Ο Σολωμός, ο Μάντζαρος κι ο Βαμβακάρης

Στην εφηβεία μας -με τη μεταπολίτευση, καθώς έσκασε και η μόδα του ρεμπέτικου- θυμάμαι ότι τραγουδούσαμε εν χορώ οι συμμαθητές τον Εθνικό Ύμνο με τη μουσική της Φραγκοσυριανής και τη Φραγκοσυριανή με τη μουσική του Εθνικού Ύμνου. Χωρίς να το καταλαβαίνουμε, με την αυθάδεια που συγχωρείται σ’ αυτή την ηλικία, το αστείο μας έθετε τα εξής ερωτήματα:
• Γιατί οι στίχοι του Σολωμού είναι ποίηση, ενώ τα λόγια του Βαμβακάρη απλώς στίχοι;
• Γιατί η μουσική του εθνικού μας ύμνου δεν θα μπορούσε να είναι τόσο ελληνική όσο και του ρεμπέτικου;
Αγνοούσαμε βεβαίως τότε ότι ο Μάντζαρος εκμεταλλεύτηκε -δυτικότροπα βεβαίως- τον ρυθμό του τσάμικου προκειμένου να μελοποιήσει τον Σολωμό, ενώ ο ανατολίτης Βαμβακάρης υμνούσε μια όμορφη της Σύρου που είχε με τον τρόπο της εκδυτικιστεί.
Αυτά μας απασχόλησαν αργότερα, αλλά αυτή η αταίριαστη μείξη μας έμαθε από πολύ νωρίς ότι στα καθ’ ημάς -και για τη μουσική και για την ποίηση- η πρώτη ύλη είναι το τραγούδι.

Ο Σολωμός, που θεωρείται ο γενάρχης της πρόσφατης νεοελληνικής ποίησης (δηλαδή της ποίησης μετά την Επανάσταση του ’21) συνδέεται σχεδόν συνειρμικά με έναν σημαντικό Επτανήσιο συνθέτη: τον Νικόλαο Μάντζαρο. Ο Νικόλαος Μάντζαρος, μάλιστα, για ένα πράγμα είναι γνωστός. Είναι ο συνθέτης του Εθνικού μας Ύμνου. Είναι δηλαδή αυτός που μελοποίησε τις δύο πρώτες στροφές του Ύμνου εις την Ελευθερίαν του Δ. Σολωμού. Και θεωρείται κι αυτός ο γενάρχης της ελληνικής «κλασικής»μουσικής.
Δύο γενάρχες. λοιπόν! Ένα δίδυμο που μας θυμίζει ότι ουδέποτε το διαζύγιο ποίησης και μουσικής θα είναι οριστικό. Στη μικρή μας μουσικοποιητική ιστορία θα βρούμε πολλά τέτοια δίδυμα ή δημιουργούς που συνδύασαν το μέλος και τον λόγο. Με άξονα τη σχέση της μουσικής και της ποίησης θα προσπαθήσουμε να αναδείξουμε το παρελθόν και να οραματιστούμε το μέλλον μιας σύνθεσης που φιλοδοξεί να υπερβεί το μεταμοντέρνο χυλό του συνδυασμού των πάντων με τα πάντα και να αναζητήσει τη γόνιμη συνουσία του λόγου και της μουσικής. Ξεκινάμε, λοιπόν, μια σειρά συνεντεύξεων με ανθρώπους που υπηρετούν την ποίηση και τη μουσική, για να μας μιλήσουν για τις παρελθούσες αλλά και για τις μελλούμενες συναντήσεις των δύο τεχνών.
Πρώτος συνομιλητής μας σ’ αυτή την αναζήτηση, ο Γιάννης Πατίλης, ποιητής (τελευταία του ποιητική συλλογή Ἀποδρομὴ του Ἀλκοόλ, (Εκδ. Ύψιλον, Αθήνα 2012), εκδότης του περιοδικού Πλανόδιον (μέχρι πρόσφατα, αφού διέκοψε την έκδοσή του) και παλαιότερα συνθέτης όμορφων τραγουδιών που τα χάρηκαν όσοι είχαν την τύχη να τα ακούσουν από ένα σχεδόν… πειρατικό CD που κυκλοφόρησε περισσότερο μεταξύ φίλων.

Πῶς προσδιορίζετε τὴ σχέση ποίησης καὶ μουσικῆς;
Ἡ ἑνότητα τῶν δύο τεχνῶν ἦταν ἱστορικὰ ἡ κανονικὴ κατάσταση. Θὰ ἔλεγα καὶ ἡ φυσιολογική, στὸν βαθμὸ ποὺ ὁ φωνούμενος λόγος ἐπιδέχεται ρυθμικῶν διευθετήσεων καὶ ἡ ἀνθρώπινη φωνὴ μελωδεῖται, ὅπως ὁποιοδήποτε μουσικὸ ὄργανο. Μιὰ σειρά, ὡστόσο, σπουδαίων ἱστορικῶν παραγόντων χώρισαν τὶς δύο αὐτὲς τέχνες. Ἕνας ἀπὸ τοὺς παλαιότερους ἦταν τὸ ἴδιο τὸ ὑψηλὸ κύρος ποὺ διέθεταν τὰ μεγάλα μουσικοποιητικὰ ἔργα τοῦ δυτικοῦ πολιτισμοῦ: τὰ ὁμηρικὰ ἔπη, ἡ λυρικὴ ποίηση, ἡ τραγωδία. Ὅταν, μετὰ ἀπὸ αἰῶνες, στὴν ἑλληνιστικὴ ἐποχή, καὶ τὸ μέλος ξεχάστηκε καὶ ἡ προφορὰ ἄλλαξε σοβαρά, ἡ ὑψηλὴ ἐκτίμηση πρὸς τὸ ἐναπομένον κομμάτι αὐτῶν τῶν ἔργων, τὸν λόγο, ποὺ τώρα πιὰ εἶχε γίνει κείμενο, ἔκανε δυνατὴ τὴν λόγια στάση τοῦ σπουδαστηρίου – μιὰ στάση ποὺ τὴν ἐνδυνάμωσε ἡ μίμηση, ἐπιδεινώνοντας καὶ ταυτόχρονα νομιμοποιώντας τὸν χωρισμό…
Άλλὰ καὶ στοὺς νεώτερους χρόνους, ἰδίως ἀπὸ τὸν 18ο αἰώνα καὶ μετά, εἴχαμε κοσμοϊστορικὲς ἐξελίξεις ποὺ εὐνοοῦσαν τὴν ἐμπέδωση τοῦ χωρισμοῦ: τὸ ρεῦμα τοῦ ὀρθολογισμοῦ μὲ τὶς ἐπιστημονικὲς καὶ φιλοσοφικές του ἀφαιρέσεις, ἡ ἄνοδος τῆς ἀστικῆς τάξης μὲ τὴν ἀντίστοιχη ὑποχώρηση τοῦ κοινοτισμοῦ, ὁ ἀτομικισμός καὶ τὸ πνεῦμα τῆς ἐξειδίκευσης (ἀκόμη καὶ στὴν ἴδια τὴ μουσικὴ τέχνη) ἰδίως μὲ τὴν διάδοση τῆς ἐγγραμματοσύνης καὶ τῆς τυπογραφίας ποὺ ἔκαναν δυνατὴ τὴν κατὰ μόνας σιωπηλὴ ἀνάγνωση καὶ τὴν λογοτεχνικὴ γραφὴ μὲ προορισμὸ τὴν ἐκτύπωση, ὁδήγησαν τὴν ποίηση σὲ μιὰ εὐέλικτη ὅσο καὶ αὐτόνομη ἀτομικὴ τέχνη δωματίου!

Ὑπῆρξε μονόδρομος μιὰ τέτοια ἐξέλιξη;
Θὰ ἔλεγα πὼς ναί, ὄχι ὅμως δίχως ἀντίδρομες δυνάμεις. Μιὰ τέτοια σπουδαία ἀντίδρομη δύναμη ἦταν στὴν Δύση τὸ κίνημα τοῦ Ρομαντισμοῦ. Ὁ Ρομαντισμός, ἀπέναντι στὶς κοινωνικὰ χωριστικὲς δυνάμεις τοῦ Ὀρθολογισμοῦ, προσανατολίστηκε, ἐμπνεόμενος συχνὰ ἀπὸ τὸ λαϊκὸ πνεῦμα, πρὸς τὴ ζωὴ τῶν συλλογικοτήτων καὶ τὴν σύγκλιση τῶν τεχνῶν, μὲ ἀποκορύφωμα στὸ θέμα ποὺ μᾶς ἐνδιαφέρει τὸ ἔργο τοῦ Βάγκνερ. Ὁ λόγιος μουσουργὸς-συνθέτης στὸ πρῶτο μισὸ τοῦ 19ου αἰώνα συναντήθηκε δημιουργικὰ μὲ τὸν λόγιο ποιητή, καὶ ἔδωσαν ἔργα ποὺ ἔμενα, τουλάχιστον κάποια ἀπὸ αὐτά, μὲ συγκινοῦν βαθιὰ καὶ ἐξακολουθητικά. Τέτοια ἦταν ἡ συνάντηση τοῦ Ἕκτορα Μπερλιὸζ μὲ τὴν ποίηση τοῦ Θεόφιλου Γκωτιὲ στὸν κύκλο τραγουδιῶν Νύχτες Καλοκαιριοῦ, ὅπως καὶ τοῦ Σοῦμπερτ μὲ τὰ ποιήματα τοῦ Βίλχελμ Μύλλερ, αὐτοῦ τοῦ παθιασμένου φιλέλληνα καὶ ἑλληνιστῆ, στὸ Χειμωνιάτικο Ταξίδι. Τὸ ἴδιο θὰ πῶ γιὰ τὴν συνάντηση τοῦ Μάλερ μὲ τὸν Φρήντριχ Ρύκερτ στὰ Τραγούδια τῶν Νεκρῶν Παιδιῶν καὶ τοῦ Κούρτ Βάιλ μὲ τὸν Μπέρτολτ Μπρέχτ, στὸν αἰώνα ποὺ ἀκολούθησε… Ὅμως τὰ μεγάλα ποιητικὰ ἔργα τῶν νεωτέρων χρόνων εἶναι ἔργα γιὰ σιωπηλὴ ἀκρόαση, τὸ πολύ -καὶ δευτερευόντως- γιὰ ἀπαγγελία.

Τί σημαίνει γιὰ σᾶς μελοποιημένη ποίηση;
Ἐὰν γιὰ τὸν Παλαμᾶ «ποίηση εἶναι ὁ λόγος ποὺ πάει νὰ γίνει τραγούδι», μελοποιημένη ποίηση εἶναι ὁ λόγος ποὺ ἔγινε πιὰ τραγούδι. Ἡ μελοποιημένη ποίηση εἶναι μιὰ συνάντηση ποὺ προϋποθέτει τὸν χωρισμὸ τῶν δύο τεχνῶν καὶ τῶν σχετικῶν πρὸς αὐτὲς καλλιτεχνῶν… Ἐδῶ ὁ κανόνας λέει πὼς γιὰ τὴν ἐπανένωση αὐτὸς ποὺ ψάχνει εἶναι ὁ μουσικὸς καὶ ὄχι ὁ ποιητής… Ὁ μουσικὸς θέλει λόγια γιὰ τὸ ἔργο του, ἐνῶ ὁ ποιητὴς ὅποια «μουσικὴ» εἶχε νὰ βάλει στοὺς στίχους του, τὴν ἔβαλε… Ἡ περίπτωση τοῦ «κανονικοῦ» ποιητῆ ποὺ βάζει ὁ ἴδιος μουσικὴ στοὺς στίχους του, ὅπως τὸ ἔκανε στὰ χρόνια μας ὁ Λήοναρντ Κοέν ἢ ὁ Βὸλφ Μπήρμαν, εἶναι ἡ ἀσυνήθιστη καὶ σπάνια ἐξαίρεση… Βεβαίως, ἔχουμε καὶ τὴν περίπτωση τοῦ ποιητῆ ποὺ πλάι στὰ ποιήματά του γράφει στίχους ἐπὶ τούτου, γιὰ νὰ μελοποιηθοῦνε δηλαδὴ ἀπὸ ἄλλους, ὅπως ἔκαναν στὰ καθ’ ἡμᾶς οἱ ποιητὲς Μάνος Ἐλευθερίου καὶ Μιχάλης Γκανᾶς, συχνὰ μὲ πολὺ καλὰ ἀποτελέσματα… Ἀλλά, καὶ πάλι, ὡς περιπτώσεις ποιητῶν ποὺ στιχουργοῦν γιὰ μουσικοὺς εἶναι ἀσυνήθιστες καὶ δακτυλοδεικτούμενες ἐξαιρέσεις…

Ὁ στίχος τοῦ τραγουδιοῦ γιατί δὲν εἶναι ποίηση; Ἢ εἶναι;
Φυσικὰ καὶ εἶναι ποίηση, ποὺ ἂν τύχει καὶ εἶναι ὡραῖος, εἶναι ποίηση καλύτερη ἀπὸ πολλὰ βαρετὰ καὶ ποιητικίζοντα ποιήματα… Τὸ πρόβλημα εἶναι πὼς συγχωνευμένος καθὼς εἶναι μὲ τὴν μουσικὴ δὲν τὸν ἀντιλαμβανόμαστε ὡς «ποίηση», διότι καὶ ἡ παιδεία μας καὶ οἱ σχετικὲς μας ἀναμονὲς μᾶς ἐμποδίζουν σ’ αὐτό…

Ἡ μουσικὴ καὶ ποιητική μας παράδοση ἔχει αξιοποιηθεῖ ἱκανοποιητικά;
Θὰ ἔλεγα, ἀρκετά, ὄχι ὅμως ἱκανοποιητικά, ἰδίως ὅταν σκεφτεῖ κανεὶς τὸν ποιητικό μας πλοῦτο. Εὐτυχῶς, ἔχουμε ἐξαίρετα δείγματα-ὁδηγοὺς ποὺ θὰ πρέπει νὰ ἐμπνέουν τοὺς νεώτερους μουσικούς, ὅπως εἶναι οἱ πασίγνωστες φυσικὰ περιπτώσεις τοῦ ἐθνικοῦ μας διδύμου… Ἐγώ, ὡστόσο, θέλω νὰ ἑστιάσω στὴν περίπτωση ἑνὸς γνωστοῦ μὲν μουσικοῦ, ἀλλὰ τοῦ ὁποίου ἡ ἐξαιρετικὴ καὶ πλούσια δουλειὰ σὲ πολλὰ καὶ διαφορετικοῦ ὕφους ποιήματα, ἰδίως ἐλασσόνων ποιητῶν, τὸν κάνει μοναδικό, δείχνοντας πῶς μπορεῖ νὰ δουλέψει κανεὶς καὶ μὲ τὴν χαμηλόφωνη ποιητικὴ παράδοση: τοῦ Γιάννη Σπανοῦ.
Ἡ σπουδαία, ὡστόσο, πρόκληση βρίσκεται ἀλλοῦ: ἔχουμε ὡς πολιτισμικὴ κοινότητα τὸ ἀσύγκριτο πλεονέκτημα, μιᾶς ζωντανῆς μουσικῆς, ποὺ διασώζει ταυτόχρονα τοὺς ἀρχαίους δρόμους καὶ τὴν λόγια ποίηση: τὴν ἐκκλησιαστικὴ ὑμνολογικὴ παράδοση. Ὁ Θεοδωράκης ἔχει ἀντλήσει μὲ γνήσιο αἴσθημα συνέχειας καὶ μὲ ἀπήχηση στὸ κοινὸ ἀπὸ αὐτή… Γιατί νὰ μὴν τὸ κάνουν μὲ ἀνοιχτόμυαλη εὑρηματικότητα καὶ ἄλλοι, οἱ συνθέτες λ.χ. τῆς λεγόμενης σύγχρονης μουσικῆς;…

Ἔχετε ἕνα ὅραμα γιὰ τὸ μέλλον τῆς σχέσης ποίησης καὶ μουσικῆς;
Αὐτὸ εἶναι ἕνα ἐρώτημα ποὺ ὡς κύριους ἀποδέκτες ἔχει τοὺς μουσικοσυνθέτες… Διαισθάνομαι, ὡστόσο, πὼς ἡ σύχρονη τεχνολογικὴ ἐποχή, ὅπου ἦχος, εἰκόνα καὶ γραφὴ ὑποκλίθηκαν στὸ δυαδικό της σύστημα, μαζὶ μὲ τὸν τυχάρπαστο εἰδολογικὸ ἀχταρμά, εὐνοεῖ καὶ ἄλλες ψυχωφελέστερες καλλιτεχνικὲς συγκλίσεις…

Η Παρέλαση
Τραγούδι του Γιάννη Πατίλη της περιόδου 1968-1970 σε ποίηση Θανάση Παπαθανασόπουλου. Το βίντεο έκανε η Ντίνα Μαυρίδου το καλοκαίρι του 2013. Δείτε το στο: https://www.youtube.com/watch?v=x5aX7-FNlnA

Σχόλια

Σου άρεσε αυτό το άρθρο; Ενίσχυσε οικονομικά την προσπάθειά μας!