Στα τέλη της δεκαετίας του ’60 κυκλοφόρησε από τις εκδόσεις «Σπανός» το περιοδικό Αστερίξ. Όχι οι αυτοτελείς ιστορίες, που έθρεψαν τις καταλήψεις του ’79, αλλά το περιοδικό, με ποικίλες ιστορίες, που συνεχίζονταν από τεύχος σε τεύχος: Οι περιπέτεις του Αστερίξ, ο Δαίμων της Καραϊβικής – και φυσικά Μπλιούμπερι, το πρώτο γουέστερν που διάβαζα όπου οι Ινδιάνοι ήσαν καλοί.

Τα αναγνώσματα τότε μετατρέπονταν σε σενάρια – κι έτσι τα απογεύματα χωριζόμασταν σε ομάδες: Από κει οι κακοί «γαλαζοπουκάμισοι», από δω οι καλοί Απάτσι. Καλπάζαμε (που λέει ο λόγος) στο χωματόδρομο και συγκρουόμασταν λυσσαλέα. «Εμπρός, κόκκινα αδέλφια μου», φώναζα σαν να επανεκκινούσα τον ΣΥΡΙΖΑ – και ανάλογο συνειρμό έκανε, προφανώς, κάποιο απόγευμα που με άκουσε, η γιαγιά μου, οπότε βγήκε και με μάζεψε έντρομη: στη γωνία έμενε ο xωροφύλακας, που ποιος ξέρει τι κουβέντες θα σκεφτόταν ότι άκουγα στο σπίτι κι αναπαρήγαγα αθώα…
Γύρω απ’ τον πρώτο εκείνον διαχωρισμό (εννοώ: το σενάριο), οργανώθηκαν τα επόμενα χρόνια κι άλλα αναγνώσματα. Οι «γαλαζοπουκάμισοι» απέκτησαν βάθος (εταιρίες σιδηροδρόμων, χρυσοθήρες) και συμπυκνώθηκαν ταυτοχρόνως στον Κάστερ. Οι καλοί Ινδιάνοι έγιναν Ντακότα (μόνο οι εχθροί μάς λένε Σιού) και συμπυκνώθηκαν στο Τρελό, έκτοτε, αλίμονο,  Άλογο. Πρέπει να διάβασα ίσαμε πενήντα εκδοχές της μάταιης νίκης στο Λιτλ Μπιγκ Χορν και όλες με αμείωτο ενθουσιασμό: Θα μας έδιωχναν απ’ τους Μαύρους Λόφους – αλλά εκείνη την ημέρα τους εξοντώσαμε μέχρις ενός. Και μες στη σκέψη μας το μυαλό ξανάκουγε, την ώρα της μάχης, τους θρήνους στην όχθη του ποταμού (αν θυμάμαι σωστά τ’ όνομά του ) Γουιτσιτά. Γιατί εκεί καταυλίζονταν η Μαύρη Χύτρα και ο λαός της, ασφαλείς, καθώς νόμιζαν, αφού είχε συμφωνηθεί εκεχειρία – και τους επετέθη ξημερώματα το 7ο Σύνταγμα Ιππικού του Κάστερ, σφάζοντας γυναικόπαιδα, δίχως τιμή, δίχως μπέσα…
Θα ‘ταν ωραίο να μπορούσα να πω ότι το άγριο κυνήγι μεταναστών που ξέσπασε στην Αθήνα κι ετοιμάζεται παντού στην Ελλάδα προσκρούει στις κοινές μας αρχές του Διαφωτισμού επί των οποίων το σύνταγμα και το πολίτευμά μας θεμελιώνονται κ.λπ. κ.λπ. Ωραίο και άκυρο. Οι χρυσαυγίτες που, υπό τα αλληλέγγυα βλέμματα των ΜΑΤ και τις ιαχές των νοικοκυραίων συμπολιτών μου, σάρωσαν την 3η Σεπτεμβρίου επί τριήμερο δολοφονώντας και δέρνοντας «ξένους», παραμέρισαν πρώτα τα μπάζα του Διαφωτισμού – και οι υπερδομές της «αριστερής» (πώς αλλιώς να την πω;) συνείδησής μου, απ’ τις οποίες θα προέκυπτε μια έλλογη εναντίωση, κατέρρευσαν, αφού δεν μπορεί (τέτοια είναι η ουσία τους) να είναι μόνο δικές μου. Απέμεναν ώς χθες τα θεμέλια: η βουβή ακόμη, πρωτότυπη αλληλεγγύη στους αληθινούς, ξένους, κυνηγημένους συμπατριώτες μου – κι η φρίκη για τη σφαγή στις όχθες του Ουιτσιτά. Μετά την επιδρομή στην Καλλιδρομίου, ώρα λαϊκής, με θύμα την κυρία που πούλαγε λουλούδια, έναν περαστικό που έσπευσε να τη σώσει κι έναν αλλοδαπό (το τρίπτυχο που υπερασπιζόμαστε, υποτίθεται), τα θεμέλια ανατινάχτηκαν. Τώρα;

 

Σχόλια

Σου άρεσε αυτό το άρθρο; Ενίσχυσε οικονομικά την προσπάθειά μας!