του Δημήτρη Α. Σεβαστάκη*

 

Η κυβέρνηση Σημίτη, διά του κ. Παπαντωνίου, το 1999, έσπρωξε τον Έλληνα μικροαστό αποταμιευτή, από την Τράπεζα, στο χρηματιστήριο. Από την αποταμίευση, στη επένδυση και από την ταυτότητα στην παρενδυσία. Καταστράφηκαν πολλοί, άλλαξαν χέρια τεράστια ποσά. Κάποιοι τραβήχτηκαν από το δαιμονικό ταμπλό με πανικό, έπεσαν σαν ώριμο φρούτο στα νύχια των κατασκευαστών ακινήτων. Αγόρασαν γη, αφού αυτό εξέφραζε μια σταθερά και δεν άλλαζε αξίες όπως τα μηδενισμένα επιτόκια καταθέσεων και οι χρηματιστηριακές φούσκες. Τους το έλεγε και η μαμά τους: Γη, κεραμίδι πάνω από το κεφάλι. Ολόκληρη κουλτούρα των προικοσυμφώνων που αφορούσαν γη, θεμελίωσε ένα ιδιότυπο συναλλακτικό δίκαιο που καθόριζε τις ερωτικές(;) σχέσεις των ζευγαριών, για αρκετούς αιώνες. Στην Κατοχή πολλοί έκαναν περιουσίες πουλώντας ένα δοχείο λάδι με αντάλλαγμα ένα σπίτι. Το ιδανικό του σπιτιού έγινε το κεντρικό εργαλείο που έκανε τη μεταπολεμική οικιστική ανάπτυξη, μοχλό ιδεολογικής αλλοτρίωσης: πολιτική ισορροπία και Δημοκρατία ήταν η κτήση και το κτίσμα.

Σήμερα, ήρθε η πολιτική Αρχή και λέει στον ίδιο μικροαστό. Οι επενδύσεις σου σε γη όχι μόνο δεν αποδίδουν, όχι μόνο είναι ασταθείς σαν το Χρηματιστήριο, δεν είναι καν παθητικές όπως οι καταθέσεις ταμιευτηρίου, αλλά είναι βλαπτικές και μάλιστα σε αιχμαλωτίζουν στη χασούρα. Δεν μπορείς να ξεφορτωθείς αυτό που διέσωσε ο πατέρας σου επί κατοχής ή αγόρασες πανάκριβα την δεκαετία του 2000.

Ο άθλιος μικροαστός που για χρόνια φαντασιώνονταν το σπίτι των 400 τετραγωνικών με μπάτλερ και Πόρσε και ο μετρημένος, τίμιος άνθρωπος που κατέκτησε τα 75 τετραγωνικά για τη οικογένεια, σπρώχνονται έξω. Και οι δυο κατηγορίες αδειάζονται στο πέλαγος με τα απορρίμματα του πλοίου. Η βία του ΕΝΦΙΑ, με την οποία ξανακαταστρέφεται ο μικροαστός -εξίσου ο ηλίθιος και ο έννους- έχει και οικονομικό και πολιτικό βάθος. Πρώτα ροκανίζει τις τελευταίες αποταμιεύσεις και μετά τον στήνει στην ουρά της συμμόρφωσης, της σιωπής. Γκρεμίζονται φαντασιώσεις, όνειρα και μοντέλα στήνεται η πρώτη ύλη της παράλυσης.

Ο μικροαστός τσαντίζεται ηττημένα, εγείρεται πέφτοντας, δηλαδή ξαναστήνει τις προϋποθέσεις ενός ακόμα πολιτικού λάθους: «παραγγέλνει» ένα είδος αριστεράς, που θα αντιστοιχηθεί με το ζαλισμένο του αίτημα. Θα είναι τόσο στενή, όσο αυτός ηλίθιος.

Όπως πλούτισε στα κόκκαλα του μετεμφυλίου, όπως διαμόρφωνε την παροχική ατζέντα των κομμάτων εξουσίας τόσες δεκαετίες, έτσι εφευρίσκει τώρα στα δύσκολα, μια αριστερά κατ’ εικόνα των στερεοτύπων που τον έχτισαν. Ο συντηρητισμός που συγκροτείται στο μικροαστικό κοινωνικό σώμα, παραμορφώνει πολιτικά ό,τι έλκει. Ο μικροαστός δεν «παραγγέλνει» απλώς μια οικονομίστικη, ρηχά διεκδικητική Αριστερά, την Αριστερά του τρεϊντγιουνισμού και της ατομοκεντρικής αυτοπραγμάτωσης (που τη χρειάστηκε τόσα χρόνια για να του εξασφαλίσει χρήματα και δικαιώματα). Ο τύπος πολιτικής «παραγγελιάς» του μικροαστού έχει τα πολιτισμικά χαρακτηριστικά του μικροαστού: ακατάληπτη, στρεβλή αριστερά, του υπαλληλισμού και της «άκρης», του μικροκυκλώματος, μια αριστερά της εκδικητικής πολυτέλειας και του εγωισμού. Αριστερά σωτηριακή, που φορτώνεται με όλες τις κοινωνικές αναθέσεις και τις πονηρές πολιτικές υπεκφυγές. Ο ηγεμονικός μικροαστός, δεν συγκροτεί την διορατική αριστερά, αυτή που θα διακρίνει εκείνο που δεν βλέπει κανείς. Που θα σώσει ένα κομμάτι αλληλεγγύης όταν ακριβώς συμφέρει ο χαμός του άλλου. Αυτή που θα κάνει τον πολίτη να διακρίνει το τυρί και την φάκα.

Ο ΕΝΦΙΑ είναι συμμετρικός πολιτικά, τεχνικά και ηθικά με τον ίδιο τον άνθρωπο που εξετάζουμε. Ο ΕΝΦΙΑ είναι ο τεχνικός μοχλός μιας μαζικής αναηλιθιοποίησης.

Πολλοί θρηνούν για το ακίνητο και τους συμβολισμούς ριζώματος που χάνονται. Ξεχνούν ότι μικροαστικοποιούμενος ο λαός, όσο μεγαλύτερα σπίτια αποκτούσε, τόσο έχανε το ρίζωμα, την οργανική σχέση με τον τόπο, την εργασία, εντέλει, τους πολιτισμικούς όρους της ίδιας της Αριστεράς. Η απώλεια βέβαια ενισχύει άλλα στοιχεία, όπως την ανάμνηση, πιθανόν το πείσμα.

Δεν είναι κατά ανάγκη κακή η κακοποίηση του μικροαστού από τους χθεσινούς γλύφτες του. Κακή είναι η κατάπτωση σε ένα ακόμα χαμηλότερο επίπεδο πολιτικής λογικής, σ’ ένα ακόμα πιο νεκρό επίπεδο αντίδρασης, σ’ ένα ακόμα πιο βαθύ πάτωμα. Αυτό το πάτωμα στο οποίο ούτε ποιότητα διασώζεται, ούτε κριτική συγκροτείται, ούτε πολιτική κρούση διαλαμβάνεται. Την έκπτωση την επιβεβαιώνει το μίσος που υποκαθιστά, σταδιακά, την συναλληλία και η λούφα που μεταμφιέζεται σε αντίσταση.

Πέρα από τους οδυρμούς για την απώλεια της μικροαστικής μας ακεραιότητας-ταυτότητας, με τον ΕΝΦΙΑ, προοικονομείται το μέλλον. Σ’ αυτό το ξερό χώμα της χαμηλής πολιτικής ποιότητας, ο μικροαστός δεν ξέρει όχι μόνο να αντιδράσει, ούτε καν να λυπηθεί.

 

* Ο Δημήτρης Α. Σεβαστάκης είναι ζωγράφος, αν. καθηγητής ΕΜΠ ([email protected])

Σχόλια

Σου άρεσε αυτό το άρθρο; Ενίσχυσε οικονομικά την προσπάθειά μας!