Το δουλεμπόριο της «πρακτικής άσκησης» στον τουρισμό
Του Ηλία Σταθάτου
H Boichenko Polina μαθήτευε στο ξενοδοχείο Louis Zante Beach στο τμήμα της Υποδοχής. Ξεκίνησε την πρακτική της άσκηση στις 6/5/2015, όπως και επίσημα ανακοινώθηκε στην Επιθεώρηση Εργασίας. Η σχολή της ήταν η KYIV National University of Trade and Economics του Κιέβου Ουκρανίας. Ήρθε στο ξενοδοχείο Louis Zante Beach μέσω του ΤΕΙ Σερρών. Η μαθητευόμενη είχε προσκομίσει πιστοποιητικό Υγείας από την πατρίδα της, θεωρημένο από γιατρούς με ημερομηνία θεώρησης 28/3/2015, από όπου προκύπτει ότι δεν έπασχε από κάποιο πρόβλημα υγείας. Το Σάββατο 18/7 και ώρα περίπου 12:35, λιποθύμησε και κατά τη μεταφορά της στο Γενικό Νοσοκομείο Ζακύνθου, άφησε την τελευταία της πνοή. Σε σχετική ανακοίνωσή του μετά το τραγικό αυτό συμβάν, το Σωματείο Ξενοδοχοϋπαλλήλων και Εργαζομένων στον Τουρισμό και Επισιτισμό Ζακύνθου καταγγέλλει ότι η «εντατικοποίηση μέχρι τα όρια της ανθρώπινης αντοχής, είναι ο κανόνας πίσω από την πολυτελή βιτρίνα των μεγάλων ξενοδοχείων … Στις βάρδιες φτάνουν και τις 12 ώρες τη μέρα χωρίς ρεπό… Οι συνθήκες δουλειάς φθείρουν την υγεία των εργαζομένων στα ξενοδοχεία, οι οποίοι αναφέρουν λιποθυμίες και πόνους στις αρθρώσεις και στη μέση».
Οι απάνθρωπες συνθήκες εργασίας, ειδικά το καλοκαίρι, στην «βαριά βιομηχανία» της Ελλάδας, τον τουρισμό, προξενούν φρίκη, και είναι γνωστές, μιας και οι περισσότεροι πλέον έχουν φίλους που εποχικά έχουν απασχοληθεί στον τομέα. Αυτό που περνάει συνήθως «στα ψιλά» είναι το καθεστώς των πρακτικών ασκήσεων, που τα τελευταία έτη γιγαντώνεται και χρησιμοποιείται ολοένα και περισσότερο, και στον τουρισμό. Πώς μια σπουδάστρια από την Ουκρανία, έφτασε να δουλεύει, μέσω πρακτικής άσκησης, στον Ελληνικό Τουρισμό; Μέσω της «άσκησης», νέοι γίνονται λάστιχο, καλύπτοντας θέσεις εργασίας που δεν έχουν σχέση με αυτή που ορίζει η σύμβασή τους. Στην περίπτωση των ολοένα και περισσότερων αλλοδαπών σπουδαστών, οι συμβάσεις δεν είναι καν μεταφρασμένες στη γλώσσα τους. Επίσης, είναι φθηνοί, καθώς αμείβονται με τον νόμο, λιγότερο από το ημερομίσθιο που ορίζει η Συλλογική Σύμβαση Εργασίας του κλάδου, πιέζοντας τα εργασιακά δικαιώματα και τις απολαβές των υπόλοιπων προς τα κάτω. Αυτοί οι εργαζόμενοι, υποαμειβόμενοι, με ελάχιστα δικαιώματα, στύβονται όσο διαρκεί η «καυτή» περίοδος και μετά… πετιούνται.
Ένα σύγχρονο δουλεμπόριο
Όπως ανέφερε στον Δρόμο ο πρόεδρος της Πανελλήνιας Ομοσπονδίας Εργατών Επισιτισμού και Υπαλλήλων Τουριστικών Επαγγελμάτων κ. Παναγιώτης Προύτζος, το φαινόμενο των πρακτικών ασκήσεων υπάρχει εδώ και 15 έτη. Δυστυχώς, δεν μπόρεσε να τιθασευτεί, ούτε με την Κοινή Υπουργική Απόφαση 16802/667/2010 των υπουργών Παιδείας, Εργασίας και Τουρισμού, που έθετε κάποιους μεσοβέζικους περιορισμούς ως προς το ποσοστό των ασκούμενων που δεν μπορεί να υπερβαίνει το 17% του τακτικού προσωπικού και σε κάθε περίπτωση τα 40 άτομα, την ανάγκη οι συμβάσεις να είναι μεταφρασμένες κ.λπ. και το ότι ο ασκούμενος σπουδαστής δεν καταλαμβάνει θέση εργασίας και πραγματοποιεί την πρακτική άσκηση με την εποπτεία εργαζόμενου της ειδικότητας με το αντικείμενο κατάρτισής του. Όλα αυτά, με τον έναν ή τον άλλον τρόπο, δεν τηρούνται. Πρώτα από όλα, δεν μιλάμε για σπουδαστές τουριστικών επαγγελμάτων, αλλά, όπως τόνισε ο κ. Προύτζος, «άνεργους, κυρίως από την Αν. Ευρώπη, που βαφτίζονται μαθητές». Για χρόνια, «πρωταγωνιστούσαν δουλεμπορικά γραφεία», με έδρα τη χώρα μας και την Κύπρο, που κάθε χρόνο άλλαζαν όνομα. Υπέγραφαν συμβάσεις των 500 ευρώ, «με τα μισά να πηγαίνουν στον μαθητή, και τα μισά στο γραφείο». Υπήρχαν «μαθητευόμενοι» ακόμα και 40 ετών, ενώ τις περισσότερες φορές η περιγραφή των θέσεων εργασίας στα συμφωνητικά δεν είχε σχέση με την πραγματικότητα. Όπως τόνισε μάλιστα ο κ. Προύντζος, «τα τελευταία χρόνια βλέπουμε πράγματα που δεν τα έχουμε ξαναδεί. Στο ξενοδοχείο της Ζακύνθου που πέθανε η κοπέλα, η σύμβασή της έλεγε πως θα απασχολείτο στην υποδοχή. Ψέμα. Απασχολείτο ως καμαριέρα. Δεν νοείται οι καμαριέρες να προέρχονται από πρακτική άσκηση. Υπήρξε περιστατικό σε ξενοδοχείο των Κυκλάδων, με έναν γενικό διευθυντή και το σύνολο του προσωπικού, ασκούμενους». Το ανώτατο όριο των 40 ασκούμενων ανά επιχείρηση παρακάμπτεται, καθώς πολλά μεγάλα ξενοδοχεία σπάνε την εταιρία τους σε τρία ΑΦΜ, ώστε να αυξήσουν τον αριθμό των ασκούμενων, που κατά τους εργοδότες θα έπρεπε να είναι τουλάχιστον 30% του συνόλου των εργαζομένων. Ακόμη, όπως έχει διαπιστώσει η Επιθεώρηση Εργασίας, δεν συνάπτονται συμβάσεις απευθείας μεταξύ ξενοδοχείων και ιδρυμάτων, αλλά μεσολαβούν ενδιάμεσοι. Ούτε φυσικά η σχέση 1 προς 1 μεταξύ ασκούμενου και επιβλέποντα, ισχύει. Σύμφωνα με τον κ. Προύντζο, «επανδρώνονται με ασκούμενους ολόκληρα εστιατόρια». Όλα αυτά, λέει ο πρόεδρος της Πανελλήνιας Ομοσπονδίας Εργατών Επισιτισμού και Υπαλλήλων Τουριστικών Επαγγελμάτων, δεν αποτελούν παρά έναν νομότυπο τρόπο που έχουν βρει οι εργοδότες, προκειμένου να αποφεύγουν τις εισφορές στο ΙΚΑ, την τήρηση των εργασιακών δικαιωμάτων και τη δημιουργία κανονικών θέσεων εργασίας. Εργοδότες «που γίνονται ολοένα και πιο επιθετικοί, με τις συμφωνίες κάτω από το τραπέζι να είναι ο κανόνας πλέον, με κάθε χρόνο να συμφωνούνται όλο και χειρότερες αμοιβές. Η συλλογική σύμβαση, όπου υπάρχει, μιας και αρκετοί έχουν ξεφύγει με επιχειρησιακές συμβάσεις, είναι ένα νομικό φτιασίδι ώστε να διασφαλίζει τον εργοδότη και δεν εφαρμόζεται. Όπως και οι αμέτρητες τετράωρες συμβάσεις που μας παρουσιάζονται, χωρίς να έχουμε δει ούτε έναν που όντως να εργάζεται τετράωρο. Η υπερεργασία είναι τέτοια, με προφορική συμφωνία για δουλειά 7 ημέρες την εβδομάδα, 12ωρα, ρεπό κ.λπ., που εάν αμείβονταν κανονικά, ο μισθός και οι εισφορές θα διπλασιάζονταν».
50% η μαύρη εργασία
Όπως εκτιμά ο κ. Προύντζος, φέτος «παρά τη δυσκολία να διεξάγουμε ελέγχους λόγω των capital controls, εκτιμούμε πως οι συνθήκες εργασίας στον τουρισμό είναι ακόμα σκληρότερες. Η μαύρη εργασία, αυτή η μάστιγα για τα ασφαλιστικά ταμεία και την αγορά εργασίας, φτάνει στο 50%. Σύμφωνα με το αμίμητο που μας είχε πει πρώην υπουργός Εργασίας, γνωρίζει το φαινόμενο αλλά αρνείται να το καταπολεμήσει “γιατί θα κλείσουν οι μισές επιχειρήσεις”… Από τη στιγμή που βρεθήκαμε ξανά στις δαγκάνες της τρόικας, θα είναι δύσκολο για το κράτος να κάνει παραγωγικές κινήσεις εναντίον της. Δεν είναι δυνατόν, σε έναν κλάδο που επιβίωσε αλώβητος της οικονομικής κρίσης, να υπάρχει αυτή η κατάσταση».