για την πιθανή διαιώνιση του προηγούμενου καθεστώτος».

Πλέον, ο ξενώνας, αυτοδιαχειρίζεται από συνέλευση ενοίκων και αλληλέγγυων. Η συνέλευση αποφασίζει για όλα τα πρακτικά-διαχειριστικά ζητήματα του Κέντρου υποδοχής.

Οι απαραίτητες εργασίες γίνονται από τους ίδιους τους ενοίκους και τους εθελοντές, ενώ η συνέλευση αποφασίζει και για την εισαγωγή στον ξενώνα νέων ενοίκων. Παράλληλα, βασικό μέλημα της συνέλευσης αποτελεί η διασφάλιση της λειτουργίας του ξενώνα σε μόνιμη βάση.

Η Έφη Γελαστοπούλου, μέλος της Αντιρατσιστικής Πρωτοβουλίας και της συνέλευσης του ξενώνα, δήλωσε στο Δρόμο: «Εμείς θα είμαστε εδώ μέχρι να παρέμβουν οι αρμόδιες υπηρεσίες και τα υπουργεία και να δώσουν μια μόνιμη λύση. Λύση δεν είναι να αποχωρεί μια οργάνωση και να κλείνει η μόνη τέτοιου τύπου δομή στην πόλη. Άλλωστε, υπάρχει πολύ συγκεκριμένο θεσμικό πλαίσιο, που καλύπτεται από την Ευρωπαϊκή Ένωση, και η Ελλάδα οφείλει και πρέπει να αποδεχτεί και να τηρήσει. Εμείς, σε κάθε περίπτωση, θα παραμείνουμε στον αυτοοργανωμένο -όπως έχει διαμορφωθεί- ξενώνα μέχρι να δοθεί οριστική λύση και θα είμαστε αλληλέγγυοι όχι μόνο στις ήδη υπάρχουσες οικογένειες αλλά και σε αυτές που πρόκειται να έρθουν».

Στον ξενώνα, αυτή τη στιγμή, έχουν παραμείνει και φιλοξενούνται 43 άτομα, εκ των οποίων οι 25 είναι ανήλικοι. Λόγω των αυξημένων αναγκών του ξενώνα, για τις επόμενες εβδομάδες χρειάζονται τρόφιμα, καθαριστικά, βρεφικά και παιδικά γάλατα και, φυσικά, η συμμετοχή και οι επισκέψεις στο χώρο.

Από την Αντιρατσιστική Πρωτοβουλία δίνονται και δύο τηλέφωνα επικοινωνίας για όποιον και όποια θελήσει, με κάποιον τρόπο, να συνεισφέρει στον ξενώνα. (Τίμος:  6934671834, Έφη: 6977274287).

 

«Σαπούνι θέλεις; Είχες και στο Αφγανιστάν;»

 Με αφορμή το ρεπορτάζ του Δρόμου για το Κέντρο υποδοχής προσφύγων, βρεθήκαμε αρκετές φορές στον ξενώνα και συνομιλήσαμε με πρόσφυγες-ενοίκους και αλληλέγγυους. Αρχική μας πρόθεση ήταν να φιλοξενήσουμε κάποια δήλωση ή κάποια συνέντευξη πρόσφυγα από τον ξενώνα, οι κουβέντες, όμως, με τους ενοίκους μας «ανάγκασαν» να προχωρήσουμε σε μια μεγάλη συζήτηση μαζί τους, τα βασικά σημεία της οποίας θα προσπαθήσουμε να μεταφέρουμε εδώ.

Το σύνολο των ατόμων που φιλοξενούνται στον ξενώνα βρίσκονται ελάχιστο καιρό στην Ελλάδα -έως 1 χρόνο- και ζουν υπό καθεστώς πλήρους ανασφάλειας, καθώς η ροζ κάρτα παραμονής που διαθέτουν ανανεώνεται κάθε έξι μήνες. Βρέθηκαν στον ξενώνα κυρίως μέσω του υπουργείου Υγείας και, όπως αναφέρουν, η κατάσταση που βρήκαν ήταν πρωτόγνωρη. Οι συνθήκες υγιεινής έθεταν σε κίνδυνο την υγεία των ίδιων και των παιδιών τους, ενώ οι ελλείψεις σε είδη πρώτης ανάγκης ήταν μεγάλες. Χαρακτηριστικά μας λένε ότι δεν υπήρχαν παιδικές τροφές και πάνες, ενώ τους τελευταίους έξι μήνες το σαπούνι ήταν είδος πολυτελείας. Όταν, βέβαια, αποφάσιζαν να ζητήσουν τα αυτονόητα, οι τότε υπεύθυνοι του Κέντρου τούς απαντούσαν, αφοπλιστικά, ότι δεν είναι δυνατό να ζητούν οτιδήποτε, όταν δεν τα είχαν ούτε στις πατρίδες τους. Άλλωστε, όπως συχνά τους έλεγαν, δεν τους στάλθηκε καμία προσωπική πρόσκληση για να έρθουν στον ξενώνα.

Οι πρόσφυγες του ξενώνα, σε κάθε αποστροφή του λόγου τους, μας τονίζουν ότι τις κακουχίες τις αντέχουν. Άλλωστε, είναι συνηθισμένοι στις δύσκολες συνθήκες. Αυτό που δεν δέχονται είναι η προσβολή της αξιοπρέπειάς τους. Ο Γιουσέφ, Αφγανός πρόσφυγας, παρεμβαίνει σε αυτό το σημείο επισημαίνοντας ότι το κοινό στοιχείο των προσφύγων είναι ότι προέρχονται από εμπόλεμες περιοχές με ανελεύθερα καθεστώτα: «Ψάχνουμε έναν τόπο να απελευθερωθούμε», μας λέει και οι υπόλοιποι συμφωνούν μαζί του.

Πόσο πρωτόγνωροι είναι για τους ανθρώπους αυτούς η λογική της αυτοοργάνωσης που ισχύει με το σημερινό καθεστώς στον ξενώνα; Οι ίδιοι οι πρόσφυγες φαίνεται ότι όχι μόνο έχουν συνείδηση της λειτουργίας του χώρου, αλλά τη θεωρούν και επιλογή τους. Εάν δεν υπήρχε ο αλληλέγγυος κόσμος πιστεύουν ότι ο ξενώνας θα είχε κλείσει. Πλέον, στην κοινή συνέλευση που γίνεται κάθε Παρασκευή αποφασίζουν όλοι και όλες μαζί τον τρόπο διαχείρισης του ξενώνα και τις αποφάσεις τις αισθάνονται δικές τους, ενώ δηλώνουν σε όλους τους τόνους ότι ο ξενώνας θα παραμείνει ανοιχτός και θα φιλοξενήσει πολλές ακόμη οικογένειες.

Σχόλια

Σου άρεσε αυτό το άρθρο; Ενίσχυσε οικονομικά την προσπάθειά μας!