Του Στέλιου Ελληνιάδη

 

Είναι σε τέτοιο σημείο το σπίτι των φίλων που μας φιλοξένησαν στη Ζάκυνθο που, ξεκινώντας τη βραδινή μας βόλτα, περνούσαμε αναγκαστικά από το Λαγανά. Είχα ακούσει για το Λαγανά∙ μάλιστα, μία ακροάτρια που είχε πάει για διακοπές στη Ζάκυνθο τον Ιούλιο, επιστρέφοντας στην Αθήνα, με είχε πάρει τηλέφωνο στο ραδιοφωνικό σταθμό για να μου εκφράσει την αηδία της για όσα είδε να συμβαίνουν στο Λαγανά. Για εκφυλισμό των νέων που κατακλύζουν αυτή την περιοχή, μέχρι πρωίας, κάτι που ξεφεύγει πολύ από την έννοια του παραδοσιακού χαβαλέ, μου έλεγε. Ένα καθεστώς στο οποίο ο άνθρωπος, και δη ο νέος, αναζητεί την ικανοποίηση μέσα από τη δημόσια ταπείνωση και το διασυρμό, το δικό του ή των άλλων, σε ένα περιβάλλον διαμορφωμένο με τις κατάλληλες προδιαγραφές ώστε αυτό να είναι το ζητούμενο κι αυτό να είναι το προσφερόμενο. Χωρίς να λείπουν οι μεσήλικες μπανιστιρτζήδες και τα κολλητήρια που δεν χάνουν τις ευκαιρίες μέσα σε ένα μεθυσμένο και παραλυμένο πλήθος που επιθυμεί να υπερβεί τα όρια της ξεφτίλας.

Βέβαια, στο Λαγανά, με τα δεκάδες διασκεδαστήρια στη σειρά, τις μεγάλες νέον επιγραφές και τη βαβούρα που εξαπολύεται από τις πίστες, τους πάγκους των μπαρ, τα αυτοκίνητα που κορνάρουν και τις τετράτροχες μοτοσικλέτες που μουγκρίζουν μεταφέροντας έτοιμους για όλα νεαρούς τουρίστες, οι μαγαζάτορες παραπονούνται ότι είναι κάθε πέρσι και καλύτερα. Παρ’ όλο που οι θαμώνες μπορεί να περάσουν εκεί όλη τη νύχτα, χαζεύοντας, πίνοντας, χορεύοντας, παίρνοντας μάτι ή πασπατεύοντας, οι εισπράξεις των επιχειρήσεων πέφτουν. Άγγλοι, Γάλλοι, Γερμανοί, Ολλανδοί, Κροάτες, Ρώσοι, Αλβανοί και Αθηναίοι, Θεσσαλοί και Πελοποννήσιοι, που διψούν για «ελεύθερη διασκέδαση» έχουν όλο και πιο μικρά πορτοφόλια. Και οι ανά την Ελλάδα «Λαγανάδες» προσπαθούν να δελεάσουν την πελατεία με χαμηλότερες τιμές και ακόμα περισσότερη ξεφτίλα. Η Χερσόνησος στην Κρήτη, το Φαληράκι στη Ρόδο και η περίφημη Αγία Νάπα στην Κύπρο, δεν έχουν πλέον την αποκλειστικότητα στη χυδαιότητα.

Παραδοσιακές κοινωνίες, όπως της Ζακύνθου, με ιστορία και κουλτούρα, ενδίδουν χωρίς σθεναρές αντιδράσεις. Ο Λαγανάς δεν είναι απλώς ένα ξένο σώμα στη Ζάκυνθο. Είναι ένα κακάσχημο τέρας που άλλαξε το προφίλ και το χαρακτήρα του νησιού. Όλη η φυσιογνωμία του στραπατσαρίστηκε. Κι όταν όλος αυτός ο συρφετός αλλάξει ρότα και ακολουθώντας τη μόδα επιλέξει ένα άλλο Λαγανά σε ένα άλλο νησί, μεταφέροντας εκεί τη ρύπανσή του, θα απομείνει στη Ζάκυνθο μια περιοχή, στην καρδιά της, με εγκαταλειμμένα κτήρια και μαγαζιά (φαίνεται το χειμώνα), σαν τις πόλεις που έγιναν φαντάσματα στην άγρια δύση όταν οι χρυσοθήρες μετακινήθηκαν αλλού. Δηλαδή, μπρος γκρεμός και πίσω ρέμα. Είτε με το Λαγανά ζωντανό είτε με το Λαγανά πεθαμένο, η Ζάκυνθος χαλάει ανεπανόρθωτα.

Είναι πολύ εντυπωσιακό, πώς οι κοινωνίες ξεπέφτουν τόσο χαμηλά. Με το να αποδέχονται τέτοιες καταστάσεις και στη συνέχεια να εξαρτιούνται απ’ αυτές, παραιτούμενες από κάθε αναστολή, πολιτιστική και κοινωνική . Για λίγα αργύρια. Γιατί ο Λαγανάς δεν είναι μόνο μεθύσι και ξεβράκωμα εν είδει δημόσιου –street- θεάματος∙ είναι και ξενοδοχεία, ενοικιαζόμενα δωμάτια, εστιατόρια, σούβενιρ σοπ, πλοία, σουπερμάρκετ και ξαπλώστρες, δηλαδή, μια οικονομία που αιμοδοτείται από τον Λαγανά. Όσο το μπανιστήρι και το κολλητήρι έχουν πέραση, κάτι εισπράττουν και οι γύρω-γύρω.

Είναι τόσο μεγάλη η πολυκοσμία και η βαβούρα, είναι τόσο ισχυρό το νέο καθεστώς που καμία συνετή φωνή δεν μπορεί να ακουστεί για ένα τουρισμό ποιοτικό που θα ενισχύει την οικονομία του νησιού ανεξάρτητα από μόδες και κιλότες και δεν θα αλλοιώνει τη φυσιογνωμία του και δεν θα μεταλλάσσει τους κατοίκους σε υβρίδια που τρέφονται άμεσα ή έμμεσα από ό,τι πιο φτηνιάρικο και αντιαισθητικό κυκλοφορεί. Καμία δημιουργική άποψη δεν βρίσκει απήχηση. Ακόμα κι αυτοί που δυσφορούν ανέχονται και εξαντλούν την αντίδρασή τους σε γκρίνιες και μορφασμούς. Μόνο έτσι, σε ένα ευλογημένο τόπο, πνιγμένο στο πράσινο, μπορεί ο Δήμος να κόβει καθημερινά το νερό στα σπίτια από το πρωί μέχρι το βράδυ!

Σε πιάνει η ψυχή σου όταν βλέπεις ένα νησί, τόσο όμορφο, με τέτοια ιστορία και με τόσους θησαυρούς που μπορούν να εξασφαλίζουν για όλους μια άνετη ζωή χωρίς φθορά, ρύπανση και κουρελαρία, να υποβαθμίζεται και να κακοποιείται σε βαθμό όχι απλά κακουργήματος.

Πίσω από τα δεκάδες σκάφη που πηγαινοέρχονται είναι η αμμουδιά που οι χελώνες πρέπει να αφήσουν τα αβγά τους!
Πίσω από τα δεκάδες σκάφη που πηγαινοέρχονται είναι η αμμουδιά που οι χελώνες πρέπει να αφήσουν τα αβγά τους!

 

Η ατυχία να είναι καρέτα-καρέτα

Ενός κακού μύρια έπονται. Απελπίζεσαι βλέποντας δεκάδες επιβατηγά πλοιάρια με 50, 100 και 200 επιβάτες, ασταμάτητα, όλη μέρα, να πηγαίνουν και να έρχονται στην περιοχή που γεννούν οι χελώνες καρέτα-καρέτα. Glass Bottom γράφουν όλα με μεγάλα γράμματα στα πλευρά τους, που σημαίνει ότι έχουν διαφανείς πάτους απ’ όπου μπορεί ο επιβάτης να δει καμιά τρομαγμένη χελώνα που κολυμπάει προσπαθώντας να γλιτώσει κάτω από την καρίνα του σκάφους που μεταφέρει τους τουρίστες. Μεγάλα σκάφη, μεγάλες προπέλες, ταχύπλοα, δυνατές μηχανές, δυνατός θόρυβος στο νερό, κύματα και χιλιάδες κολυμβητές στις αμμουδιές, ακριβώς στα σημεία που εναποθέτουν τα αβγά τους τα σπάνια ζώα. Άσχετοι παραθεριστές που ούτε γυρίζουν να κοιτάξουν προς το μέρος της παραλίας που είναι τοποθετημένες οι λεπτές ξύλινες σημαδούρες πάνω από τα σημεία που υπάρχουν οι φωλιές. Μπορεί να φανταστεί κανείς τον τρόμο των χελωνών που είναι υποχρεωμένες να κολυμπάνε σ’ αυτό το εφιαλτικό περιβάλλον προκειμένου να φτάσουν και να βγουν στην ακτή για να γεννήσουν; Και των νεογέννητων που πρέπει να φτάσουν στο νερό;

Έτσι μεταχειρίζεται το νησί, η κοινότητα, κοντά 50 χιλιάδες νομάτοι, τις χελώνες που αποτέλεσαν, χάρη στις επίμονες προσπάθειες κάποιων ανθρώπων να τις σώσουν, τη μεγάλη ατραξιόν που ανέβασε τις τουριστικές μετοχές της Ζακύνθου διεθνώς. Κι έτσι αντιμετωπίζει, με επιδοκιμασία ή ανοχή, την τουριστική ανάπτυξη τύπου Λαγανά. Τώρα που συρρέουν τα τουριστικά πλήθη, έστω μεθυσμένα, ξεβράκωτα και αυθάδη, προτεραιότητα έχει ο Λαγανάς, αυτή είναι η καρέτα-καρέτα που τυχαίνει προστασίας. Την άλλη, την ορίτζιναλ, ποιος την χρειάζεται πια…

Όταν γεννηθούν τα χελωνάκια πρέπει να φτάσουν και στο νερό…
Όταν γεννηθούν τα χελωνάκια πρέπει να φτάσουν και στο νερό…

 

Λαγανάς, Χερσόνησος, Φαληράκι, Κάβος, Αγία Νάπα…

Πολιτισμική κατάπτωση και διαφθορά πάνε πακέτο. Των κατοίκων, της αστυνομίας, της εκκλησίας, των ΜΜΕ, των δικαστών, των επιχειρηματιών, των δημοτικών αρχών, των βουλευτών… Από συμφέρον, αμορφωσιά, δειλία και έλλειψη κουλτούρας, πολλοί πιστεύουν ότι αυτό είναι πρόοδος, εκσυγχρονισμός και ανάπτυξη. Αρχοντοχωριάτες, διαβρωμένοι, που όλα τα αποδέχονται σαν φυσιολογικά, αναπότρεπτα, αναγκαία, ακόμα και ωραία. Φέρνουν, μου είπε ένας παρκαδόρος της Μυκόνου, τις «ιδέες» από το Μπανγκόκ και από άλλες εξωτικές τοποθεσίες όπου κάνουν διακοπές το χειμώνα οι τουριστικοί επιχειρηματίες που κονόμησαν το καλοκαίρι στη Μύκονο, την Κρήτη, τη Ρόδο ή τη Σαντορίνη. Γυρίζοντας από την Άπω Ανατολή, εντυπωσιασμένοι από τον σεξουαλικό τουρισμό που ανθεί εκεί, εμπορεύονται την πιο λάιτ εκδοχή του, αφού ο η Ελλάδα δεν διαθέτει τις αντίστοιχες προϋποθέσεις και «υποδομές» (παιδική πορνεία, φτώχεια του κερατά, οργανωμένη μαφία εμπεδωμένη στο σύστημα εξουσίας κ.ά.). Δεν επηρεάζονται από τις ομορφιές της Πετρούπολης, της Πράγας, του Βερολίνου, της Βαρκελώνης ή των συνεταιρισμένων χωριών της Ιταλίας. Είναι πιο συμβατή με την νεοελληνική-νεοκυπριακή κουλτούρα η μίμηση της νυχτερινής ζωής στο Μπανγκόκ και το Μπαλί. Κι έτσι διασκευάζουν την πόλη ή το χωριό τους. Τον Λαγανά, την Χερσόνησο, το Φαληράκι, τον Κάβο και την Αγία Νάπα. Αυτή είναι η πιο δυναμική επιλογή στη νεοελληνική-νεοκυπριακή τουριστική κουλτούρα.

Και διαμαρτύρονται μόνο όταν κανένα ξένο τηλεοπτικό δίκτυο δείξει την κατάσταση όπως πραγματικά είναι: ξεφτιλισμένη και αποκρουστική. Έπρεπε το MTV να κάνει σίριαλ τα σκηνικά στον Κάβο για να βγάλουνε κραυγές αγανάχτησης μερικοί Κερκυραίοι. Μόνο στο Διεθνές Ποινικό Δικαστήριο δεν προσφύγανε, οι υποκριτές. Αν και οι επιχειρηματίες τρίβουνε τα χέρια τους από την ανέλπιστη διαφήμιση του εμπορεύματος… Λέγεται, μάλιστα, ότι συνάδελφοί τους από άλλες περιοχές ζήτησαν ίση μεταχείριση από τα ΜΜΕ!

 

Χαμηλή κουλτούρα

Το φαινόμενο ταιριάζει στο τουριστικό τοπίο. Δεν είναι καινούργιο, αλλά ενισχύεται από τις καταστροφικές πολιτικές των Μνημονίων. Και είναι το άλλο σκέλος του all inclusive και των κρουαζιερόπλοιων. Είναι υποπροϊόν της τεχνητής φτωχοποίησης που ανοίγει τα σκέλια της Ελλάδας καθιστώντας την πρόσφορη για κάθε βιαστή.

Είναι χαρακτηριστικό ότι ενώ σε λίγα χρόνια έχει διπλασιαστεί ο αριθμός των τουριστών, η οικονομική κατάσταση των Ελλήνων χειροτερεύει συνεχώς. Οι τουρίστες αυξάνονται με εντυπωσιακούς ρυθμούς (οι πόλεμοι και οι αναταραχές σε 15 χώρες, στη Μεσόγειο και τη Μέση Ανατολή, βοήθησαν πολύ), αλλά τα χρήματα που μένουν στη χώρα είναι αναλογικά λίγα. Τα έσοδα από τον τουρισμό στήριξαν την ανάπτυξη στην Ελλάδα σε εποχές που οι τουρίστες δεν ξεπερνούσαν τα δύο-τρία εκατομμύρια. Σήμερα, το πραγματικό κόστος για να δεχτεί η Ελλάδα 22 εκατομμύρια τουρίστες, μπορεί να είναι και μεγαλύτερο από τα έσοδα.

Το μοντέλο Λαγανάς ή Φαληράκι προσελκύει τουρίστες όχι μόνο με μικρές τσέπες, αλλά και -το πιο καταστροφικό, με πολύ χαμηλή κουλτούρα. Κι αυτή η χαμηλή σε ποιότητα κουλτούρα, που δεν φέρνει τίποτα δημιουργικό, έχει μεγάλη διατρητική ικανότητα, είναι μεταδοτική, διαπερνάει τους εντόπιους πολιτισμούς και τους αποσαθρώνει αφαιρώντας όλο τον διαχρονικά συσσωρευμένο πλούτο, τη γνώση, την αισθητική, τις κοινωνικές σχέσεις και συμπεριφορές, την τοπική παραγωγή, αλλοιώνοντας ολόκληρο το αστικό και φυσικό περιβάλλον.

Όχι, δεν είναι γενικά ο τουρισμός που επιφέρει αυτές τις επιπτώσεις. Είναι αυτό το είδος του τουρισμού. Ένα είδος που επιλέγεται από τα κέντρα εξουσίας, τοπικά, εθνικά και διεθνή, και επιβάλλεται σε χώρες που είναι πολιτικά, κοινωνικά και πολιτισμικά ευάλωτες, διαμπερείς. Δεν μπορεί ο Εγγλέζος ή Ολλανδός τουρίστας να κατουράει και να ξερνάει ελεύθερα και ανενόχλητα στα πεζοδρόμια, ούτε να αυνανίζεται στο δρόμο και να ροχαλίζει στις εισόδους των σπιτιών, στα θέρετρα της Ελβετίας, της Γερμανίας ή του Μονακό. Ούτε στο Τολέδο, τη Φλωρεντία, το Ελσίνκι, το Άμστερνταμ, την Πράγα και τη Βιέννη. Μπορεί, όμως, να το κάνει εν μέσω ζητωκραυγών στην καρδιά της Ζακύνθου και σε όλο και περισσότερα μέρη στην Ελλάδα. Σε πόλεις, χωριά και νησιά από τα ωραιότερα του κόσμου, απαράμιλλου φυσικού κάλλους, εξαιρετικής αρχιτεκτονικής κληρονομιάς, με μεγάλη ιστορία και πολιτισμό. Το κατούρημα και το ξέρασμα σε δημόσιο χώρο, μαζί με την ηχορύπανση και την κάθε είδους κακογουστιά, μουσική, ενδυματολογική ή διατροφική, βιάζουν την κουλτούρα του τόπου ανεπανόρθωτα.

Η λογική «πλουτίστε ή επιβιώστε με κάθε τρόπο» ενθαρρύνεται και νομιμοποιείται. Οτιδήποτε αποτελεί εμπόδιο «ισοπεδώστε το ή καταπατήστε το». Είτε πρόκειται για παρθένες παραλίες είτε για χελώνες καρέτα-καρέτα. Μια λογική που εκπορεύεται από τα ξένα τραστ που δεν θέλουν εμπόδια στις αγορές, στην επιχειρηματικότητα, ούτε καν τους περιορισμούς ασφαλείας που ισχύουν στις μητροπόλεις. Η Ελλάδα, τοποθετημένη, χάρη στους διεφθαρμένους πολιτικούς, την εντόπια αρπακτική άρχουσα τάξη και την ενσωματωμένη στο σύστημα διανόηση, δεν θεωρείται χώρα του μητροπολιτικού κέντρου, αλλά της περιφέρειας, στην οποία ισχύουν άλλοι κανόνες και άλλες προδιαγραφές. Είναι χώρα της Β΄ και Γ΄ ζώνης.

Καλόγουστες επιγραφές για καλόγουστους τουρίστες…
Καλόγουστες επιγραφές για καλόγουστους τουρίστες…

 

Τουρισμός και Μνημόνια

Με ξένα αφεντικά στα αεροδρόμια, τα λιμάνια, τα τρένα, τα σουπερμάρκετ και τα ξενοδοχεία, με επιτρόπους στα υπουργεία και υποβολείς στο Κοινοβούλιο, αυτός ο τύπος τουρισμού είναι συμβατός και ευδοκιμεί.

Καρφάκι δεν τους καίγεται για την ποιότητα ζωής, για τον τοπικό πολιτισμό, για την εθνική παραγωγή, για τις εργασιακές σχέσεις. Ελέγχουν το «εμπόρευμα» και παίρνουν τη μερίδα του λέοντος. Τα λεφτά φεύγουν έξω και συχνά οι εισπράξεις δεν φτάνουν για να συντηρήσουν ούτε τα ξενοδοχεία. Το παράδειγμα της Αθήνας μιλάει από μόνο του. Από την Ομόνοια μέχρι το Σύνταγμα τα μεγαλύτερα ξενοδοχεία είναι κλειστά. Με πολλαπλάσιους τουρίστες από την εποχή που χτίζονταν, είναι καταχρεωμένα, υπό συντηρητική κατάσχεση και προς πώληση.

Ποιος μετράει τις επιπτώσεις στην κοινωνία από τα 22 εκατομμύρια που μπορεί να γίνουν 30; Ποιος φορέας έχει κάνει μελέτη πολιτισμικών, κοινωνικών και οικονομικών επιπτώσεων; Ποιος ανησυχεί για τη μετατροπή της Ελλάδας σε χωματερή του τουρισμού; Μετράει κανείς τις επιπτώσεις απ’ αυτή την ακρίδα; Τι προσφέρει, αλλά με τι κόστος κοινωνικό, πολιτισμικό και οικονομικό; Τι σημαίνει για τις τοπικές κοινωνίες το all inclusive; Πώς επηρεάζει την τοπική παραγωγή και επιχειρηματικότητα; Τα ήθη και τις συνήθειες των ανθρώπων; Τις μουσικές και την κουζίνα; Τις ανθρώπινες σχέσεις; Το δομημένο περιβάλλον; Τη φύση; Τι αφήνουν και τι αλλαγές προκαλούν στις τοπικές κοινωνίες τα στίφη που αποβιβάζονται για λίγη ώρα από τα πελώρια κρουαζιερόπλοια στα μικρά λιμάνια; Τι παραμόρφωση πολιτισμική, κοινωνική και οικονομική συντελείται στον κορμό και την ψυχή της κοινωνίας και της χώρας;

Στα μαγαζιά των τουριστικών περιοχών τα περισσότερα αγροτικά προϊόντα που σερβίρονται είναι εισαγωγής. Η Lidloποίηση προχωράει ακάθεκτη. Ο νεοραγιαδισμός, η υποτέλεια, η ενδοτικότητα, η δουλοπρέπεια, η ποιοτική υποβάθμιση, η εξάρτηση και η φτωχοποίηση είναι αλληλένδετα. Και τα Μνημόνια ο κοινός τους παρονομαστής.

Φίλοι μου Φινλανδοί, καθηγητές στα πανεπιστήμια, δικηγόροι, γιατροί και καλλιτέχνες, που λατρεύουν τη χώρα μας και επί σαράντα χρόνια κάνουν διακοπές μόνο στην Ελλάδα, κάθε χρόνο έρχονται και φεύγουν πιο μουδιασμένοι. Δεν καταπέσατε μόνο οικονομικά, λένε. Ο πολιτισμός της καθημερινότητας υποβαθμίζεται, το περιβάλλον καταστρέφεται ραγδαία, ο τόπος χάνει το χαρακτήρα του. Πού είναι η ποιότητα στο φαγητό; Πού είναι η καλή ελληνική μουσική; Πού είναι ο σεβασμός στον άλλο και η φυσική ευγένεια; Πού είναι η γαλήνη και η ομορφιά του τοπίου; Πού είναι η καθαριότητα; Πού είναι τα νοσοκομεία και οι δημόσιες υπηρεσίες; Πού είναι η αστυνομία;

Μπορούν τα λεφτά που αφήνουν οι τουρίστες να αποσβέσουν το κόστος από την παρουσία τους; Από την ξιπασιά, την κακογουστιά και τα σκουπίδια που αφήνουν; Όπως όλα πουλιούνται φτηνά, αεροδρόμια, λιμάνια, τρένα και δρόμοι, έτσι πουλιέται φτηνά και η ομορφιά της Ελλάδας. Κι ό,τι έχει απομείνει από τις κουλτούρες του τόπου, όλο και πιο διστακτικά θα το αποκαλούμε σύγχρονο ελληνικό πολιτισμό.

 

Χαβούζα των μητροπόλεων

Η κατάπτωση της κουλτούρας είναι απαραίτητη προϋπόθεση για την άλωση του χωριού, της πόλης, της χώρας, των ψυχών, των αισθήσεων, των αντιλήψεων και των συμπεριφορών.

Είναι διεθνώς διαπιστωμένο ότι αυτός ο μαζικός τουρισμός, ειδικά σε μικρές χώρες και κοινωνίες, αλλοτριώνει τα πάντα και διαφθείρει παντοιοτρόπως τους πάντες, ιδίως τους νέους. Και δεν ευεργετεί ούτε τους τουρίστες, που μπορεί να φεύγουν χειρότεροι απ’ ό,τι ήρθαν. Είναι χαρακτηριστικό ότι πολλοί Ευρωπαίοι που έχουν επισκεφτεί την Ελλάδα, στράφηκαν εναντίον των Ελλήνων, απαξιωτικά και υβριστικά, όταν άρχισαν να παίζουν τα όργανα των κυβερνήσεων και των τηλεοράσεων προκειμένου να μας επιβληθούν τα Μνημόνια.

Για το κυρίαρχο σύστημα, είναι χρήσιμες αυτές οι χωματερές, ή -στην καλύτερη περίπτωση- τα μαζικά αποθετήρια ανθρώπων. Οι εξουσίες των μητροπόλεων κρατούν ικανοποιημένα τα πιο ανασφαλή κομμάτια των πληθυσμών τους και εκτονώνουν τις κοινωνικές πιέσεις στις επικράτειές τους. Με φτηνές διακοπές στην πανέμορφη Ελλάδα και ασύδοτες συμπεριφορές, που στις καθολικές και προτεσταντικές πατρίδες τους είναι μη ανεκτές. Και με τους Έλληνες υποτελείς, καταχρεωμένους και εξαρτημένους, να υπηρετούν – για μια χούφτα ευρώ- τους συνταξιούχους από την Κάτω Σαξωνία, τους νεόπλουτους από το Σότσι και τους αλκοολικούς άνεργους από το Νιούκαστλ.

Πάντοτε έρχονταν επισκέπτες εύποροι και μη εύποροι. Αλλά ήταν πολλοί αυτοί που δεν έρχονταν για τις χλωριομένες πισίνες (δίπλα στη γαλανή θάλασσα!) των τσιμεντένιων ξενοδοχείων και τις παστεριωμένες μπίρες των πολυεθνικών. Έρχονταν για τον Παρθενώνα, την Κνωσό και τα Αναφιώτικα, την αρχιτεκτονική των Κυκλάδων, τα υπέροχα χρώματα και την αλμύρα των καθαρών νερών, το ρεμπέτικο και τον Χατζιδάκι, το αγνό λάδι, το φρέσκο ψάρι, την τοπική ντομάτα και τα τριήμερα πανηγύρια, τη φιλοξενία και την ευγένεια των κατοίκων που δεν είχαν μεταλλαχθεί. Έρχονταν και νεόπλουτοι και σαβουριάρηδες, αλλά αυτοί με την αγάπη για την Ελλάδα έδιναν τον τόνο. Και σ’ αυτούς έπρεπε να απευθύνεται κυρίως, αν όχι αποκλειστικά, μια ζυγισμένη και μακροπρόθεσμη πολιτική για τον τουρισμό, που προσθέτει στον τόπο και δεν τον καταστρέφει. Σήμερα, εάν δεις κάποιον με κιθάρα ή βιβλίο στο πλοίο ή στην παραλία, ή κάποιον που ψάχνει για ποιότητα, φωτογράφησέ τον σαν σπάνιο είδος.

Το θέμα δεν εξαντλείται εύκολα και συνοπτικά. Σίγουρα, η βλάβη και η καταστροφή δεν είναι ίδια σε ποιότητα και ποσότητα σε όλη τη χώρα. Υπάρχουν κοινότητες που αντιστέκονται και κοινότητες που ακόμα δεν έχουν υποστεί το βιασμό. Υπάρχουν επαγγελματίες που δεν υποκύπτουν. Αλλά χωρίς παλλαϊκή συνειδητοποίηση, χωρίς την κοινωνία, αγρότες, δασκάλους, ιερείς, μουσικούς, ζωγράφους ή εμπόρους σε εγρήγορση, η επιδημία δεν θα αφήσει τίποτα όρθιο, γιατί έχει ισχυρούς σπόνσορες και μεγάλη διεισδυτικότητα. Με δεδομένη την παράδοση άνευ όρων του κοινοβουλευτικού προσωπικού της χώρας, η τελευταία ελπίδα είναι μια από τα κάτω και εκ των έσω αντίδραση, που δεν θα αποκλείσει τον τόπο, αλλά και δεν θα τον χαρίσει για να τον λεηλατήσουν υλικά και πνευματικά τα όποια τραστ και οι μεταφερόμενοι χαβαλέδες. Καλοδεχούμενος πρέπει να είναι μόνο όποιος βγάζει τα παπούτσια του στην πόρτα…

Σχόλια

Σου άρεσε αυτό το άρθρο; Ενίσχυσε οικονομικά την προσπάθειά μας!