του Σπύρου Σούρλα

Στην υπαρκτή κοινωνικοπολιτική ερήμωση, όπου «ψυχές μαραγκιασμένες από δημόσιες αμαρτίες, καθένας κι ένα αξίωμα σαν το πουλί μες στο κλουβί του», διοικούν, προκύπτουν απροσδόκητα ακτίνες φωτός, όπου διατηρείται η ανθρωπιά, η προσφορά και το κτύπημα στον ώμο, κυρίως από όσους περνούν απαρατήρητοι, περπατώντας με χαμηλωμένο βλέμμα, όχι από ντροπή, αλλά από πείσμα, που σιγουρεύει το βήμα τους, στον καθημερινό κάματο. Δεν θα τους συναντήσεις σε πολύβουες και πληκτικές συνάξεις, όπου ασημαντότητες ακροβατούν φιλοσοφικά, μηρυκάζοντας κείμενα από «ατσαλάκωτα» οπισθόφυλλα βιβλίων.

Θα τους συναντήσεις σε γειτονιές κακοφωτισμένες και σε καφενεία να «σπαταλούν» το έλλειμμα του μήνα για να μιλήσουν με τον άλλο. Θα τους συναντήσεις να δίνουν διακριτικά στον αναγκεμένο, όντες και οι ίδιοι αναγκεμένοι, το ελάχιστο που μπορούν. Άνθρωποι «Ελπήνορες» –που δεν έχουν αποδεχτεί την «μοίρα» τους– με πολιτική σκέψη, κυρίως από ένστικτο και εμπειρία ζωής, σαν εκείνους που ρίσκαραν το Όχι τους για μια καλύτερη ζωή και πουλήθηκαν στις «αγορές» σε μια νύχτα.

Είναι οι άνθρωποι με συνείδηση που δεν κοιμάται· διστάζουν όμως να αναλάβουν περισσότερες πρωτοβουλίες, είτε γιατί απογοητεύτηκαν είτε γιατί, κάπου ξεχασμένοι, δεν προσεγγίστηκαν. Είναι οι άνθρωποι που δεν ξοδεύουν την ύπαρξή τους σε γραφεία ταξιδίων με τη φαντασίωση του «ενημερωτικού τουρισμού», επειδή ακριβώς ξέρουν ότι «η πόλη θα τους ακολουθεί».

Είναι η διασκορπισμένη μαγιά που διατίθεται να βγει μπροστά· αρκεί ένα απαλό σπρώξιμο από όσους πρέπει να τους προσεγγίσουν. Τους συναντάς αθόρυβα στο περιθώριο της πολιτικής. Τους συναντάς σε όλες τις γενιές να συνδέονται με ένα αδιόρατο νήμα. Είναι στην δυνατότητα των συλλογικών υποκειμένων να τους πλησιάσουν και να τους δώσουν το έρεισμα διεξόδου.

Είναι εκείνοι που, σαν κάποιους άλλους, πριν από 70 τόσα χρόνια, οδηγήθηκαν, από ανάγκη, σε εκείνο που περιγράφει ο Άγγελος Ελεφάντης: «Η μάνα μου, λοιπόν το καλοκαίρι του 1942, έφυγε μαζί με την αδελφή της και μια γαϊδούρα, έκαναν τέσσερις μέρες ποδαρόδρομο από το Βελούχι ως την Θεσσαλία για να μαζέψουν στάχυα, άλλες τόσες να γυρίσουν πίσω στο χωριό, φορτωμένες, περνώντας μέσα από τα ιταλικά φυλάκια και λεγεωνάριους που λυμαίνονταν την περιοχή, ξυπόλητες και πεινασμένες κι έφεραν σπίτι λίγες οκάδες σιτάρι, να φάμε τα παιδιά, να μην πεθάνουμε… Ηρωισμός και ανήκουστη αποκοτιά… Αλλά αυτή η αποκοτιά της ανάγκης εγκαινίαζε και έναν ριζικά διαφορετικό τρόπο ζωής που αποχαιρετούσε για πάντα τη θέση, που η αρχέγονη τάξη του παραδοσιακού χωριού προόριζε στη μάνα μου και σ’ άλλες γυναίκες… Η στάση της ήταν ίδια με εκείνη χιλιάδων, εκατοντάδων χιλιάδων γυναικών, ανδρών και παιδιών ακόμα, που μηχανεύτηκαν και έπαθαν τα χίλια για να ζήσουν… Και παθαίνοντας έμαθαν».

Κι εδώ, μέσα από τα φαντάσματα του παρελθόντος, ξαναγίνεται επίκαιρο το ποίημα του Γεράσιμου Λυκιαρδόπουλου για όσους ακόμα με διακριτικό τρόπο «κρατάνε» τις ακτίδες φωτός, από τις μανάδες μας ως τους νεότερους που ψάχνουν τρόπους να «μιλήσουν»:

– έκλαιγε η γριούλα δίπλα μου κι έπαιρνε ο τόπος φως από άλλες μέρες
τραγούδια μουδιασμένα βγαίναν ξανά περίπατο στα χείλια
τραγούδια τόσο μακρινά τόσο περήφανα και τόσο απελπισμένα
έκλαιγε η γριούλα δίπλα μου στηρίζοντας στα κόκκαλά της την Αθήνα.

Σχόλια

Σου άρεσε αυτό το άρθρο; Ενίσχυσε οικονομικά την προσπάθειά μας!