Συνέντευξη στον Άγγελο Καλογερόπουλο

Ο Φοίβος Δεληβοριάς όταν στα τέλη της δεκαετίας του ’80, μαθητής ακόμα Λυκείου, μας συστήθηκε με την Παρέλασή του, θα είχε σίγουρα ακούσει την Πρέβεζα και όλη τη μελοποιημένη ποίηση που μας «κατέκλυζε» τότε. Αλλά ο ίδιος διάλεξε έναν άλλο δρόμο που, ειδικά στην Ελλάδα, τον φώτισε κυρίως ο Διονύσης Σαββόπουλος. Τον δρόμο του τραγουδοποιού. Έκτοτε, έχει διαγράψει μια σημαντική πορεία στο χώρο του ελληνικού τραγουδιού με εργασίες των οποίων αναλαμβάνει εξ ολοκλήρου την ευθύνη της δημιουργίας τους: μουσική, στίχοι και ερμηνεία. Μουσική η οποία χωρίς να είναι αφελής και ανυποψίαστη δεn «φορτώνει» με περιττό βάρος το τραγούδι. Στίχοι που ενώ διακρίνονται για το βάθος, τη διεισδυτικότητά τους και την ποιητική τους δύναμη δεν «ποιητικίζουν». Και ερμηνεία η οποία αναδεικνύει αυτή την αρχέγονη ενότητα λόγου και μέλους που διατηρεί το τραγούδι. Λόγιος καλλιτέχνης ο ίδιος, καταφέρνει να διατηρεί και στο λόγο του και στη μουσική του την απλότητα και την αμεσότητα που χρειάζεται το τραγούδι, χωρίς να στερείται το απαραίτητο βάθος που κάνει την τέχνη του να ξεχωρίζει. Μα και τον λόγο για την τέχνη του επίσης.

 

Πώς προσδιορίζετε τη σχέση ποίησης και μουσικής;

H ποίηση είναι η τέχνη που τα κρίνει όλα.Οι μεγαλύτερες ταινίες, τα ωραιότερα έργα της εικαστικής τέχνης, τα ωραιότερα μουσικά δημιουργήματα είναι αυτά που αγγίζουν την ποίηση. Η ποίηση αναποδογυρίζει από τα αρχαία χρόνια τη γλώσσα που μιλάμε και την καθαγιάζει, την κρατάει νέα-κι εμάς μας αλλάζει συνεχώς. Η καλή μουσική, λοιπόν, είναι αυτή που παίρνει τη μουσική γραμματική και παράγει απ’ αυτήν εκείνο που δεν προβλέπεται απ’ τους κανόνες. Κάνει δηλαδή στους ήχους, αυτό που κάνει στις λέξεις η ποίηση.

 

Τι σημαίνει για σας μελοποιημένη ποίηση;

Κάτι που είναι θαυμάσιο κατ’ εξαίρεσιν. Στη χώρα μας έχουν μελοποιηθεί όλα λίγο-πολύ τα σπουδαία ποιήματα. Ελάχιστες δουλειές -αυτές που γνωρίζουμε όλοι- τα σεβάστηκαν ή τα αποκάλυψαν. Γενικώς, συμφωνώ με το κλισέ «το ποίημα περιέχει τη μουσική του». Είναι αδύνατον να πιάσεις τις αποχρώσεις των Πολιορκημένων ή του Απολείπειν ο Θεός Αντώνιον. Γράφτηκαν με μια μουσική της γλώσσας πολύ συγκεκριμένη. Ακόμα και τα πιο σπουδαία δείγματα μελοποίησης, το Άξιον Εστί ή το Κραταιά ως Θάνατος Αγάπη των Θεοδωράκη και Χατζιδάκι π.χ., στην πραγματικότητα αποκαλύπτουν την ιδιοφυία και τον ψυχισμό των συνθετών. Αν θες να μπεις στον Ελύτη ή στο Άσμα Ασμάτων, πρέπει να ξεχάσεις πώς σου συστήθηκαν απ’ τις μελοποιήσεις.

 

Ο στίχος του τραγουδιού γιατί δεν είναι ποίηση; Ή είναι;

Δεν είναι ποίηση γιατί χρειάζεται τη μουσική για να ολοκληρωθεί. Διαβάζει,ς ας πούμε, τους στίχους από το Πρωινό του Σαββόπουλου: Σβήνω αυτό το φως-Βάλε για καφέ-Ξημερώνει-Πού είναι τα κλειδιά μου;-Τα λεφτά είναι στην ψωμιέρα κ.λπ. Δεν είναι ποίηση. Το ακούς με τη μουσική και τότε γίνεται μεγάλη ποίηση. Το ίδιο συμβαίνει και με πολλά ρεμπέτικα. Το Χωρίσαμε ένα δειλινό με άλλη μουσική μπορεί να ήταν απλώς ένα στιχούργημα. Με την συγκεκριμένη του Τσιτσάνη είναι έργο τέχνης.Τώρα, το ότι υπάρχουν στιχουργοί, όπως η Παπαγιαννοπούλου, ο Γκάτσος, ο Ρασούλης, η Κριεζή, ο Άκης Πάνου και όλοι οι άλλοι που δικαίως αγαπήσαμε -αλλά και τραγουδοποιοί εκκινώντας από τον Σαββόπουλο- που άγγιξαν με την ευκολία ενός παιδιού το Ποίημα, είναι μια άλλη ιστορία. Που έχει να κάνει με τους ίδιους. Το σινεμά, π.χ. δεν είναι ποίηση. Ο Φελίνι, όμως, ήταν ποιητής.

 

Η μουσική και ποιητική μας παράδοση έχει αξιοποιηθεί ικανοποιητικά;

Σε βαθμό ασύλληπτο για τόσο μικρή χώρα. Και ιδιοφυείς μουσικούς είχαμε και ιδιοφυείς ποιητές που δούλεψαν σ’αυτήν την κατεύθυνση ακριβώς. Το έκαναν, δε, τόσο εξαντλητικά που οι σημερινές αντίστοιχες προσπάθειες μοιάζουν διανοητικές, προϋπολογισμένες.

 

Έχετε ένα όραμα για το μέλλον της σχέσης ποίησης και μουσικής;

Πρέπει να ακολουθήσει μοιραία τη γλώσσα και την κίνηση των ανθρώπων. Οι μηχανιστικές διάλεκτοι και οι ρυθμοί με τους οποίους κινούνται οι σύγχρονες δυτικές κοινωνίες είναι κάτι που το πήρε η Τέχνη τα τελευταία 100 χρόνια και έκανε σπουδαία πράγματα, από τους φουτουριστές ως το hip-hop. Πάντα, όμως, η μεγάλη τέχνη περιέχει κι ένα στοιχείο που δεν προβλέπεται- και που την καθορίζει: Τη νίκη του ανθρώπινου πνεύματος απέναντι στο δεδομένο. Το μεγάλο λοιπόν τραγούδι του μέλλοντος είναι αυτό που δεν θα υπηρετεί τη φτώχεια του εκάστοτε λεξιλογίου ή μουσικού μοδάτου συντακτικού-αλλά αυτό που θα αποκαλύπτει τον άνθρωπο όπως ήταν πάντα πίσω απ’ όλα αυτά. Πολλά μπορεί να αλλάζουν στα ρούχα του τραγουδιού, η καρδιά του όμως θα είναι πάντα ένας άνθρωπος που θέλει να νικήσει το χρόνο.

 

Ο Καρυωτάκης και η Πρέβεζα

 

Δεν είναι η πρώτη ούτε η μόνη φορά που ένα ποίημα ακολουθεί μια δεύτερη ζωή χάρη στη μελοποίησή του. Ούτε είναι ασυνήθιστο, ένα ποίημα με τη μελοποίησή του να αποκτά μια άλλη, παραλλαγμένη, μορφή. Η Πρέβεζα του Καρυωτάκη έγινε ένα τραγούδι που γνώρισε μεγάλη επιτυχία μετά τη μεταπολίτευση. Κι έγινε επιτυχία η μελοποίησή του από τον Γιάννη Γλέζο, όχι όταν ακούστηκε πρώτη φορά από τον Θανάση Γκαϊφύλλια στον δίσκο του Ατέλειωτη εκδρομή, αλλά όταν το τραγούδησε σε δεύτερη εκτέλεση ο δημοφιλής Βασίλης Παπακωνσταντίνου. Να σημειώσουμε ότι το ποίημα έχει μελοποιηθεί κι από τον Δήμο Μούτση (περιλαμβάνεται στην Τετραλογία του, ερμηνευμένο από τον Χρ. Λετονό) αλλά χωρίς να γνωρίσει την ίδια επιτυχία. Ωστόσο, ο Μούτσης μένει περισσότερο πιστός στο ίδιο το ποίημα. Αντιθέτως, ο Γλέζος μετατρέπει την Πρέβεζα σε τραγούδι. Του δίνει τη μορφή «κουπλέ-ρεφρέν», μετατρέποντας σε ρεφρέν την τέταρτη στροφή, ενώ παραλείπει την τελευταία στροφή. Αυτή που από ποιητικής απόψεως έχει ιδιαίτερο ενδιαφέρον, καθώς κορυφώνει το όλο αίσθημα του ποιήματος και, επίσης, «σπάει» τη ρυθμική του μέτρου, πράγμα ιδιαιτέρως ενδιαφέρον για τον φιλόλογο, αλλά εξαιρετικά άβολο για τον μελοποιό.

Η Πρέβεζα είναι ένα από τα τελευταία ποιήματα του Καρυωτάκη, που δεν συμπεριλαμβάνεται στις ποιητικές του συλλογές και δημοσιεύτηκε δυο χρόνια μετά το θάνατό του στην Νέα Εστία, το 1930. Παραλλαγμένο με τη μελοποίηση του Γλέζου και την ερμηνεία του Β. Παπακωνσταντίνου -κυρίως- έγινε ως τραγούδι μια ροκ επιτυχία στη δεκαετία του ’80. Το τραγούδι αυτό είναι κάτι άλλο από το ποίημα του Καρυωτάκη; Όχι ακριβώς. Αλλά δεν είναι και το ίδιο. Ο ακροατής του τραγουδιού οσμίζεται κάτι από το ύφος του ποιητή, αλλά δεν ανακαλύπτει το ποίημα ως ποίημα. Απ’ αυτή την άποψη, αποτελεί ένα χαρακτηριστικό επιχείρημα υπέρ της άποψης που πρεσβεύει ότι η μελοποίηση ενός ποιήματος κάνει εν τέλει κακό στο ποίημα. Απ’ την άλλη, όμως, είναι ένα ακόμα παράδειγμα για το γεγονός ότι η μελοποίηση προσφέρει μια πρώτη -έστω- γνωριμία με ένα σημαντικό ποίημα κι έναν σημαντικό ποιητή.

Ίσως να μην είναι εύκολο να καταλήξει κανείς σε μια οριστική τοποθέτηση. Μπορεί κανείς να σκεφτεί ότι το έργο δεν τελειώνει με την οριστική μορφή που του δίνει ο δημιουργός του, αφού γίνεται κοινό κτήμα και είναι δυνατόν να το συναντά κανείς και σε μια άλλη μορφή. Αλλά θα μπορούσαμε να αποφύγουμε το δίλημμα με τη σκέψη πως καθόλου δεν ζημιώθηκε η ποίηση με την παράλληλη ύπαρξη του τραγουδιού, αλλά ούτε και το τραγούδι που θέλησε να στηριχτεί στην ποίηση. Αλλά αν αυτή η θέση είναι βολική για το κοινό, ακροατές και αναγνώστες, ίσως να είναι βλαπτική για τον δημιουργό. Οι δημιουργοί οφείλουν να είναι πάντα ρηξικέλευθοι…

 

Α.Κ.

 

 

 

 

Πλαίσιο-2

 

+ φωτό 27_KARYOTAKHS

 

Κ.Γ. Καρυωτάκης

 

Δικαίωσις

 

Τότε λοιπόν αδέσποτο θ’ αφήσω

να βουίζει το Τραγούδι απάνωθέ μου.

Τα χάχανα του κόσμου, και του ανέμου

το σφύριγμα, θα του κρατούν τον ίσο.

 

Θα ξαπλωθώ, τα μάτια μου θα κλείσω,

κι ο ίδιος θα γελώ καθώς ποτέ μου.

«Καληνύχτα. Το φως χαιρέτισέ μου».

θα πω στον τελευταίο που θ’ αντικρύσω.

 

Όταν αργά θα παίρνουμε το δρόμο,

η παρουσία μου κάπως θα βαραίνει

-πρώτη φορά- σε τέσσερων τον ώμο.

 

Ύστερα, και του βίου μου την προσπάθεια

αμείβοντας, το φτυάρι θα με ραίνει

ωραία – ωραία με χώμα και μ’ αγκάθια.

 

 

Υ.Γ. Θα θέλαμε να αφιερώσουμε τη σημερινή δημοσίευση αυτού του ποιήματος στην Ηδύλη Τσαλίκη, που με ιδιαίτερη ευαισθησία το έχει μελοποιήσει και το παρουσίασε στους Α΄ Αγώνες Τραγουδιού στην Κέρκυρα το 1981, που είχε οργανώσει ο Μάνος Χατζηδάκις.

 

Σχόλια

Σου άρεσε αυτό το άρθρο; Ενίσχυσε οικονομικά την προσπάθειά μας!