Η Τουρκία του Ερντογάν προκαλεί γερούς πονοκέφαλους στους Αμερικάνους και στην Ευρώπη. Η Ελλάδα, δεν επωφελήθηκε στο ελάχιστο από την «καλή διαγωγή» της έναντι των συμμάχων. Παρά τα λεγόμενα, δεν αναβαθμίστηκε ούτε στιγμή ως αντίβαρο στις τουρκικές απιστίες και αγνοήθηκαν παντελώς οι κομπασμοί ότι είμαστε όαση ειρήνης στα Βαλκάνια. Διότι τίποτα δεν ήταν αποτέλεσμα δικής μας ισχύος και μπορούσε εύκολα να αναιρεθεί. Για παράδειγμα, οι ΗΠΑ υπενθυμίζουν ότι το τουρκοκυπριακό «κράτος» είναι μεν παράνομο αλλά έχει δικαιώματα στα κοιτάσματα. Η Τουρκία παραμένει ισχυρή παρά τις απιστίες της, ή μάλλον οι απιστίες της την κάνουν πιο επιθυμητή. Αντίθετα, η Ελλάδα παραμένει αδύναμη και τα παρακάλια της αφήνουν αδιάφορους τους πάντες. Μόνο όταν ο κατώτερος μπορεί να βλάψει τους άρχοντες, του δίνουν παράσημο (αναβάθμιση), για να κάτσει φρόνιμα. Ή τον ναρκώνουν με πολλά «μπράβο παιδί μου» για να μείνει ήρεμος ώσπου να τον σφάξουν.
Πίσω από τις απειλές, η Τουρκία υπό τον «Σουλτάνο» περπατάει στις μύτες για μην πατήσει κάλους και φάει κλωτσιά. Βήμα δεν έχει κάνει ο Ερντογάν χωρίς άδεια των ΗΠΑ ή των Ρώσων. Ούτε αστόχαστα θα επιτεθεί στην Ελλάδα, π.χ. στη Μεγίστη (Καστελλόριζο). Είχαν ζητήσει οι Τούρκοι από τους Αμερικανούς, όταν ο Κωσταράκος ήταν αρχηγός ΓΕΕΘΑ, να μείνουν αδρανείς οι ΗΠΑ 72 ώρες ώστε να μας επιτεθούν απερίσπαστοι. Δεν πήραν (καλή) απάντηση. Και έμειναν με το φόβο της «παγίδας Σαντάμ»: Αυτός νόμιζε ότι του έδωσαν άδεια εισβολής στο Κουβέϊτ, εισέβαλε και τον κρέμασαν. Η Τουρκία, επιγραμματικά, είχε με τους Κεμαλιστές μοναδικό αφέντη τις ΗΠΑ. Τώρα, έβαλε και τη Ρωσία στο κεφάλι της. Είναι η άλλη όψη του «παίζω με δυο».
Να μην μπερδευόμαστε. Η Τουρκία δεν είναι υποτελής, ποτέ δεν ήταν, όπως η Ελλάδα. Αλλά ούτε ήταν ούτε είναι ανεξάρτητη π.χ. όπως κάθε μεσαίο ή μεγάλο δυτικό ευρωπαϊκό κράτος, όπου η έννοια της ανεξαρτησίας έχει κάποιο περιεχόμενο στο πλαίσιο της αλληλεξάρτησης των μελών μιας Συμμαχίας. Η Τουρκία είναι μεγάλη χώρα, κατέχει στρατηγική θέση και προκαλεί πονοκεφάλους. Αλλά παραμένει σαφώς υποδεέστερη από Αμερικανούς και Ρώσους, ακόμα και από τους ευτελείς Ευρωπαίους.
***
Ο Ερντογάν, ως Σουλτάνος, είναι αδύναμος, όπως οι προπάτορες στην παρακμή των Οθωμανών. Οι δυο Μεγάλοι, ΗΠΑ-Ρωσία, δεν θέλουν τρίτο, παρείσακτο, στα χωράφια τους. Η διαφορά είναι πως ο Ερντογάν είναι παίκτης. Η Ελλάδα δεν είναι παίκτης, είναι υποχείριο. Γι’ αυτό μας φαίνεται τρανός ο Ερντογάν. Γι’ αυτό μας βγάζουν γλώσσα ακόμα και οι Σκοπιανοί, εσχάτως και ο Ράμα. Για τις ελληνικές κυβερνήσεις, ανεξαρτήτως ιδεολογίας, τα εθνικά θέματα ήταν πάντα άχθος, δεν υπάρχουν γραμμές, ούτε κόκκινες ούτε πράσινες ούτε γαλάζιες. Ο εθνομηδενισμός είναι γνώρισμα της ελίτ και όχι μόνο του πολιτικού προσωπικού. Με την τιμητική εξαίρεση στο σχέδιο Ανάν από τον Παπαδόπουλο και τους Καραμανλή-Μολυβιάτη.
Ο Ερντογάν έχει παρόμοιο πρόβλημα με τον Τραμπ. Και οι δυο δεν αποτελούν απλώς μια κάπως διαφορετική όψη του καθεστώτος (Δημοκρατικοί / Ρεπουμπλικάνοι) αλλά επιδιώκουν ανατροπή σε βασικές του λειτουργίες, όπως ο Μαγυάρος Ούρμπαν και ο Ιταλός Σαλβίνι. Ο Τραμπ, με το σύνθημα «πρώτα η Αμερική», απαίτησε την αδιαπραγμάτευτη υποταγή των συμμάχων των ΗΠΑ όχι μόνο στον στρατηγικό αλλά και στον οικονομικό τομέα. Ο Ερντογάν, ουσιαστικά με το ίδιο σύνθημα, άλλαξε τον χάρτη των συμμαχιών της Τουρκίας εξισορροπώντας τις σχέσεις με τη Ρωσία. Και βρέθηκε αντιμέτωπος όχι μόνο με τις ΗΠΑ αλλά και με υπολογίσιμο τμήμα της αστικής, κεμαλικής, τάξης, όπως ο Τραμπ έχει αντίπαλο την καθεστηκυία τάξη των ΗΠΑ. Η αντιπαλότητα δεν οφείλεται μόνο στον υπαρκτό αυταρχισμό του, αλλά και στο ότι ανατρέπει κατεστημένες πολιτικές δεκαετιών και συγκρούεται με ριζωμένα συμφέροντα, πολιτικά και οικονομικά. Στην πράξη, εξελίσσεται μια μακρόχρονη ανατρεπτική διαδικασία αναδιαμόρφωσης της κυβερνώσας ελίτ όπου ο προσωπικός και αυταρχικός τόνος του Ερντογάν δεν διαφέρει από του Κεμάλ, αλλά τελικά είναι περαστικό χαρακτηριστικό. Η νέα «ερντογανική» ελίτ καλείται να κολυμπήσει στη δίνη αντικρουόμενων συμφερόντων, έξω από το λιμάνι της αμερικανικής προστασίας που εξασφάλιζαν οι κεμαλιστές.
***
Η στροφή στον ισλαμισμό, ως ιδεολογικό όπλο, δεν φαίνεται να έχει μέλλον. Ο ισλαμισμός γνώρισε εφήμερη και αμφιλεγόμενη «δόξα» ως υπηρέτης των ΗΠΑ κατά της Ρωσίας. Αλλά ήδη φθίνει, πρώτα με την ήττα στην Τσετσενία, και τώρα με την τελική συντριβή στη Συρία, ενώ με το Μπατακλάν στη Γαλλία η αποκάλυψη ότι οι «τρομοκράτες» είχαν σχέση ή ήταν μέλη των μυστικών υπηρεσιών, έθεσε σε κίνδυνο τα βαθιά στηρίγματα του συστημικού καθεστώτος. Το συγκεκριμένο «ισλαμικό κίνημα» δεν έχει γνήσιες ρίζες, ήταν μια ακόμα μεταμφίεση των υποκινούμενων «έγχρωμων επαναστάσεων». Εκτός αυτού ο ισλαμισμός, (επιβολή μαντίλας κ.λπ.) προσθέτει αιτίες διχασμού στην τουρκική κοινωνία.
Με το Ισλάμ να μην προσφέρει ενωτικές λύσεις, στο επίπεδο της ιδεολογίας, ο Ερντογάν βρίσκει αποκούμπι στον εθνικισμό. Αλλά κάθε επιθετικός εθνικισμός αν δεν καταλήγει σε απτά και σταθερά, εδαφικά και άλλα κέρδη, θα έχει βίο βραχύ και τέλος άδοξο. Το δίλημμα αν μπορεί και σε ποιον να επιτεθεί, χωρίς στήριξη του ενός και τουλάχιστον την ανοχή του άλλου από τους δυο Μεγάλους, είναι πολύ χειρότερο από το αίνιγμα της επιλογής μεταξύ Αμερικής και Ρωσίας. Αλίμονο σε όποιον έχει τα γένια αλλά δεν έχει και τα χτένια.