του Βασίλη Ασημακόπουλου*

Η εναλλακτική δεν φαίνεται ορατή αυτή τη στιγμή κοινωνικά και γι’ αυτό και η πολιτική, αυτό που εμφανίζεται σήμερα ως επίσημη πολιτική, για τους ανθρώπους δεν έχει κανένα νόημα. Έχει πολλά άγχη για τους μηχανισμούς, γι’ αυτούς που εντάσσονται μέσα σ’ αυτό το σύστημα πολιτικής εξουσίας στη χώρα, στα δύο (ή και 2,5) βασικά κόμματα, αλλά από ‘κει και πέρα δεν αφορά τους ανθρώπους στην καθημερινότητά τους με την έννοια της πολιτικής συμμετοχής. Γιατί πολιτική δεν είναι μόνον η «τέχνη του εφικτού» (όπως έλεγε ένας κορυφαίος Γερμανός ο οποίος συγκρότησε το γερμανικό κράτος και μετέφερε στα καθ’ ημάς, ένας από τους πατέρες της 3ης ελληνικής δημοκρατίας) και δεν είναι μόνον η τέχνη της διαχείρισης. Πολιτική είναι σύγκρουση, αντιθέσεις, διαμεσολάβηση των συγκρούσεων και αυτών των αντιθέσεων. Είναι η έλλογη και συναισθηματική οργανωμένη «αγωνία ενός τόπου για ζωή», σύμφωνα με τον εξαιρετικά περιεκτικό στοίχο ενός πολύ γνωστού τραγουδιού. Άρα πολιτική είναι και ορισμοί. Και ο λόγος πρέπει να είναι σαφής, καθαρός, συγκεκριμένος, οριοθετημένος και να θέτει κριτήρια.

Έχει γραφτεί ένα βιβλίο, μιλώντας για τον πολιτικό λόγο των κομμάτων, κυρίως της Αριστεράς, την πρώτη περίοδο της μεταπολίτευσης –δηλαδή μέχρι το ’89-’90– «η Ξύλινη Γλώσσα» του Γιάννη Καλιόρη, που αναλύει τον λόγο των κομματικών γραφειοκρατικών, έναν λόγο ξένο που δεν είχε μεγάλη σχέση με το γίγνεσθαι της χώρας, τουλάχιστον στις βασικές του κατευθύνσεις. Θα πρέπει ίσως να υπάρχει μία επόμενη δουλειά, εξίσου σημαντική, για τον πολιτικό λόγο όπως αυτός διαμορφώθηκε και ακύρωσε στην καθημερινότητα την απελευθερωτική διάσταση της πολιτικής, τον πολιτικό λόγο όπως διαμορφώθηκε μετά το 1990, δηλαδή μετά την «απελευθέρωση» των τηλεοπτικών ΜΜΕ και όλο αυτό που παρήχθη σαν πολιτικό αποτέλεσμα –πολιτική κουλτούρα, πολιτική πνευματικότητα– και που καθόλου άμοιρο δεν είναι της κατάλυσης της ανεξαρτησίας της χώρας το 2010.

Λίγα πράγματα για τη χώρα μας

Παρατηρώντας σήμερα την κατάσταση, μου ήρθε στο μυαλό ότι η Ελλάδα, ηλικιακά θα πρέπει να είναι γύρω στα 65-70, άρα δεν έχει και πολύ χρόνο, όπως ίσως θα έλεγε και η πολιτική ηγεσία, με την εξής περιοδολόγηση. Το 1974 ήταν ένας νέος ή μια νέα 20 χρονών με ενθουσιασμό για κοινωνικές αλλαγές, μεταρρυθμίσεις, ριζοσπαστισμούς, μεγάλες ανατροπές, αντιιμπεριαλισμούς, αντικαπιταλισμούς, αντιμονοπωλιακούς αγώνες. Μετά τη δεκαετία του ’80 υπάρχει ένας ρεαλισμός, μεγαλώνει σιγά-σιγά ο νέος ή η νέα, μπαίνει στην παραγωγή, και μετά, στη δεκαετία του ΄90, ο ρεαλισμός γίνεται κυνισμός και οδηγείται σε μια διάχυτη οικονομική εξαχρείωση και βέβαια στη μεγάλη κρίση. Και τώρα είμαστε εδώ, 65-70 ετών, και το κρίσιμο ζήτημα είναι το συνταξιοδοτικό…

Η πραγματικότητα είναι ότι η εξέλιξη αυτή αποτυπώθηκε στην πορεία ενός πολιτικού σχηματισμού, ο οποίος ήταν περιφερειακός (περιθωριακός δεν ήταν ποτέ), που μέσα από το πλατύ αντιμνημονιακό κίνημα της περιόδου 2010-12 αναδείχτηκε σε αξιωματική αντιπολίτευση και κατέληξε στην κυβέρνηση. Στην εξέλιξη αυτού του σχηματισμού και στην εσωτερική του διαπάλη, ουσιαστικά κρίθηκε σε σημαντικό βαθμό η ιστορία. Ο ΣΥΡΙΖΑ από το 2012 ως το 2015 διαμορφώνει δύο κατευθύνσεις. Η μία είναι η κατεύθυνση, η οποία είναι και κυρίαρχη και παρέμεινε στον ΣΥΡΙΖΑ μετά το 2015, η λεγόμενη τάση του «πούρου» αντικαπιταλισμού, με υποβαθμισμένη την αντιιμπεριαλιστική διάσταση. Η άλλη τάση, η οποία δεν είχε πληρότητα ούτε ενότητα, ήταν η τάση που έθετε ως κύριο ζήτημα το ζήτημα του αντιιμπεριαλισμού, γιατί θεωρούσε ότι η κύρια αντίθεση στη χώρα των μνημονίων ήταν η εξάρτηση. Στον ΣΥΡΙΖΑ, ουσιαστικά από το 2013 και μετά, η κυρίαρχή του γραμμή είναι ορατή, το πού θα πάει το πράγμα γίνεται σαφές, αποτυπώνεται μάλιστα και στο «πρόγραμμα» του 2015 –σημάδια υπήρχαν από τον Ιούνιο του 2012, αλλά ουσιαστικά γίνεται σαφές από τα μέσα του 2013 και μετά– γι’ αυτό και όλος ο διεθνής παράγοντας στηρίζει τον ΣΥΡΙΖΑ να κερδίσει τις εκλογές τον Ιανουάριο 2015, είναι η γραμμή του λεγόμενου προγράμματος της Θεσσαλονίκης και η περίφημη καταγγελία του Μνημονίου εντός της ευρωζώνης.

Το 2015 τον Ιούνιο, μια βδομάδα πριν προκηρυχθεί το δημοψήφισμα, στο Resistance, εκτός από τον εμβληματικό Σαμίρ Αμίν, ήταν και ο Ταρίκ Αλί, ο οποίος είχε πει τρία πολύ, κατά τη γνώμη του, σημαντικά πράγματα, που δείχνανε και την κυρίαρχη γραμμή του ΣΥΡΙΖΑ. Το ένα ήταν ότι το πρόγραμμά του ήδη από τον Ιούνιο του 2012 (πρόγραμμα Αθηναΐδας) και όλη την περίοδο 2012-15 ήταν προβληματικό, λέγοντας ότι δεν γίνεται καταγγελία του Μνημονίου εντός ευρωζώνης. Δεύτερο, είπε ότι ο ΣΥΡΙΖΑ –γνώριζε κιόλας την ανθρωπογεωγραφία του χώρου– είναι ένα κουρασμένο ηλικιακά και προγραμματικά κόμμα. Και το τρίτο, που κι αυτό έχει σημασία, ήταν ότι πρώτη φορά Αριστερά στην Ελλάδα δεν ήταν τότε, το 2015, αλλά το 1981. Αυτό είχε τη σημασία του για την προηγούμενη εμπειρία του τι συμβαίνει σ’ ένα κόμμα όταν έρχεται σε επαφή με την κυβέρνηση και το κράτος, συμμετέχοντας σε περιφερειακούς καπιταλιστικούς σχηματισμούς καταστατικά αντίθετους με τους στόχους του κόμματος και το τελευταίο αναιρεί τις βασικές του θέσεις.

Η κυρίαρχη δομή με την οποία πρέπει κανείς να έρθει σε σύγκρουση για να έχει ένα νόημα η πολιτική και η εναλλακτική, είναι εκείνο που οι θεωρητικοί του νεομαρξισμού χαρακτηρίζουν «αποικιακό κράτος». Αποικιακό κράτος και όσον αφορά τις γεωπολιτικές του κατευθύνσεις

Την περίοδο 2015-2018, η κυρίαρχη δομή στη χώρα, με την οποία πρέπει κανείς να έρθει σε σύγκρουση για να έχει ένα νόημα η πολιτική και η εναλλακτική –όπως είναι ο τίτλος της εκδήλωσης– είναι εκείνο που οι θεωρητικοί του νεομαρξισμού χαρακτηρίζουν «αποικιακό κράτος». Αποικιακό κράτος και όσον αφορά τις γεωπολιτικές του κατευθύνσεις, είναι ξεκάθαρος όλο αυτό το διάστημα ο ρόλος της χώρας στις συμμαχίες που έχει κάνει. Αν διαβάσει κάποιος το περιεχόμενο της ομιλίας του πρωθυπουργού όταν επισκέφθηκε τον Λευκό Οίκο, δίπλα στον Τραμπ, αλλά και ένα πολύ πρόσφατο άρθρο του στη γερμανική Welt, που αναδημοσιεύθηκε μεταφρασμένο από την Καθημερινή, δεν χρειάζονται περισσότερα λόγια.

Κατά τη γνώμη μου, η αντίθεση αυτή (κι εδώ θα κάνω μια μικρή παρένθεση) έχει να κάνει με το αποικιακό κράτος, είπαμε γι’ αυτό, και για τη βασική λειτουργία του στο εσωτερικό του, να μαζεύει όλο το πλεόνασμα και να το αποδίδει στους δανειστές, βυθίζοντας τη χώρα στη φτωχοποίηση και στον μαρασμό. Ασκεί δηλαδή μία ωμή και άγρια συστημική βία.

Η κυρίαρχη αντίθεση

Η κυρίαρχη αντίθεση στη χώρα, πέρα από την εξάρτηση και πώς εσωτερικεύεται αυτή, έχει να κάνει κατά τη γνώμη μου με τις συγκρούσεις των τρόπων παραγωγής. Αυτό συνδέεται με το θέμα που θα θέσω κλείνοντας.

Στην Ελλάδα είχαμε, στην ιστορική του διαμόρφωση, έναν καπιταλιστικό τρόπο παραγωγής σαφώς κυρίαρχο, αλλά όχι αποκλειστικό. Αυτό συνέβη, αν πάει κανείς πίσω στον χρόνο, απ’ το 1871 και μετά, όταν γίνεται ο πρώτος αναδασμός των εθνικών γαιών και μοιράζεται ο κλήρος, γίνονται πολλοί οι μικροϊδιοκτήτες στην Πελοπόννησο και τη Ρούμελη. Ο δεύτερος αναδασμός γίνεται την εποχή που έρχονται οι πρόσφυγες. Από πριν ο Βενιζέλος, το 1917, και το 1922 ο Πλαστήρας, όταν απαλλοτριώνονται τα τσιφλίκια. Άρα δημιουργούνται ιδιοκτησιακές σχέσεις μικροπαραγωγών που αναπαράγουν διευρυμένα την αυτοαπασχόληση.

Δεν έχουμε δηλαδή στη χώρα αυτό που διαμορφώθηκε ως δυτικό μοντέλο του καπιταλισμού της βίαιης πρωταρχικής συσσώρευσης κεφαλαίου και της «απελευθέρωσης» από τα μέσα παραγωγής. Κι αυτό γιατί οι λύσεις που δόθηκαν στο ζήτημα των σχέσεων ιδιοκτησίας ήταν δημοκρατικές και όχι λύσεις που υποβοηθούσαν τους όρους μιας «ορθολογικής» κεφαλαιακής συσσώρευσης. Υπήρχαν μορφές πρωταρχικής συσσώρευσης κεφαλαίου που είχαν να κάνουν κυρίως με την μικρασιατική καταστροφή και τους πρόσφυγες που ήρθαν εδώ, αυτοί ήταν προλετάριοι με την κυριολεκτική έννοια του όρου, καθώς επίσης και την περίοδο της Κατοχής. Που κι εκεί όμως η λύση που δίνεται από το ίδιο το σύστημα, τόσο με την αποκατάσταση των προσφύγων στο επίπεδο των σχέσεων ιδιοκτησίας, όσο και μετεμφυλιακά ως μοντέλο καπιταλιστικής ανάπτυξης, είναι η αναπαραγωγή του μοντέλου της μικροϊδιοκτησίας. Αντί δηλαδή της ενίσχυσης της διαδικασίας συγκέντρωσης και συγκεντροποίησης κεφαλαίου και παραγωγής, είχαμε μορφές εξωθεσμικής συναίνεσης, οι οποίες στον πυρήνα τους, ως υλικούς όρους, είχαν τη διευρυμένη μικροπαραγωγή-αυτοαπασχόληση.

Ο κύκλος της οικοδομής, η εσωτερική μετανάστευση και η μετεμφυλιακή γιγάντωση της Αθήνας, είναι ακριβώς εκδοχές αυτού του καπιταλιστικού τύπου ανάπτυξης, όπου το στοιχείο των διευρυμένων μικροϊδιοκτητικών μορφών παραγωγής είναι ισχυρό και μάλιστα με το τραπεζικό-μονοπωλιακό κεφάλαιο κατά βάση εκτός της συγκεκριμένης διαδικασίας. Στη συνέχεια, η περίοδος από το 1974 μέχρι το ’90 στο επίπεδο της κίνησης των κοινωνικών τάξεων, είναι μία δυναμική ισορροπία. Το κοινωνικό συμβόλαιο της μεταπολίτευσης, και τα κόμματα ως σχέσεις εκπροσώπησης-νομιμοποίησης, κινούνται στους ρυθμούς ανάσχεσης της κυρίαρχης τάσης συγκέντρωσης-συγκεντροποίησης κεφαλαίου-παραγωγής, υποστηρίζοντας ποικιλοτρόπως τη διευρυμένη αναπαραγωγή των μικροαστικών στρωμάτων.

Μετά το 1989-90, υπάρχει μία κρίσιμη αλλαγή. Η διαδικασία διευρυμένης αναπαραγωγής μικροϊδιοκτησίας υποθηκεύεται στο τραπεζικό-μονοπωλιακό κεφάλαιο. Είτε με τα στεγαστικά δάνεια, είτε με τα καταναλωτικά δάνεια, αρχίζει και αναπτύσσεται, εκτός από το δημόσιο χρέος, και το ιδιωτικό χρέος, που εκρήγνυται με τη μορφή των κόκκινων δανείων την περίοδο της κρίσης. Βασική διάσταση του κοινωνικού αγώνα από το 2010 και μετά, είναι ουσιαστικά η προσπάθεια τσακίσματος της μικροϊδιοκτητικής δομής και της αυτοαπασχόλησης, υπέρβασης και διάλυσής της υπέρ των φορέων των κεφαλαιοκρατικών-μονοπωλιακών κοινωνικών σχέσεων παραγωγής, καθώς η διευρυμένη μικροϊδιοκτησία είναι ο πυρήνας της υλικής αυτονομίας, του πλατιού αιτήματος κοινωνικού εξισωτισμού και εκδημοκρατισμού, του εθνισμού ως γεγονός πρωτίστως και στη συνέχεια ως ιδέα, στεκόμενη εμπόδιο στον μνημονιακό κύκλο συσσώρευσης σε όλες τις εκφάνσεις του (θεσμικές, υλικές, διανοητικές). Γι’ αυτό, η σύγκρουση ειδικά απέναντι στις κοινωνικές ομάδες αυτές είναι ανελέητη. Όλα τα μέτρα από το 2010 και μετά, τα μνημονιακά, έχουν να κάνουν με αυτή τη διάσταση της κοινωνικής πάλης. Είτε φορολογικά, είτε ασφαλιστικά, είτε με τη διαρκή εσωτερική υποτίμηση της αξίας της εργατικής δύναμης.

Είδα ένα σύνθημα πριν από τρεις μέρες. «Φονιάδες των λαών νοικοκυραίοι, φαντάζετε ωραίοι, πνιγμένοι μες στα χρέη». Το χτύπημα της μικροϊδιοκτητικής μορφής παραγωγής και της αυτοαπασχόλησης, δένεται και με μια αριστερή φαντασίωση που υπάρχει και ουσιαστικά γίνεται το μακρύ χέρι της κυβέρνησης και του μονοπωλιακού κεφαλαίου στη χώρα. Θέλουν να την εξαφανίσουν κυριολεκτικά, αυτή είναι η υπαρκτή σήμερα (κυβερνώσα και μη) Αριστερά.

Τρία θέματα ακόμα

Το ένα έχει να κάνει με το Μακεδονικό, το δεύτερο με τους πλειστηριασμούς και το τρίτο με το ζήτημα της κοινωνικής ασφάλισης. Γιατί θα πρέπει κανείς να είναι πρακτικός και να περνάει από την πολιτική ανάλυση στην πολιτική πράξη.

Θα μπορούσε για το ζήτημα το Μακεδονικό να γίνει μία κοινή καμπάνια συλλογής υπογραφών με ένα αίτημα, να γίνει δημοψήφισμα. Πρέπει η σημαία να αλλάξει χέρια και να μην περάσει η γραμμή του διαχωρισμού του εθνικού από το κοινωνικό. Αυτό είναι η στρατηγική του αποικιακού κράτους, είναι η στρατηγική της δεξιάς και της μνημονιακής Αριστεράς.

Το δεύτερο, για τους πλειστηριασμούς και τη ρευστοποίηση της ιδιωτικής αλλά και δημόσιας περιουσίας. Είναι ένας αγώνας για ακύρωση του Ν.4389/2016, του νόμου δηλαδή που ρυθμίζει την Ελληνική Εταιρεία Συμμετοχών και Περιουσίας Α.Ε. (ενισχυμένο πρώην ΤΑΙΠΕΔ) την ΑΑΔΕ, τις Εταιρίες Διαχείρισης Απαιτήσεων από Δάνεια και Πιστώσεις (ΕΔΑΔΠ) και τις Εταιρίες Απόκτησης Απαιτήσεων από Δάνεια και Πιστώσεις (ΕΑΑΔΠ) για τα ιδιωτικά χρέη.

Ένα άλλο τελευταίο. Γίνεται τώρα η «ελληνογερμανική συνέλευση» στην Κρήτη, είναι μια τραγωδία όλο αυτό. Δεν πρέπει να υπάρχει ένα κίνημα αντίστασης και άρνησης σε όλα αυτά;

Τέλος, αυτό που κατά τη γνώμη μου χρειάζεται είναι αυτονομία, να ξαναβρούμε τη φωνή μας, να στηριζόμαστε στις δυνάμεις μας. να στοχαζόμαστε ελεύθερα, να πράττουμε, να τολμάμε. Όπως έλεγε ένας επαναστάτης την περίοδο της Γαλλικής Επανάστασης: «Τόλμη, τόλμη και πάλι τόλμη».

* Ο Βασίλης Ασημακόπουλος είναι δικηγόρος, συγγραφέας και μέλος της Σ.Ε. του περιοδικού “Τετράδια”

Σχόλια

Σου άρεσε αυτό το άρθρο; Ενίσχυσε οικονομικά την προσπάθειά μας!