Αδιάφορη για τη ζοφερή πραγματικότητα της κοινωνίας, η κυβέρνηση προαναγγέλλει τον «μεταρρυθμιστικό» ολετήρα της πενταετίας 2014-2018 και πουλάει την προσδοκία της ανάκαμψης

 

Του Γιάννη Κιμπουρόπουλου

 

Δυο εβδομάδες πριν από τον πρώτο γύρο των δημοτικών εκλογών και τρεις πριν από τις ευρωεκλογές, η προεκλογική αντιπαράθεση κινείται σε πολιτικό και προγραμματικό κενό. Το διακύβευμα των Eυρωεκλογών παραμένει ασαφές, κινούμενο μεταξύ γενικών διακηρύξεων για την Ευρώπη και μιας εξίσου γενικής αξιολόγησης του κυβερνητικού success story, ενώ στο μέτωπο της αυτοδιοίκησης τα κριτήρια είναι κατακερματισμένα και χαμηλής πολιτικής έντασης. Αυτό το πολιτικό και προγραμματικό κενό της προεκλογικής αντιπαράθεσης η κυβέρνηση επιχειρεί να το παραγεμίσει με πλήθος στοιχείων που θα επιβεβαιώνουν τη βασική αφήγηση του success story. Της είναι αδιάφορο το ότι αυτά τα στοιχεία δεν έχουν την παραμικρή επαφή με τη ζοφερή πραγματικότητα των ψηφοφόρων, όπως αποκαλύφθηκε από τις εικόνες συνωστισμού των νεόπτωχων του μνημονίου στους πάγκους της δωρεάν διανομής τροφίμων από τους παραγωγούς των λαϊκών αγορών. Αρκεί τα στοιχεία του Γενικού Λογιστηρίου να συντηρούν την προσδοκία της περίφημης «ανάκαμψης».

 

«Εθνικό» μνημόνιο

Το Μεσοπρόθεσμο Πρόγραμμα 2014-2018, που υπό τα στραβά μάτια της τρόικας βαφτίζεται «εθνικό σχέδιο εξόδου από την κρίση», αποτελεί μια πρώτη απόπειρα «εθνικοποίησης» των μνημονίων. Κι αυτό, παρ’ ότι η Κομισιόν κατέστησε σαφέστατο ότι η μνημονιακή επιτήρηση της Ελλάδας θα συνεχιστεί ακόμη και πέραν του 2016, οπότε τελειώνει το πρόγραμμα δανεισμού. Στο Μεσοπρόθεσμο, που κατατέθηκε στη Bουλή και προωθείται προς ψήφιση χωρίς το παραμικρό κοινοβουλευτικό άγχος από την κυβέρνηση, στην πραγματικότητα το υπουργείο Οικονομικών δεν κάνει την παραμικρή προσπάθεια να κρύψει ότι επίκεινται και νέα μέτρα. Μια προσεκτική του ανάγνωση αποκαλύπτει ότι το οικονομικό επιτελείο δεν έχει μια κρυφή ατζέντα για την πενταετία, αλλά μια ολοφάνερη ατζέντα πρόσθετων επιβαρύνσεων, και στο σκέλος των δαπανών και στο σκέλος των εσόδων. Το πάγωμα των δαπανών και των μισθών για την πενταετία, η αύξηση των φορολογικών εσόδων περίπου κατά 10% κάθε χρόνο, οι νέες παρεμβάσεις στο ασφαλιστικό σύστημα, με πρώτο θύμα τα επικουρικά ταμεία, για να καλυφθούν τρύπες στα έσοδα άνω των 6 δισ., οι νέες ρυθμίσεις για «περισσότερη ευελιξία» στην αγορά εργασίας, συνιστούν ένα πακέτο οδυνηρών ρυθμίσεων που η σημασία τους δεν είναι κυρίως ποσοτική, αλλά ποιοτική. Το κράτος και η κοινωνία θα «φθηνύνει» κι άλλο την προσεχή τριετία. Αυτό είναι το «μεταρρυθμιστικό» μήνυμα της κυβέρνησης προς τις αγορές και τους εταίρους.

Δίπλα στα νέα μέτρα που ξεδιάντροπα ακτινογραφούνται, ωστόσο, η κυβέρνηση επιχειρεί να καταγράψει στο Μεσοπρόθεσμο τα πολυπόθητα αποτελέσματα: προβλέπει ανάπτυξη 3,3% κατά μέσο όρο μέχρι το 2018 και πτώση της ανεργίας κατά 10 ποσοστιαίες μονάδες στο ίδιο διάστημα. Αυτά διανθίζονται και με άλλες λεπτομέρειες της «ευτυχισμένης αφήγησης» που διατυπώνονται… εξωδίκως, όπως η πρόβλεψη για 40 εκατ. αφίξεις τουριστών μέχρι το 2025, μια ακόμη έξοδος στις αγορές για ομόλογα 5-6 δισ. ευρώ και διάφορες «ψήφοι εμπιστοσύνης» των διεθνών αγορών που πέφτουν σαν βροχή, άλλοτε για τη ΔΕΗ και το ομόλογό της, άλλοτε για την ΕΥΔΑΠ, για τη Eurobank, τώρα για την Εθνική, το προαναγγελλόμενο ξεπούλημα των ακτών και του παραλιακού μετώπου της Αθήνας κ.ο.κ.

 

Ένα «ασφαλές» μέλλον

Το μήνυμα όλων αυτών είναι σαφές: μπορεί να μην περιγράφεται ένα ευτυχισμένο μέλλον, αλλά διαγράφεται τουλάχιστον ένα ασφαλές μέλλον. Είναι χαρακτηριστικό ότι στο κείμενο του Μεσοπρόθεσμου ασκείται κι ένας ευθύς πολιτικός εκβιασμός: αυτές οι αισιόδοξες προβλέψεις για ανάκαμψη τελούν υπό την αίρεση τεσσάρων κινδύνων: της «πολιτικής σταθερότητας», των καθυστερήσεων στην υλοποίηση των «μεταρρυθμίσεων» από αυτή ή μια διάδοχη κυβέρνηση, των αποκλίσεων στις αποκρατικοποιήσεων και των ενδεχόμενων παρενεργειών από μια επιδείνωση της ουκρανικής κρίσης. Άρα, η αισιοδοξία προϋποθέτει επιδοκιμασία ή, τουλάχιστον, ανοχή της κοινωνίας στην παρούσα κυβέρνηση.

Αυτές οι ενέσεις αισιοδοξίας ενδέχεται να ενισχυθούν την προσεχή Δευτέρα, στη συνεδρίαση του Eurogroup, από μια πρώτη νύξη για την υπεσχημένη ελάφρυνση του ελληνικού χρέους. Παρ’ ότι είναι δεδομένο ότι απόφαση πριν από το φθινόπωρο δεν πρόκειται να ληφθεί, η κυβέρνηση ευελπιστεί ότι θα πάρει μια δήλωση-προεκλογικό bonus για την επιμήκυνση των ομολόγων στην 50ετία και για μια ελάφρυνση των τοκοχρεωλυτικών δόσεων μέσω ενός μικρότερου επιτοκίου, που η κυβέρνηση προτιμά να είναι σταθερό αντί του κυμαινομένου. Το Eurogroup, σε κάθε περίπτωση, και σε πλήρη συνεννόηση με το ΔΝΤ, το οποίο πιέζει για τους δικούς του λόγους για τη σχετική απόφαση, ενδέχεται να κάνει μιαν υπέρβαση στον τρόπο που προσεγγίζει τη βιωσιμότητα του χρέους, αλλάζοντας το κριτήριο αξιολόγησής του.

Έτσι, αντί του απόλυτου ποσού του χρέους και του ποσοστού επί του ΑΕΠ, εξετάζεται το ενδεχόμενο να υιοθετηθεί ως κριτήριο βιωσιμότητας η άνετη εξυπηρέτηση του χρέους. Αυτό είναι, άλλωστε, μια βολική για όλους λύση, αφού το χρέος ως ποσοστό είναι εκτός ελέγχου για πολλές χώρες. Ολόκληρη η Ευρωζώνη βρίσκεται σε ένα μέσο χρέος 100% του ΑΕΠ, οπότε η ελαστικοποίηση των κριτηρίων είναι μονόδρομος, ενώ ταυτόχρονα διευκολύνει την ενεργοποίηση της ευρωπαϊκής τρόικας, δηλαδή την επιτήρηση βάσει του δημοσιονομικού συμφώνου και των κανονισμών που έχουν τεθεί σε ισχύ. Όσο για το ΔΝΤ, που ανοίγει νέες δουλειές με την εμπλοκή του στην ουκρανική κρίση, δεν έχει λόγους να φέρει πια ζωηρές αντιρρήσεις. Αρκεί να παίρνει τα λεφτά του πίσω.

 

Ψηφίζουν οι αγορές

Τα αισιόδοξα γα την κυβέρνηση και τους εντολείς της σενάρια τα ευνοούν με εξαιρετικό ζήλο οι διεθνείς αγορές και τα κερδοσκοπικά κεφάλαια που εισρέουν αφειδώς στα φιλέτα του κυβερνητικού success story. Υπερβαίνουν πια τα 11 δισ. ευρώ τα κεφάλαια που το τελευταίο δίμηνο έχουν μπει στις αυξήσεις κεφαλαίου των τραπεζών, στις ομολογιακές εκδόσεις του ελληνικού δημοσίου, των ΔΕΚΟ και αρκετών ιδιωτικών ομίλων, αλλά και στο χρηματιστήριο. Η κυβέρνηση επιχειρεί να ερμηνεύσει αυτή την κεφαλαιακή «εισβολή» ως εμπιστοσύνη του διεθνούς παράγοντα και των αγορών στην πολιτική της. Και εν μέρει αυτό είναι αλήθεια, αφού διεθνείς οίκοι και δίκτυα ενημέρωσης που εκφράζουν τα χρηματοπιστωτικά και κερδοσκοπικά κεφάλαια δεν κρύβουν τον ενθουσιασμό τους για το γεγονός ότι το ελληνικό «πείραμα» εφαρμόζεται στα άκρα του, χωρίς ιδιαίτερες αντιστάσεις.

Ωστόσο, το έξυπνο χρήμα που με τον ένα ή τον άλλο τρόπο «ψήφισε» το τελευταίο διάστημα Ελλάδα και κυβέρνηση Σαμαρά δεν είναι παρά τα απόνερα ενός ευρύτερου κύματος κεφαλαίων που έφυγαν από τις αναδυόμενες αγορές και, αναζητώντας υψηλές αποδόσεις, επέστρεψαν στην Ευρωζώνη, ανέβασαν επικίνδυνα την ισοτιμία του ευρώ και, ένα μέρος τους, έφτασαν και στην Ελλάδα που προσφέρει τις υψηλότερες αποδόσεις.

Πόση διάρκεια και αντοχή στον χρόνο μπορεί να έχει η τάση αυτή, που συνδέεται ευθέως με την απόφαση της αμερικανικής Fed να τερματίσει την ποσοτική χαλάρωση; Κατά τους αναλυτές η τάση αυτή έχει ημερομηνία λήξης περί τον Ιούλιο, οπότε η αμερικανική ποσοτική χαλάρωση θα διακοπεί εντελώς και η Ευρωπαϊκή Κεντρική Τράπεζα θα πρέπει να δώσει τη δική της απάντηση για να μη βυθιστεί η Ευρωζώνη στον αποπληθωρισμό και στην ύφεση. Κι εκεί ίσως τελειώσει και ο μήνας του μέλιτος των αγορών με το ελληνικό success story και την κυβέρνηση Σαμαρά.

 

Κοινωνική κρίση

Ωστόσο, ακόμη κι αν αυτό αποφευχθεί και οι αγορές, μαζί με τους πιστωτές και την εγχώρια διαπλοκή, εξακολουθήσουν να στηρίζουν με ζήλο την κυβέρνηση και το δημοσιονομικό success story, το πολιτικό πρόβλημα παραμένει. Αν ψήφιζαν μόνο οι αγορές και τα επιχειρηματικά λόμπι, η κυβέρνηση θα μπορούσε να μακροημερεύσει. Αλλά, χωρίς κοινωνική και πολιτική εμπιστοσύνη δεν μπορεί να πάει πολύ μακριά, ακόμη κι αν επιβεβαιωθούν τα αισιόδοξα μακροοικονομικά σενάρια του Μεσοπρόθεσμου. Όπως εύστοχα παρατηρεί το Γραφείο Προϋπολογισμού της Βουλής στην έκθεσή του, η ύφεση μπορεί να υποχωρήσει και να δώσει τη θέση της σε μια ανάκαμψη, αλλά η κοινωνική κρίση θα είναι παρούσα για πολλά χρόνια, ως ο πιο σταθερός παράγοντας αστάθειας.

 

Σχόλια

Σου άρεσε αυτό το άρθρο; Ενίσχυσε οικονομικά την προσπάθειά μας!