του Βασίλη Ρώτα*

Βρέθηκα στο Γύθειο, επί Χούντας, τα θυμάμαι όλα γκρίζα. Όταν το ξαναεπισκέφθηκα, μετά την αποκατάσταση της όποιας Δημοκρατίας, διαπίστωσα πόσο όμορφα, αλλά και έντονα χρώματα είχε η γραφική αυτή πόλη της Μάνης. Τότε όμως, γενική μαυρίλα. Αλλά και άπνοια. Ένα «σκιάξιμο φοβέρας» που θα κρατούσε για πάντα… Και ξαφνικά, λίγα φυλλαράκια άρχισαν να κουνιούνται. Ο μαθητής, ήθελε ασφαλώς να γίνει φοιτητής. Χωρίς τον ασφυκτικό έλεγχο του σχολείου με το εβδομαδιαίο κούρεμα. Έβλεπε τους φοιτητές, αν όχι με δέος, τουλάχιστον με σεβασμό. Και είχαν αρχίσει να κινούνται. Στον ζωντανό ακόμα απόηχο των δυναμικών προδικτατορικών κινητοποιήσεων. Ας κινούνταν και οι (θρυλικοί ) οικοδόμοι!

Τον Φλεβάρη του ’73 είχαμε τη Νομική. Κατεβήκαμε από το Πειραματικό στη Σκουφά μέχρι τη Σόλωνος και την Ακαδημίας, με εκείνο το τσίγκλισμα όχι μόνον της περιέργειας, αλλά και της πιθανής συμμετοχής σε μια επικίνδυνη εμπειρία. Να πέσει επί τέλους η καταραμένη χούντα! Φευγαλέες οι αναμνήσεις ξυλοδαρμών και συλλήψεων, από τα σύντομα γεγονότα. Ήταν όμως μια ρωγμή. Και ένας προάγγελος. Ακολούθησε η εξαγγελία της «φιλελευθεροποίησης». Ο περιβληθείς όλες τις εξουσίες, πλην… Αρχιεπισκόπου, αγράμματος δικτάτωρ, θα εκχωρούσε μερικές εξ αυτών.

Εν όψει του Δημοψηφίσματος τον Ιούλιο του ’73, έγιναν κάπως ορατές οι πολιτικές δυνάμεις, αυτές που ενδεχομένως να έπαιζαν ή όχι πλέον ρόλο. Η πληροφόρηση «ανάμεσα στις γραμμές» των λογοκριμένων εφημερίδων. Και ραδιόφωνο με παράσιτα στα βραχέα: BBC, Deutsche Welle, Φωνή της Αλήθειας… με προεξάρχον οπωσδήποτε το «Ράδιο Αρβύλα», με τις φήμες να εξαπλώνονται όπως σήμερα στο f/b. Στις 5 Νοεμβρίου, γίνεται το μνημόσυνο του Παπανδρέου. Ξύλο στους μπάτσους και πέτρες στα περιπολικά!

Επιχειρείται η «φιλελευθεροποίηση» με τον Μαρκεζίνη, καρατερίστα από τον θίασο των παλαιών πολιτικών.

Μελετώντας το φόβητρο

Στην τάξη μας, τελειόφοιτοι Πειραματικού (ΠΣΠΑ), θα κάνουμε εκλογές! Θα αφήσουμε να μας τις βρέξει η συντηρητική πλειοψηφία, συσπειρωμένη γύρω από τον Επώνυμο; Με τα πολλά, είχα ανακαλύψει πως ο πατέρας του μετέπειτα κολλητού μου ήταν στον ΕΛΑΣ. Όχι μόνον ήταν ντζώρας, καλός στα μαθηματικά, αλλά είχε και δίσκους Θεοδωράκη στο σπίτι του. Ο αδελφός του ήταν φοιτητής!

Προσπαθούσαμε να μάθουμε για τον κομμουνισμό, αυτό το φόβητρο. Στο καταχωνιασμένο τετράτομο (του «Θεμέλιου» ή της «Μέλισσας») « Στ’ άρματα, στ’ άρματα» ανακαλύψαμε το «Τι είναι και τι θέλει το ΕΑΜ». Που είχε 3.000.000 μέλη και ο ΕΛΑΣ πάνω από 100.000! Να μια υπολογίσιμη δύναμη… Ο Νικολάκης θέλησε να προχωρήσει στην πηγή: στο «Κομμουνιστικό Μανιφέστο». Στον σκεπτικισμό μου αντέτασσε: Κ>Δ! Ο παππούς μου, στη Νέα Μάκρη, το είχε μεταφράσει και είχε μερικά αντίτυπα κρυμμένα στη στέρνα.

Μας περίμεναν με ένα κουτί γλυκά, τυλιγμένο προσεκτικά: «Θα το ανοίξεις μόλις φτάσεις σπίτι σου. Αν τυχόν σε ρωτήσουν, πες, μου τα έδωσαν οι γνωστοί και μη εξαιρετέοι να τα πάω δώρο». Στο λεωφορείο, δίπλα μας όρθιος, ένας χωροφύλαξ. Ξαφνικά, μπαίνουν 2 μάγκες, φίλοι μας, εντελώς απολίτικοι, που μαζί κάναμε κοπάνες και πηγαίναμε για «καμάκι». Ήμασταν ντυμένοι καλά για να μην κινήσουμε υποψίες, και αυτοί το παρεξήγησαν, νομίζοντας πως τους είχαμε πουλήσει, και άρχισαν τις ερωτήσεις, φτάνοντας να ζητήσουν και γλυκό!

Όταν έγινε φανερό ότι επίκειται αιματηρή επέμβαση της αστυνομίας και του στρατού, συγκεντρωμένοι γύρω από το Πολυτεχνείο προσπάθησαν να χρησιμοποιήσουν τα τρόλεϊ ως εμπόδια για την κάθοδο των τεθωρακισμένων της χούντας, σκάζοντας και τα λάστιχα πολλών από αυτά.

Οι μέρες της φωτιάς

Την Τετάρτη 14/11, το από στόμα σε στόμα κοινωνικό δίκτυο πληροφόρησης της εποχής διέσπειρε τη φήμη: «Οι φοιτητές κλείστηκαν στο Πολυτεχνείο!». Το ίδιο τσίγκλισμα και πρόκληση: ξαναμμένοι, περιμέναμε υπομονετικά την ώρα των Γαλλικών για να πεταχτούμε τρέχοντας. Σκηνές πρωτόγνωρες: κόσμος πολύς συγκεντρωμένος, άνθρωποι λαϊκοί, από το πουθενά, πανέρια με κουλούρια, άλλα με τρόφιμα. Να σταματούν τα λεωφορεία και τα τρόλλεϋ γράφοντας συνθήματα «Κάτω η χούντα».

Σχεδόν όλοι οι φίλοι και οι γνωστοί, από τα φροντιστήρια, τα σινεμά, τις ντισκοτέκ και τα γήπεδα, ακόμα και από τα ιδιωτικά σχολεία, ήσαν εκεί, με πρόσωπα λαμπερά. Φωνάξαμε συνθήματα, ρίχνοντας με καθρεφτάκια φως στους περίεργους πάνω στις ταράτσες. Τρέξαμε βραχνιασμένοι πίσω, στο σχολείο. Το απόγευμα, από τα φροντιστήρια της Κάνιγγος και της Κωλέττη, ξανά εκεί, μέχρι αργά.

Την άλλη μέρα Πέμπτη, ξανά κοπάνα 1-2 ώρες, και πάλι το απόγευμα. Κάποια στιγμή μαθεύτηκε για τον Ραδιοσταθμό και το πρόγραμμα εμπλουτίστηκε με την ακρόασή του. Αλλά και τα μεγάφωνα μετέδιδαν συνθήματα και τραγούδια του Θεοδωράκη: «Σώπα όπου νάναι θα σημάνουν οι καμπάνες»! Την Παρασκευή τα ίδια, η κοσμοσυρροή ακόμα μεγαλύτερη, η Πατησίων και η Στουρνάρα γεμάτη. Δίνουμε ραντεβού το βράδυ για μετά το φροντιστήριο.

Πήγαινα στον Ηράκλειτο, του Μανωλκίδη, 4-7μ.μ. Στις 5 φύγαμε προς την Στουρνάρα 4-5 παιδιά. Μόλις φτάνουμε, ανατριχιάζω που το θυμάμαι, έρχεται η πορεία των οικοδόμων, γεροδεμένων, με αντιστασιακό πανό. Ακολουθούμε προς τα Χαυτεία, αυτοί συνέχισαν και έσπασαν το Υπουργείο Εργασίας. Στις 7 κατευθύνθηκα προς τη Στουρνάρα. Σε κάποιο στενάκι πετάχτηκαν τραμπούκοι με γκλομπς, ντυμένοι πολιτικά. Χτύπησαν μια κοπέλα.

Ήμασταν έξω από την πύλη της Στουρνάρα και μου λένε να ανεβούμε στο σπίτι ενός φίλου να ακούσουμε τον Ραδιοσταθμό και να δούμε τον κόσμο. Εκεί που βλέπαμε να φτάνει ως την Αλεξάνδρας σίγουρα, μπορεί και πιο πέρα, τους βλέπουμε να διαλύονται, η ώρα 8 – 8 και 10΄. «Τι γίνεται;», μου λέει, και μας έρχεται το τσούξιμο από τα δακρυγόνα… Κάποιος κόσμος έμεινε, αλλά πλέον πραγματικά λίγοι.

Κατεβήκαμε στον δρόμο, πήγαμε στην πύλη, με λίγο καφέ και ζάχαρη, που τώρα φαίνεται γελοίο. Βρεθήκαμε ανήμποροι, άπραγοι, πότε επάνω και πότε στον δρόμο. Κάποιοι ήταν χτυπημένοι, κούτσαιναν ξαφνικά, με τρύπες στο παντελόνι και αίματα. Τηλεφώνησα σπίτι να τους καθησυχάσω. Η μητέρα μου ζήτησε να μιλήσει στη σπιτονοικοκυρά και διέπραξα το λάθος.

Κατά τη 1 χτύπησε το κουδούνι και με ζητούσαν. Αρνήθηκα να κατέβω, το θεώρησα παραβίαση. Ο μακρινός μου συγγενής, καραδεξιός, που έμενε Μπουμπουλίνας και Στουρνάρα, δεν έφευγε. Μέσα στους πυροβολισμούς, κατέβηκα και προχωρήσαμε τα 3-4 οικοδομικά τετράγωνα: «Βαρελότα είναι», μου έλεγε. Ήρθαν με το αυτοκίνητο ο πατέρας μου, 50άρης, παλιός ΕΠΟΝίτης, με τον φίλο του τον Παντελή, που είχε πολεμήσει στα Δεκεμβριανά. Πλησιάσαμε την πύλη της Στουρνάρα:

– Είμαστε γιατροί, πώς μπορούμε να βοηθήσουμε;

– Τέτοιαν ώρα, απλά να πάτε ως την Αλεξάνδρας μήπως δείτε τίποτε τανκς.

Κάναμε ένα γύρο χωρίς να δούμε κάτι, το αναφέραμε και γυρίσαμε στο Παγκράτι. Εκεί ακούσαμε το τελευταίο δραματικό κομμάτι της εκπομπής με το «είμαστε άοπλοι» και τον Εθνικό Ύμνο.

Σχεδόν όλοι οι φίλοι και οι γνωστοί, από τα φροντιστήρια, τα σινεμά, τις ντισκοτέκ και τα γήπεδα, ακόμα και από τα ιδιωτικά σχολεία, ήσαν εκεί, με πρόσωπα λαμπερά. Φωνάξαμε συνθήματα, ρίχνοντας με καθρεφτάκια φως στους περίεργους πάνω στις ταράτσες…

Το Σάββατο οι περισσότεροι μαθητές του 7ου είχαν πάει στο Σύνταγμα, όπου κάποιος ξάπλωσε μπροστά στο τανκ και αυτό πέρασε από πάνω του. Κατά το μεσημέρι κηρύχθηκε στρατιωτικός νόμος με απαγόρευση κυκλοφορίας, στους δρόμους κυκλοφορούσαν μόνο ένστολοι. Μεταξύ των πρωτοστατών ήταν ο περίφημος Τζίζας (μιμείτο το Jesus Christ Superstar), γιος μονιμά δεξιού. Μεγάλο παλληκάρι, είχε μπει και μέσα. Με τους καλούς είχε κατέβει ακόμα και ο γιος του γνωστού Χίτη του Παγκρατίου. Τον Ραδιοσταθμό άκουγε ακόμα και η κόρη του Διοικητού της Τροχαίας…

Κυριακή πρωί, οι φήμες έλεγαν για διαδήλωση στην πλατεία Βικτωρίας ή στα Χαυτεία. Κατηφορίσαμε την Σταδίου 5-6 Παγκρατιώτες. Κοντά στην Ομόνοια μας σταμάτησαν χωροφύλακες που πυροβολούσαν στον αέρα.

– Πάμε για το τρόλλεϋ, είπαμε βλακωδώς, αφού ήσαν όλα με σκασμένα λάστιχα.

– Γυρίστε πίσω γ… το σταυρό σας, και μας πήγαν ως την Κλαυθμώνος πυροβολώντας στον αέρα. Εκεί είχε έργα, και μας κόλλησαν στο διαφημιστικό ταμπλό για σωματικό έλεγχο. Κάποιος μπατσάκος μας έκανε κρυφά νόημα να φύγουμε, αλλά μας ξαναγαμοσταύρισε ο επικεφαλής .

– Πιάστε φοιτητές, μαλλιάδες, Καισαριανή, Περιστέρι, διέταξε. Οπότε μας άφησαν…

Οι φήμες οργίαζαν. Αλλά υπήρχαν και πληροφορίες από ιατρικούς κύκλους για νεκρούς και τραυματίες, κυρίως στο τότε «Ρυθμιστικό» (σημερινό «Γεννηματάς»), για αλλαγμένα ονόματα, για ντου της Αστυνομίας προς σύλληψη των τραυματιών, για αυτοκίνητα που ήσαν μέρες, βδομάδες, μήνες παρκαρισμένα και αγνοούνταν οι ιδιοκτήτες τους. Με αγωνία μαθαίναμε για διάφορα παιδιά φίλων, αλλά επί της ουσίας δεν είχαμε επαφή με τους οργανωμένους κύκλους των φοιτητών.

Για αρκετό καιρό είχα στο νου μου φαντασιακές εικόνες των πρωταγωνιστών, που μερικούς γνώρισα ενδιάμεσα και τους περισσότερους μετά την πτώση της Χούντας.

* Ο Βασίλης Ρώτας είναι ιατρός παθολόγος.

Σχόλια

Σου άρεσε αυτό το άρθρο; Ενίσχυσε οικονομικά την προσπάθειά μας!