Ένα νέο 2015, με έκρηξη της προσφυγικής/μεταναστευτικής κρίσης προέβλεψε ο Γερμανός ΥΠΕΣ Xορστ Ζέεχοφερ, δηλώνοντας πως «η πίεση στα εξωτερικά σύνορα της Ευρωπαϊκής Ένωσης είναι πολύ μεγάλη. Γύρω μας βλέπουμε πολλές συγκρούσεις, οι οποίες προκαλούν την φυγή πολλών ανθρώπων». Ας δούμε όμως την κατάσταση με αριθμούς. Εκατό τριάντα χιλιάδες πρόσφυγες και μετανάστες έφτασαν συνολικά στην Ευρώπη, μέσα στο 2019. Απ’ αυτούς οι 75 χιλιάδες, δηλαδή περισσότεροι απ’ τους μισούς, ήρθαν στην Ελλάδα. Γίνεται φανερό, πως το μεταναστευτικό πρόβλημα, δεν εμφανίζεται με την ίδια ένταση σε όλους. Οι 130 χιλιάδες, είναι μια μάλλον αμελητέα ποσότητα στην Ε.Ε. των 400 εκατομμυρίων, σε αντίθεση, με τις 75 χιλιάδες, που στην ήδη επιβαρυμένη Ελλάδα των 10 εκατομμυρίων και με την ασφυκτική κατάσταση στα νησιά, δημιουργούν μια οριακά βιώσιμη συνθήκη. Η Ευρώπη καθώς δεν έχει να αντιμετωπίσει κάποια έκτακτη κρίση μπορεί να συζητά, να διαβουλεύεται και η κάθε χώρα να εφαρμόζει την δική της πολιτική.

Έτσι οικοδομείτε σταδιακά η Ευρώπη-φρούριο, με χώρες εισόδου που φιλτράρουν τις ροές, και επιφορτίζονται με την διαχείριση των απορριπτόμενων.

Σ’ αυτό το φόντο η γερμανική κυβέρνηση έχει κάνει καθαρή την επιδίωξη να ανοίξει την συζήτηση για την μεταρρύθμιση της πολιτικής ασύλου στη Ε.Ε. κατά την διάρκεια της προεδρίας της. Σύμφωνα με τον γερμανικό Τύπο, η συμφωνία μεταξύ των εταίρων του κυβερνητικού συνασπισμού (Χριστιανοδημοκρατών-CDU, Χριστιανοκοινωνιστών-CSU, Σοσιαλδημοκρατών-SPD) προβλέπει την «προκαταρκτική εξέταση» των αιτήσεων ασύλου στις χώρες εισόδου και στη συνέχεια την «δίκαιη κατανομή» όσων αποδεικνύουν ότι διαθέτουν «προσφυγικό προφίλ» στα κράτη-μέλη της Ευρωπαϊκής Ένωσης. Βασική αιτία που κινητοποιεί την Γερμανία είναι η ανησυχία της για τις πολιτικές αναταράξεις και τους κραδασμούς που δημιουργεί το ζήτημα της μετανάστευσης στην πολιτική σταθερότητα των περισσότερων χωρών της Ε.Ε. Κραδασμοί, που όλο και περισσότεροι φοβούνται ότι, σε περίπτωση αυξημένων ροών, από νέες αναταράξεις στις ζώνες του πολέμου θα γινόταν μη διαχειρίσιμες.

Βασική αιτία ανησυχίας της Γερμανία είναι οι πολιτικές αναταράξεις και οι κραδασμοί που δημιουργεί το ζήτημα της μετανάστευσης στην πολιτική σταθερότητα στις περισσότερες χώρες της Ε.Ε.

Στόχος της γερμανικής κυβέρνησης είναι να μειώσει τις φυγόκεντρες δυνάμεις που ενισχύονται λόγω και του μεταναστευτικού, δημιουργώντας μια νέα συνθήκη στη θέση του χρεοκοπημένου Δουβλίνο 2. Για να το πετύχει αυτό προτείνει μια πιο «σκληρή» διαδικασία χορήγησης ασύλου, με δύο στάδια ελέγχου, που θα απορρίπτει περισσότερους αιτούντες, και θα επιταχύνει τις μέχρι τώρα χρονοβόρες διαδικασίες. Το ερώτημα είναι βέβαια τι θα γίνει με τους απορριπτόμενους, όσους δηλαδή κρίνεται ότι δεν δικαιούνται χορήγηση ασύλου, σε μια περίοδο μάλιστα που σύμφωνα με τα στοιχεία του ΟΗΕ, οι ροές αποτελούνται βασικά από μετανάστες από Ασία και Αφρική, σε αντίθεση με την κρίση του 2015, οπότε και η πλειοψηφία ήταν πρόσφυγες απ’ την Συρία και άλλες χώρες της Μ. Ανατολής. Γι’ αυτούς φαίνεται ότι ο σχεδιασμός παραμένει ίδιος, και η ευρωπαϊκή αλληλεγγύη στερεύει, με τους πληθυσμούς αυτούς να συνεχίσουν να εγκλωβίζονται στις χώρες εισόδου της υποβαθμισμένης περιφέρειας ή με ειδικές συμφωνίες στις ζώνες εξωτερικού ελέγχου όπως η διαλυμένη Λιβύη.
Όπως φαίνεται οι προτάσεις της Γερμανίας, δεν προμηνύουν ένα θετικό μέλλον για την χώρα μας. Ίσως να δώσουν μια ανάσα στον μπλοκαρισμένο σύστημα χορήγησης ασύλου –αλλά ακόμη κι αυτό κρίνεται επισφαλές αν συνυπολογιστεί η απροθυμία που έδειξαν οι ευρωπαϊκές χώρες στην πρόταση του Κ. Μητσοτάκη για δίκαιη κατανομή των ασυνόδευτων ανηλίκων– όμως θα μονιμοποιήσουν τους μηχανισμούς στοιβάγματος όσων δεν έχουν «προσφυγικό προφίλ», και με την βούλα πλέον της Ε.Ε. Η επανεκκίνηση της συζήτησης για την ευρωπαϊκή πολιτική μετανάστευσης, βέβαια, θα μπορούσε να είναι και μια ευκαιρία για την χώρα μας. Τώρα που και η Ε.Ε αναγνωρίζει το αδιέξοδο, οι κυβερνώντες αντί να εύχονται και να ελπίζουν σε κάποια ανύπαρκτη γερμανική αλληλεγγύη θα μπορούσαν να θέσουν στο επίκεντρο τις ελληνικές διεκδικήσεις, πιέζοντας για ουσιαστικές αλλαγές.

Βέβαια για να συμβεί αυτό, θα απαιτούνταν μια άλλη λογική, που θα πήγαινε πέρα από την πιστή εφαρμογή όσων το ευρωπαϊκό κέντρο προστάζει, που θα είχε μια συνολικά ενεργητική εξωτερική πολιτική, που θα έκανε ξεκάθαρο ότι η χώρα βρίσκεται σε κατάσταση έκτακτης ανάγκης, που θα στοχοποιούσε την Ε.Ε. και την Τουρκία ως υπεύθυνους για αυτή την κατάσταση. Μια τέτοια λογική, μπορεί και πρέπει να αναζητηθεί και να οικοδομηθεί, μέσα απ’ την ελληνική κοινωνία που αγωνιά και αντιστέκεται.

Σχόλια

Σου άρεσε αυτό το άρθρο; Ενίσχυσε οικονομικά την προσπάθειά μας!