του Νίκου Σταθόπουλου*

Για πρώτη φορά, στη νεότερη ιστορία μας, απολαμβάνουνε μια έγκυρη κατάσταση εθνικής ενότητας! Όχι με ρητορικές επικλήσεις και ιδεολογικές προβολές, αλλά απτή, λειτουργική, συγκεκριμένη. Μόνο που είναι μια εθνική ενότητα δύο ταχυτήτων… φευ! Και εδώ, σε τούτο το «επίτευγμα», έχει βάλει το χεράκι του ο εθνικός δαίμων της διαίρεσης!

***

Στην πρώτη ταχύτητα, η εθνική ενότητα του πολιτικού συστήματος. Πολιτικού συστήματος που μεσολαβείται από εικονικούς διαχωρισμούς επιφανείας και αντλεί τη λειτουργική συνοχή του από την τελική κατάφαση στον υπέρτατο ρυθμιστή των πραγμάτων, την Επικυριαρχία.

Το σύνολο φάσμα του πολιτικού προσωπικού, με πολλές «προγραμματικές» μάσκες και ατάκες, συγκλίνει στο «τελεσίδικο πεπρωμένο» της «Ε.Ε.-διεθνούς προοπτικής» του εθνικού γίγνεσθαι. Μια αποεθνικοποιημένη εθνική ενότητα, όπου το εθνικό και το κοινωνικό συναρμόζονται οργανικά σε μια εθνική πολιτική διαχείρισης. Ακόμα και οι «αμφισβητίες» της ευρωκρατίας και της γκλομπαλιστικής διάστασης του εθνικού πεπρωμένου, υφαίνουν ανεξάντλητα μια ρητορική «ρεαλισμού» είτε «χιλιαστικής αναμονής». Οι διαφορές στις «αποχρώσεις» δεν αναιρούν το οργανικό πρακτικό βάθος της «συναίνεσης.

Οι «κεντρικοί πυλώνες» ερίζουν για το «πώς θα το πάρουν οι Θεσμοί», και τα περιφερειακά «μπουρμπούλια» ρητορεύουν, απ’ αυτά γι’ αυτά, περί της «βέλτιστης διευθέτησης στο εσωτερικό της Δομής». Ο «τρόπος», που λειτουργεί εδώ για τις συνθέσεις και τη συνοχή, είναι ο εκλογοπολιτικός φατριασμός, η αποθέωση του φορμαλισμού των θεσμών-διαδικασιών

Ένα όχι ευκαταφρόνητο ποσοστό του ελληνικού λαού, είτε άμεσα (δηλ. ως «στρατηγική θέση») είτε έμμεσα (δηλ. μέσω των πολιτικών του εγκλωβισμών), και με προφανή διαταξική σύνθεση, είναι τοποθετημένο στο εμβαδό αυτής της «Συστημικής Εθνικής Ενότητας».

***

Και στη δεύτερη ταχύτητα, η εθνική ενότητα της «θύραθεν» κοινωνίας, της «απέχουσας» κοινωνίας, του καταπροσβεβλημένου και συκοφαντημένου λαού, του λαού που ο μεν Μητσοτάκης τον χωρίζει εν ψυχρώ σε «Περιστέρι» και «Εκάλη», η δε ανεκδιήγητη Τασία δεν καταδέχεται να του ζητήσει συγγνώμη, αναγνωρίζοντας ως «κοινωνία» και «δημοκρατική βάση» μόνο τους λιγούρηδες λαμόγιους του Σύριζα.

Εδώ, η εθνική ενότητα δεν είναι επικοινωνιακή θεαματικοποίηση του ευρωχιλτονισμού, ούτε είναι «διπλωματία» και «τακτική» (ενός «κράτους που έχει συνέχεια» και δεν το κατανοούν οι «μη σκεπτόμενοι»).

Είναι η αγριεμένη έκπληξη για το εθνικό ξεπούλημα, είναι η προσπάθεια ξεμουδιάσματος από τη βίαιη φτωχοποίηση και την ακόμα πιο βίαιη οργανική αποδιάρθρωση του τόπου, είναι η πονεμένη αμηχανία για τις αποτυχημένες πολιτικές «ατμομηχανές» εξόδου από αυτό το μακελειό, είναι η «αγράμματη» απορία για την ξεριζωματική περιφρόνηση του μακραίωνου βιωματικού φορτίου ταυτότητας.

Εδώ, λειτουργεί ένα «αντιπολιτικό» πνεύμα, μια ανεπεξέργαστη ριζική καταδίκη των (αυτά)απατών που προσχεδίασε η Μεταπολίτευση, και αποτελέσανε την ιδρυτική πολιτική της αντίληψη, μια συμπαγής απέχθεια, ή, έστω, ένας ισχυρός αρνητικός σκεπτικισμός, για τον εφαρμοσμένο «θεσμικό δημοκρατισμό».

Στη συνείδηση αυτού του κόσμου, το εθνικό και το κοινωνικό συνδέονται οργανικά, στην πρόσληψή τους αντανακλάται το ιστορικό πεπρωμένο του τόπου. Οι πολιτικές μορφές, που κρυσταλλώνονται (όσο ισχύει αυτό..) εδώ, είναι θολές, αντιφατικές, συχνά αλληλοσυγκρουόμενες, ακριβώς γιατί λείπει ο «κεντρικός πολιτικός λόγος» που θα πραγματώσει την ενοποίηση και τη συνοχή, το «ξεσκαρτάρισμα» και τη συγκρότηση αναγεννησιακών διεργασιών και ζυμώσεων.

***

Πώς προέκυψαν αυτές οι δύο μορφές « εθνικής ενότητας»; Απλώς, είναι η τελική σχηματοποίηση του εγγενούς διχασμού σε «αυτοαναφορική» και «εξωαναφορική» Ελλάδα, που διέπει την εθνική αυτοσυνειδησία και «άποψη προοπτικής» στο πλαίσιο ανάπτυξης του μεταπρατικού μοντέλου.

Οι «Φαναριώτες» και οι «Μακρυγιάννηδες», οι «εφοπλιστές εις την αλλοδαπήν» και οι «ξενιτεμένοι της βιοπάλης», οι «βάστα Ρόμελ» και οι «μέχρις εσχάτων στα πεζούλια μας»

Το γεγονός ότι αυτή η δομική διαίρεση επικαλύφθηκε από «ιδεολογικοπολιτικά πρόσημα» δεν αναιρεί το πρωταρχικό της βάθος που, στην πραγματικότητα, και μέσα από μύριες παραμορφώσεις, καθορίζει την πορεία των πραγμάτων. Η κατά καιρούς κεντρικά πολιτική της διαχείριση, σήμερα ούτε εφικτή είναι ούτε βολική.

***

Σημασία έχει να εμπνέεσαι και να οργανώνεις μια ανταγωνιστική αλήθεια, όχι μια «απόκλιση» προϋποθηκευμένη μέσω της «νέας» διαχείρισης του «παλιού» εκφραστικού και ιδεολογικού «υλικού»

Γιατί τώρα αυτή η σχηματοποίηση; Μα γιατί πλέον η αποικιοκρατία αποκτά οργανικό χαρακτήρα, στο γενικό λειτουργικό ντεκόρ του διεθνοποιημένου κεφαλαίου.

Ως τώρα, η διεθνής μας ενσωμάτωση είχε «εξωτερικό χαρακτήρα», πηγαίναμε «εκεί» ως «εμπορευόμενοι επισκέπτες» και έρχονταν «εδώ» ως ιδιοκτήτες ενός επιβεβλημένου χρέους. Τώρα, η οικονομία μας είναι «λειτουργικός κόμβος» της παγκοσμιοποιημένης οικονομίας, είναι μέρος και λειτουργία του όλου μηχανισμού.

Δηλαδή είμαστε «μέσα», και αυτό καθορίζει μια γενική αναδόμηση της όλης μας υπόστασης. Η κοινωνία μας είναι «όψη» της παγκόσμιας κοινωνίας, και το πολιτικό σύστημα λειτουργεί σε «πρωτοβουλιακά» πελατειακή σχέση προς τους Επικυρίαρχους (ενώ μέχρι τώρα, λειτουργούσε σαν «δορυφόρος»). Στην πραγματικότητα, οι διαμορφούμενες καταστάσεις, υλοποιούν το ιστορικό (προοδευτικό και αριστερό) «αίτημα» της «αστικοδημοκρατικής ολοκλήρωσης».

Ο ελληνικός ιδιότυπος σχηματισμός, μόνο ως «οργανική αποικιοποίηση» είτε ως «ανατρεπτική αυτόκεντρη προοπτική» μπορεί να θέσει και να λύσει το ζήτημα της «ολοκλήρωσης». Ο μικροαστισμός του αμιγούς αστικοδημοκρατισμού και η ενσωμάτωση του «προοδευτικού στρατοπέδου (συνδυαστικά με τη γενική ιδεολογική του εξάντληση), κατέστησαν την πρώτη κατεύθυνση «νομοτέλεια».

***

Γιατί αυτή η διάκριση είναι θεμελιώδους πολιτικής αξίας; Διότι εμπεριέχει καθαυτή τα «συν» και «πλην» ενός «πολιτικού προγράμματος» που δεν «καταστρώνεται» επί χάρτου με βάση ιδεολογικά θέσφατα, αλλά σχεδιάζεται, αδιάκοπα, από τα υποκείμενα της «κίνησης» ενός πραγματικού κοινωνικού σχηματισμού.

Η οριακότητα της ιστορικής στιγμής καθιστά ,πλέον, αντικειμενικά και πολιτικά και προγραμματικά, ενεργητικό πρωταγωνιστή τον λαό. Καμιά ανάθεση δεν είναι επαρκής και αποτελεσματική.

Ας πούμε: η καταστροφή της «μεσαίας τάξης» διατυμπανίζεται, από τη γενικότητα της «βασικής θεωρίας» ως «σοσιαλιστική ταξική πολιτική». Όμως, αυτό εντείνει στο έπακρο τη γενική αποδόμηση του εθνικοκοινωνικού χώρου, ολοκληρώνοντας την εθνική και ταξική υποτέλεια στο διεθνές σύστημα πλανητικής Επικυριαρχίας. Αυτό, με δεδομένη τη γενική και ειδική λειτουργική ακαθοριστία της «κοινωνικής τάξης», επιτάσσει «αναπρογραμματισμό» του πολιτικού σκέπτεσθαι και πράττειν της ριζοσπαστικής ανάλυσης. Ή αλλάζεις στοχευμένα το δεδομένο Πραγματικό, ή «μπαίνεις από το παράθυρο» στις τρομερές του μυλόπετρες μέσω του ιδρυματισμού σου σε ένα εντελώς βολονταριστικό Φαντασιακό.

***

Ναι μεν, στην πρώτη ταχύτητα, διαπρέπουν οι επαγγελματίες και τιτλούχοι «χρήστες των λέξεων» και «μονταριστές ιδεολογικών σχημάτων», αλλά στη δεύτερη ταχύτητα αυξάνεται ο «πληθυσμός» των ανθρώπων που διατηρούν σχέσεις με την αληθινή ζωή, «παλεύουν» αρχές και συνέπεια, επιμένουν να ανεμίζουν αξίες, και μαζί με αυτά, ζουν έξω από κουλτούρες αποστείρωσης και εργαστηριακού εκμοντερνισμού και ως εκ τούτου κουβαλάνε και πολύ «αταβισμό», πολλή «συνήθεια», άφθονη «αλλοτρίωση».

Οι τηλεχειριζόμενες μούμιες από τη μια, οι τρεκλίζοντες αντιφατικοί από την άλλη. Το απαστράπτον νεκροταφείο από τη μια, το σκυθρωπό τοπίο της απροσανατόλιστης ζωής από την άλλη.

***

Η σχέση αυτών των δυο «εθνικών ενοτήτων» μεταξύ τους, μεσολαβημένη από την Πολιτική, είναι ίσως η λύση του «αινίγματος» της εθνικοκοινωνικής μας προοπτικής. Ο σχετικός προβληματισμός –καθόλου «προκάτ» και τελεσίδικος– δε μπορεί παρά να εκκινεί από το «προαιώνιο» ερώτημα περί της φύσης της φυγόκεντρης βούλησης. Δηλαδή, είναι ένα φυγόκεντρο ριζικό, ή μια ανασκευαστική «παράσταση», μια «πολιτική σφήνα»;

Διότι σημασία έχει να εμπνέεσαι και να οργανώνεις μια ανταγωνιστική αλήθεια, όχι μια «απόκλιση» προϋποθηκευμένη μέσω της «νέας» διαχείρισης του «παλιού» εκφραστικού και ιδεολογικού «υλικού».

***

Η «σύγκρουση» καθαυτή δε λέει τίποτα! Είναι ένα φετίχ που το σύστημα, και την εμπειρία του έχει (και από ποικίλες εσωτερικές του περιπέτειες) αλλά και ξέρει να το κάνει «μαγικό καπέλο» και να αραδιάζει «λαγούς» εντυπωσιάζοντας τα «ακροατήρια» ( το Θεαμα-τικό και Επικοινωνιακό υποκατάστατο αυτού που η Αριστερά αποκαλούσε/αποκαλεί «μάζες»).

Η σύγκρουση πρέπει να γίνει μια ΘεωρητικοΠρακτική Σύνθεση προοπτικής, με βασικό ιδίωμα την ανά πάσα στιγμή εδώ και τώρα παραγωγή και δημοκρατική διασφάλιση ανταγωνιστικού αντιοράματος!

Δηλαδή να αναπτύσσεται με κουλτούρα θετικής ανάδρασης, με συστηματική καλλιέργεια μιας ανταγωνιστικής συνείδησης, να «προλαβαίνει» με την έννοια της δημιουργίας προϋποθέσεων για ένταση της πολιτικής ωριμότητας. Όχι «άρνηση», «αγανάκτηση», «αντίσταση», αλλά προαγωγή θέσης, ανάπτυξη «πολεμικού» φρονήματος, προπαρασκευή και πρωτοβουλία δημιουργίας γεγονότων (ενάντια στην ουραγοποίηση σε σχέση με μια στημένη «επικαιρότητα»).

***

Η κοινωνία βρίσκεται σε κατάσταση «αναμονής». «Αναμονής» εξελίξεων, «φορέα-μεσσία», και του εαυτού της! Ενώ η στάση της δείχνει «ενστικτική» κατανόηση των πολλαπλών χρεοκοπιών (και αδιεξόδων), ωστόσο παραμένει σε έναν αρνητισμό. Είναι μια φυσιολογική πορεία, αν δεν πιστεύουμε σε ανορθολογικές «ανατροπές».

Αυτή όμως η καθήλωση, εντός των «ατμοσφαιρών» που διαμορφώνει το σύγχρονο πολιτιστικό σύστημα, εύκολα απολήγει σε έναν ιδιωτεύοντα ναρκισσισμό της «αφασίας», δηλαδή σε μια απολίτικα «πολιτική» θέση αδιαφορίας με ψευδή αυτοαντίληψη «ωριμότητας».

Τι λείπει; Η κινητήρια βούληση! Ωσμώσεις συνειδήσεων που θα μεταμορφώσουν τον (πρωτοπόρο, επαναστατικό) «συλλογικό διανοούμενο» σε οργανικό συνομιλητή μέσα στην πολυεπίπεδη καθημερινότητα.

Πολιτικοπολιτισμικές εστίες ενός νέου Ενεργητικού Διαφωτισμού που θα αποκεντρώνει τη ρήξη δημιουργώντας αέναα αυτοδιευθυνόμενους «τόπους» πρακτικού αναστοχασμού.

Αυτοί ακριβώς οι «τόποι» θα κινητοποιούν κατά περίπτωση με άξονα ένα «γεγονός» που το μερικό του θα διοχετεύεται συγκροτημένα στο «γενικό». Και το αντίστροφο.

Σημασία έχει να ανασυγκροτηθούν οι κατακερματισμένοι δεσμοί, στη βάση μιας παιδείας, και από αυτούς να αναδύεται το συλλογικό φρόνημα της πάλης. Και σε αυτό το «όραμα» βρίσκεται ακριβώς η μεθόδευση ενός ανταγωνιστικού (μικρο)πολιτισμού. Για παράδειγμα: καταγραφή των σπιτιών, που απειλούνται με εκπλειστηριασμό, συγκρότηση μιας συνέλευσης με τους άμεσα πληττόμενους, ανοιχτές δημοκρατικές συζητήσεις με θέματα που αφορούν στην κατοικία και τη «μοίρα» της εντός της θεσμοποιημένης καπιταλιστικής αρπακτικότητας, προώθηση νομικών διαχειρίσεων, δημοσιοποίηση της όλης κατάστασης Ένα μικρό παράδειγμα, με πρόχειρες θεάσεις δράσεων.

***

Η ουσία βρίσκεται στο να κατανοήσουμε για ποιο «ριζοσπαστισμό» μιλάμε, δηλαδή τις αντικειμενικές αναγωγές-πηγές του, την αντικειμενική πρόσληψή του, τις αντικειμενικές προδιαγραφές της «κουλτούρας» του. Και, επίσης, η ουσία βρίσκεται στην απόρριψη των αφαιρέσεων, στην προσήλωση στο συγκεκριμένο «πραγματικό», άρα είναι πρωταρχικής πολυτιμότητας η εκφρασμένη διάθεση-βούληση του ζώντος υποκειμένου της κοινωνικής κίνησης.

Προνομιακό και υψηλής κρισιμότητας πεδίο ανάπτυξης αυτών των προσεγγίσεων, είναι οι εξελισσόμενες επικίνδυνες απειλές κατά της όλης εθνικής υπόστασης. Η πατριωτική άμυνα, η συγκροτημένη πρόταξη της εθνικής ακεραιότητας, είναι ένα «στοίχημα» που για να κερδηθεί, πρέπει: να επικυρωθεί στην πράξη η επιλογή «εθνικής ενότητας», και να «οραματιστεί» (δηλ. ως σχεδιασμένος πολιτικός λόγος και σκέψη) οικοδόμηση προοπτικής μέσω τελεσίδικων ξεκαθαρισμάτων στο επίπεδο της «ουτοπίας», της πολιτικής φιλοσοφίας και των μορφών ανάπτυξης της δέουσας θεωρητικοπρακτικής αγωνιστικότητας.

*Ο Νίκος Σταθόπουλος είναι φιλόλογος

Σχόλια

Σου άρεσε αυτό το άρθρο; Ενίσχυσε οικονομικά την προσπάθειά μας!