Για δύο συνεχόμενες θητείες, στην πρώτη δεκαετία της νέας χιλιετίας, σαν γενικός γραμματέας και πρόεδρος του Συλλόγου Εκδοτών Βιβλιοπωλών Αθηνών (ΣΕΒΑ), ξεναγούσα, μεταξύ άλλων καθηκόντων, τους υπουργούς που επισκέπτονταν την ετήσια Έκθεση Βιβλίου στα περίπτερα των εκδοτικών οίκων.

Στο ερώτημά μου εάν διαβάζουν βιβλία, όλοι απαντούσαν ότι τους αρέσει το διάβασμα, αλλά δεν έχουν ελεύθερο χρόνο για διάβασμα. Στα πολύ περισσότερα χρόνια που μπαινοβγαίνω στα βιβλιοπωλεία, σχεδόν σε καθημερινή βάση, σπάνια συναντάω υπουργούς και βουλευτές, παρ’ όλο που οι περισσότεροι απ’ αυτούς έχουν τα γραφεία τους, ή τα γραφεία των κομμάτων τους, στο κέντρο, και τους βλέπω (για την ακρίβεια, τους έβλεπα μέχρι να τους πάρει στο κυνήγι ο κόσμος!) να κυκλοφορούν στους δρόμους πεζοί ή με τους οδηγούς στα αυτοκίνητά τους. Ρωτώντας και τους βιβλιοπώλες σε μικρά και μεγάλα βιβλιοπωλεία, επιβεβαίωσα την αίσθησή μου ότι οι πολιτικοί με θώκους δεν είναι πελάτες τους. Οι ίδιοι βέβαια, δεν το ομολογούν αυτό δημοσίως, αντιθέτως χαίρονται όταν οι δημοσιογράφοι, κοντά στα Χριστούγεννα, τους ρωτούν για τα αγαπημένα τους βιβλία, και με τη βοήθεια κάποιου συνεργάτη ή φίλου, φτιάχνουν μια λίστα που θα κάνει καλή εντύπωση στους βιβλιόφιλους ψηφοφόρους. Θυμάμαι, όταν μου ζητήθηκε από την Ελευθεροτυπία να μιλήσω με τον Γιώργο Παπασωτηρίου, για να επιτρέψει τη φωτογράφιση, με πόση χαρά ο Γερουλάνος δέχτηκε να ποζάρει στο βιβλιοπωλείο της Σταδίου, για μια συνέντευξη με αφορμή το διορισμό του στο υπουργείο Πολιτισμού. Από τα ψάρια του ιχθυοτροφείου στα βιβλία, το άλμα ήταν πελώριο.
Και το κακό θα ήταν μικρό εάν αυτή η εντυπωσιακή απουσία αφορούσε μόνο υπουργούς και βουλευτές της Δεξιάς. Το βιβλιοπωλείο που λειτουργούσε με ευθύνη του Ηλία Κυριακόπουλου στο ισόγειο των κεντρικών γραφείων του ΠΑΣΟΚ, έκλεισε γιατί ελάχιστοι από τους εκατοντάδες σοσιαλδημοκράτες ελληνικής κοπής που καθημερινά μπαινόβγαιναν στο κτήριο της Χαριλάου Τρικούπη 50, έδειξαν να ενδιαφέρονται για βιβλία. Αν και οι αριστεροί είναι οι καλύτεροι βιβλιοαναγνώστες, στην Κουμουνδούρου δεν έγινε ποτέ βιβλιοπωλείο για να ξέρουμε τι ανταπόκριση θα είχε.
Όσες συζητήσεις και να κάνεις με επαγγελματίες πολιτευτές, στην ίδια διαπίστωση θα καταλήξεις, πλην ελαχίστων εξαιρέσεων. Δεν διαβάζουν! Βιβλία που έχουν σχέση με την πολιτική, την ιστορία, την οικονομία ή τη φιλοσοφία, γραμμένα από σύγχρονους διανοητές δεν είναι το φόρτε τους. Ούτε έχουν ιδέα για τα διάφορα ρεύματα ιδεών που κυκλοφορούν στην οικουμένη. Μόνο όταν κάτι γίνει πλατιά γνωστό, μέσα από τις εφημερίδες ή το facebook, το πληροφορούνται, κι αυτό τις περισσότερες φορές επιδερμικά. Είναι χαρακτηριστικό ότι έμαθαν για το Δόγμα του Σοκ, με καθυστέρηση τουλάχιστον δύο-τριών ετών, όταν ήδη το δόγμα είχε αρχίσει να εφαρμόζεται και στην Ελλάδα. Είναι, επίσης, χαρακτηριστικό ότι μερικούς σπουδαίους συγγραφείς, όπως ο Χάουαρντ Ζιν, ο Νόαμ Τσόμσκι, ο Αλέν Μπαντιού, ο Μάικλ Άλμπερτ και η Ναόμι Κλάιν, δεν θα τους είχαμε ακούσει να μας απευθύνουν αυτοπροσώπως το λόγο τους εάν δεν φρόντιζε γι’ αυτό η Αντιεξουσιαστική Κίνηση που τους κάλεσε στο B-Fest ή ο ψυχαναλυτής Δημήτρης Βεργέτης, που βγάζει το περιοδικό «Αληthεια». Η Αριστερά, λαχανιασμένη και καταϊδρωμένη, κρεμάστηκε στον εύστροφο αλλά σόουμαν Σλάβοϊ Ζίζεκ.
Και βέβαια, αυτή η αποχή από το βιβλίο, δεν αφορά μόνο τους επαγγελματίες της πολιτικής ούτε μόνο τη Δεξιά. Αφορά και σημαντικό μέρος της Αριστεράς, που έχει μείνει απελπιστικά πίσω. Καθυστέρηση που δεν μπορεί να εξισορροπηθεί από τους επαγγελματίες διανοούμενους, κυρίως πανεπιστημιακούς, ούτε να μπαλωθεί με τα βιβλία που διάβασε κανείς, άλλος λιγότερο κι άλλος περισσότερο, στα νιάτα του. Οργανωμένοι κι ανοργάνωτοι, στα ρεύματα, τις τάσεις και τα μπλογκ, ακόμα αντιπαρατίθενται με τσιτάτα του Λένιν, της Λούξεμπουργκ και του Τρότσκι. Γι’ αυτό μας έχουν πρήξει και με τις αναφορές στη Δημοκρατία της Βαϊμάρης. Όχι από γνώση, αλλά από  άγνοια. Και ευκολία. Κάνεις μια παραπομπή  και καθάρισες.
Δεν χρειάζεται να τονίσει κανείς ότι η μελέτη των κλασικών είναι απαραίτητη, αλλά η αγκίστρωση στους κλασικούς δυσχεραίνει την κατανόηση των νέων στοιχείων της πραγματικότητας. Οι παραπομπές στον Μαρξ, τον Λένιν, τον Τρότσκι, τον Μάο, τον Γκράμσι ή τον Ζαχαριάδη, δεν είναι πασπαρτού που θα καλύψει χωρίς σύγχρονες αναγωγές όλες τις ανάγκες της νεωτερικότητας, της παγκοσμιοποίησης και της τοπικότητας. Στην Αριστερά δεν έχει γίνει κατανοητό ότι οι νέες συνθήκες χρειάζονται νέες αναλύσεις και νέες πολιτικές. Άλλοι έχουν ακόμα στο μυαλό τους για πρότυπο τη Σοβιετική Ένωση, άλλοι τον ευρωκομμουνισμό και άλλοι ανακαλύπτουν μετά εορτής τη σκανδιναβική σοσιαλδημοκρατία. Όμως, τίποτα δεν είναι όπως πριν, όσο χρήσιμα, και είναι χρήσιμα, τα συμπεράσματα από το παρελθόν. Στην Αμερική, την Αγγλία, την Κίνα, την Ινδία, τη Βενεζουέλα, την Αργεντινή, ακόμα και στο μικρό Νεπάλ, γίνονται ζυμώσεις επίκαιρες, υπάρχουν σχολές σκέψης προχωρημένες, γίνονται εφαρμογές πρωτόγνωρες, που εάν δεν τις έχει κανείς υπόψη του, δεν θα μπορέσει να καταλάβει πώς αλλάζει ο κόσμος, ούτε θα μπορέσει αφενός να οργανώσει άμυνες και αφετέρου να βρει το δικό μας δρόμο, τον ξεχωριστό, που ταιριάζει στις δικές μας συνθήκες.
Το διάβασμα και η ουσιαστική ενημέρωση δεν προϋποθέτουν ελεύθερο χρόνο, όπως δικαιολογούνται οι σύντροφοι που δεν διαβάζουν και δεν είναι επαρκώς ενημερωμένοι. Το διάβασμα και η έρευνα δεν είναι προνόμιο των ειδικών, των συνταξιούχων και των ανέργων ή των πλουσίων. Είναι προϋπόθεση της πληρότητας που πρέπει να έχει ένας αριστερός πολίτης, για να είναι επαρκής στα καθήκοντα και τις υποχρεώσεις του. Ούτε καλύπτεται με πασαλείμματα από το διαδίκτυο. Θέλει βάθος, συνέχεια και συστηματοποίηση.
Υπάρχει σοβαρό πρόβλημα. Για τη Δεξιά δεν το συζητάμε. Εκεί δεν μιλάμε για άγνοια και ελλείψεις, αλλά για καφρίλα που έχει αχρηστεύσει κάθε σκεπτόμενο πολίτη δεξιών πεποιθήσεων.  Γι’ αυτό επιστρατεύουν αυτομολήσαντες αριστερούς διανοούμενους, για ενίσχυση και εξωραϊσμό. Όμως και στην Αριστερά, στον πολιτικό στίβο, υπάρχει ανησυχητική υστέρηση. Δεν είναι τυχαίο ότι ο κυρίαρχος τρόπος για να διακριθεί κανείς είναι οι τηλεοπτικές εμφανίσεις, ο άκρατος πρακτικισμός, η ένταξη σε κάποιο μηχανισμό προώθησης στελεχών και η επαγγελματοποίηση. Τα περισσότερα ηγετικά στελέχη δεν γράφουν, πέρα από τυποποιημένες ομιλίες και καταγγελτικά κείμενα, ούτε  θεωρητικά έργα ούτε βαθυστόχαστες αναλύσεις ούτε πρωτότυπες ιδέες. Στην καλύτερη περίπτωση έχουν κάποιες εξειδικευμένες γνώσεις που δεν μπορούν να καλύψουν τη σφαιρικότητα των γνώσεων και των αντιλήψεων που πρέπει να έχει ένας σύγχρονος πολιτικός της Αριστεράς. Η δυστοκία στην ανανέωση των στελεχών επιδεινώνει την κατάσταση.
Ο τρόπος που σκεφτόμαστε και ο τρόπος που διατυπώνουμε τις σκέψεις μας, ο τρόπος που μιλάμε και γράφουμε, ο τρόπος που ασκούμε πολιτική, οι ιδέες που έχουμε και οι προτάσεις που κάνουμε στην κοινωνία… Όλα εξαρτώνται σε μεγάλο βαθμό από τον πνευματικό πλούτο που κουβαλάμε στο μυαλό μας. Κι από τη διαρκή ανανέωσή του. Χωρίς μελέτη, χωρίς επεξεργασία και χωρίς τη δική μας γραπτή συμβολή στην έρευνα, την κριτική αξιολόγηση, τον προβληματισμό, την αναζήτηση και τη διαμόρφωση συγκεκριμένων προτάσεων, η Αριστερά είναι ανάπηρη. Στις καλές της εποχές, οι ηγετικές φυσιογνωμίες της Αριστεράς παγκοσμίως ήταν διανοητές υψηλού επιπέδου. Βέβαια, οι διανοητές δεν κατασκευάζονται, αλλά, οπωσδήποτε, η προσπάθεια εξύψωσης του επιπέδου των δρώντων αριστερών είναι όρος άνευ του οποίου η Αριστερά δύσκολα θα μπορέσει να σταθεί στο ύψος των ιστορικών περιστάσεων.
Για να αντεπεξέλθει, με το βάρος της ανατροπής και τα απαιτητικά καθήκοντα της ανασυγκρότησης, η Αριστερά πρέπει να ανεβάζει ενσυνειδήτως και συνεχώς τις στάθμες της. Ραντεβού, λοιπόν, όχι στα γουναράδικα, αλλά στα βιβλιοπωλεία!

Στέλιος Ελληνιάδης

Υ.Γ. Τα βιβλιοπωλεία και οι εκδόσεις αιμορραγούν. Μια καμπάνια στήριξης του βιβλίου είναι ζωτικής σημασίας.

Σχόλια

Σου άρεσε αυτό το άρθρο; Ενίσχυσε οικονομικά την προσπάθειά μας!