Μέχρι τις 18 Φεβρουαρίου κρίνεται η πρώτη αναμέτρηση κυβέρνησης-δανειστών με μοχλό εκβιασμού τη ρευστότητα από την ΕΚΤ
Του Γιάννη Κιμπουρόπουλου
Κλίμα απομόνωσης της νέας ελληνικής κυβέρνησης εντός της Ε.Ε. ενορχήστρωσε η γερμανική ηγεσία, με τη στήριξη της ΕΚΤ, του Eurogroup και της Κομισιόν, προκειμένου να ανατρέψει τις αρχικές εντυπώσεις περί κύματος συμπάθειας. Μέχρι και τις 18 Φεβρουαρίου διαμορφώνεται ένα ασφυκτικό χρονοδιάγραμμα στο οποίο θα κριθεί η πρώτη φάση της διαπραγμάτευσης και το ζητούμενο από την ελληνική κυβέρνηση πρόγραμμα-γέφυρα, ώστε να προκύψει ένα πιο άνετο χρονοδιάγραμμα επαναδιαπραγμάτευσης της δανειακής σύμβασης και του χρέους. Το κολασμένο δεκαήμερο περιλαμβάνει τους εξής σταθμούς:
- Τη Δευτέρα (9/2) και ενώ στην Αθήνα θα είναι σε εξέλιξη η συζήτηση των προγραμματικών δηλώσεων της νέας κυβέρνησης, η Άνγκελα Μέρκελ συναντά τον Μπαράκ Ομπάμα στην Ουάσιγκτον. Το μενού περιλαμβάνει και την Ελλάδα κι εκεί θα δούμε αν έχει πρακτικό αντίκρισμα η δήλωση στήριξης του Αμερικανού προέδρου στη νέα κυβέρνηση. Αλλά, το κυρίως πιάτο είναι η Ουκρανία που, παραδόξως, επηρεάζει και την ελληνική υπόθεση. Ο γεωπολιτικός παράγοντας έχει ισχυρή επίδραση στις εξελίξεις, ιδιαίτερα μετά και το μήνυμα της Μόσχας προς την Αθήνα (πρόσκληση Πούτιν στον Τσίπρα) κάτι που η Ουάσιγκτον δεν βλέπει με καλό μάτι.
- Την Τετάρτη (11/2) και ενώ η κυβέρνηση θα έχει πάρει την ψήφο εμπιστοσύνης, συνεδριάζει εκτάκτως το Eurogroup με αποκλειστικό θέμα την Ελλάδα. Ποιο είναι το περιεχόμενο της συζήτησης δεν είναι σαφές. Η ελληνική κυβέρνηση θα διατυπώσει, επισήμως, το αίτημα για πρόγραμμα-γέφυρα, αλλά με ποιον ακριβώς στόχο; Με το δεδομένο ότι την ίδια μέρα τίθεται σε εφαρμογή η εκβιαστική απόφαση της ΕΚΤ να σταματήσει να δέχεται τα ελληνικά ομόλογα ως ενέχυρο, ώστε να ξανανοίξει η κάνουλα της χρηματοδότησης των ελληνικών τραπεζών, για την κυβέρνηση το λογικό αίτημα θα ήταν μια απόφαση που θα δίνει στην ΕΚΤ πράσινο φως για συνέχιση της ρευστότητας. Για τους υπολοίπους εταίρους-δανειστές, μέχρι στιγμής, το ζητούμενο είναι να ζητήσει η ελληνική κυβέρνηση παράταση του ισχύοντος προγράμματος. Η πρώτη «μετωπική» μυρίζει αδιέξοδο.
- Την επομένη (12/2) η μετωπική αναβαθμίζεται σε επίπεδο Συνόδου Κορυφής της Ε.Ε. Εκεί, ο Αλ. Τσίπρας θα κάνει το πρώτο «ταμείο» από τον κύκλο επαφών με κορυφαίους Ευρωπαίους ηγέτες. Θα δοκιμάσει, δηλαδή, αν κάποιοι απ’ αυτούς θα πάρουν την ευθύνη διαμεσολάβησης για έναν προσωρινό συμβιβασμό, μια και οι περισσότεροι (Ολάντ, Ρέντσι, Γιούνκερ, Ντράγκι) έχουν σαφώς αποκλείσει την περίπτωση ευθείας ρήξης με το Βερολίνο.
- Στις 16/2 υπάρχει νέα συνεδρίαση του Eurogroup και δεύτερη ευκαιρία ενός προσωρινού συμβιβασμού. Αυτή η συνεδρίαση είναι ακόμη κρισιμότερη, μια και πραγματοποιείται δυο μέρες πριν εκπνεύσει η ισχύς της απόφασης της ΕΚΤ (18/2) που επιτρέπει την προσφυγή των ελληνικών τραπεζών στον έκτακτο μηχανισμό άντλησης ρευστότητας μέσω ΤτΕ, τον ELA. Κι είναι ένα ερώτημα αν, σε περίπτωση αδιεξόδου στο Eurogroup, η ΕΚΤ θα εξαντλήσει τα περιθώρια που της δίνει η παράταση του Μνημονίου μέχρι 28/2 για ν’ αφήσει ανοικτή αυτή τη μοναδική -αν και ακριβή- πηγή ρευστότητας ή θα μπει στον πειρασμό να την κλείσει κι αυτήν, προχωρώντας σε χρηματοδοτικό στραγγαλισμό της χώρας.
Πλεονεκτήματα, μειονεκτήματα
Αυτό το κολασμένο δεκαήμερο είναι μόνο η πρώτη φάση του δράματος, στο οποίο οι αναμετρώμενοι δοκιμάζουν ο ένας τις αντοχές του άλλου. Η κυβέρνηση έχει αρκετά πλεονεκτήματα. Έχει το πλεονέκτημα μιας ευρείας υποστήριξης της κοινής γνώμης, που φαίνεται ότι εκτιμά και πριμοδοτεί τα «όχι» της. Έχει ακόμη το πλεονέκτημα της στήριξης από ένα διόλου ευκαταφρόνητο μέρος της ευρωπαϊκής και διεθνούς κοινής γνώμης, καθώς και κάποιων ρηγμάτων που είναι ορατά στις ευρωπαϊκές ηγεσίες.
Έχει, όμως, και το μειονέκτημα της απουσίας -και μάλιστα σε βαθμό αποκήρυξης- ενός εναλλακτικού σχεδίου, έστω και αποκλειστικά για διαπραγματευτική χρήση. Ακόμη κι αν ο τελικός στόχος της κυβέρνησης είναι μια μετριοπαθής αναθεώρηση της δανειακής σύμβασης και μια εξίσου μετριοπαθής αναδιάρθρωση του χρέους που θα της επιτρέψει να ασκήσει μια στοιχειώδη πολιτική κοινωνικής και παραγωγικής ανασυγκρότησης, θα πρέπει να πάρει υπ’ όψιν ότι ο «ορθολογισμός» στον οποίο προσβλέπει ο υπουργός Οικονομικών, δεν είναι κάτι αυτονόητο για την ηγεσία της Ευρωζώνης και της Γερμανίας (περί αυτού δείτε και παρακάτω κείμενο).