Στα 200 χρόνια ύπαρξης της Ελλάδας μετράμε «Επτά πολέμους, τέσσερις εμφύλιους, επτά πτωχεύσεις», όπως μας θυμίζει ο τίτλος του βιβλίου του Γ. Β. Δερτιλή. Χωρίς να λογαριάσουμε τους συμμαχικούς αποκλεισμούς και βομβαρδισμούς, τα στρατιωτικά κινήματα, τα πραξικοπήματα, τις μεταπολιτεύσεις, την εισαγωγή βασιλέων από το εξωτερικό και την παύση τους με δημοψηφίσματα, την πληθώρα κυβερνήσεων και εκλογικών αναμετρήσεων. Ανώμαλη πορεία, με εντάσεις και έντονη διαρκή πολιτική ζωή, κυνηγητά, διώξεις, διχασμούς και κινητοποιήσεις, εξεγέρσεις, επαναστάσεις, παρεμβάσεις του λαϊκού παράγοντα, καταστολή, παλινορθώσεις.
Σήμερα όμως έχουμε μια πρωτοφανή απουσία νοήματος, μια εντελώς εκχυδαϊσμένη και κυνική μορφή πολιτικής και ένα καθεστώς απροσδιόριστο όσον αφορά τις βασικές κατευθύνσεις του. Το ντεκόρ της σήψης, όπως σκιαγραφείται από αποκαλύψεις και σκάνδαλα, δεν είναι τίποτα περίεργο στον μηδενιστικό κατήφορο. Η μάσκα που φοράμε δεν αφορά μόνο τον ιό. Καλύπτει και την έλλειψη ελπίδας και νοήματος. Δείχνει λίγο εικόνες από τα «προσεχώς». Μόνο που κανείς δεν θέλει να πιστέψει ότι έρχονται χειρότερα. Αυτό δεν θα ήταν κακό – αν συνοδευόταν από στοιχειώδη προετοιμασία για να μην έρθουν χειρότερα.
Ας θέσουμε ένα ερώτημα
Πώς θα είναι η χώρα σε 5 χρόνια, σε 10 χρόνια, ή ακόμα και στους επόμενους μήνες του 2021; Ποιος έχει την απάντηση; Και γιατί θα είναι καλύτερα; Επί της ουσίας, πόση Ελλάδα θα υπάρχει; Κι όταν λέμε Ελλάδα, ας τη λογιστούμε σε όλες της τις διαστάσεις. Ο αντιεξουσιαστής μπορεί να μην νοιάζεται για το ζήτημα (ο εχθρός είναι γενικά το κράτος και βρίσκεται στις τράπεζες και τα υπουργεία), και να νομίζει ότι μερικές νησίδες ελευθερίας είναι αρκετές. Η μεγαλοαστική τάξη νοιάζεται μόνο για το λεγόμενο πολιτικό κόστος και την κατοχή πόστων στις τράπεζες και τα υπουργεία. Άρα αδιαφορία για την έκταση της χώρας, την ανάπτυξη της οικονομίας, την ανεξάρτητη πορεία της Ελλάδας («χρειαζόμαστε προστάτες για να είμαστε νησίδα στην περιοχή»). Περίεργες συμπτώσεις; Όχι, μικρός ο τόπος. Και η ετερογονία των σκοπών δεν φέρνει μεγάλες επιδόσεις. Είπαμε: μικρός ο τόπος.
Ξεκινάμε λοιπόν από το τέλος. Από την κατάληξη: δεν υπάρχει ένα εθνικό κοινωνικό κίνημα με στόχους και νόημα στη χώρα μας. Δεν υπάρχει μάλιστα σε συνθήκες πρωτοφανούς εθνικής και κοινωνικής έκπτωσης της χώρας, του τόπου, της κυριαρχίας, της δημοκρατίας, της κοινωνικότητας. Αυτή η διαπίστωση συνιστά ομαλότητα, κανονικότητα; Ή ανωμαλία;
Ξεκινάμε πάλι από το τέλος: πρέπει να βγουν συμπεράσματα από τη 200χρονη πορεία της χώρας. Συμπεράσματα δύσκολα, μπορεί κι όχι ευχάριστα, οδυνηρά. Αλλά πάντως άκρως χρήσιμα για όποιο ξανα-ξεκίνημα. Μα ήσαν ποτέ ξεκάθαρα τα πράγματα όταν ξεκίναγαν όσοι ξεκίναγαν, ή ακολουθούσαν οδηγητές και προτάγματα; Όχι βέβαια. Αλλά τώρα μια χώρα με τόση εμπειρία, και να μην βγάζει ένα απόσταγμα χρήσιμο για την ύπαρξή της μετά τα όσα έχουν συμβεί, είναι ένα «επίτευγμα»…
Ποια η μοίρα της Ελλάδας λοιπόν;
Για την αστική τάξη (τις ελίτ, που λέμε) η απάντηση είναι σχετικά απλή: Δυτική προστασία – Ύπαρξη μέσω δανεισμού – Διευκολύνσεις πάσης φύσεως για Προστάτες και Δανειστές. «Ρεαλισμός» και μοιρασιά με την Τουρκία (ακόμα και δορυφοροποίησή μας από αυτήν, ή και αποδοχή μείωσης της κυριαρχίας μας). Ειπωμένο αλλιώς: αν οι Προστάτες σχεδιάζουν μια προνομιακή σχέση με την Τουρκία, με ό,τι αυτό σημαίνει σε βάρος της Ελλάδας, θα το αποδεχτούμε. Δεν υπάρχει διάθεση και γραμμή άμυνας και αποτροπής. Με την έννοια αυτή, η συρρίκνωση της Ελλάδας απέναντι στην Τουρκία είναι σχεδόν τετελεσμένο γεγονός.
Το μόνο πρόβλημα για αυτήν τη «διευθέτηση», που πρακτικά σημαίνει κατάκτηση όλης της Κύπρου από την Τουρκία, τμήματος της Θράκης και του μισού Αιγαίου (αυτοί είναι οι δρόμοι της δορυφοροποίησης), είναι η αντίδραση του λαού της Ελλάδας. Το είπε καθαρά ο Βενιζέλος σε εκδήλωση. Επομένως οι ελίτ έχουν αποδεχθεί αυτήν τη «μοίρα» και αγωνίζονται για να πέσουν στα μαλακά και να τύχουν κάποιας εύνοιας από τους Προστάτες.
Μια χώρα με τόση εμπειρία, και να μην βγάζει ένα απόσταγμα χρήσιμο για την ύπαρξή της μετά τα όσα έχουν συμβεί, είναι ένα «επίτευγμα»…
Η τουρκική πλευρά κερδίζει διαρκώς έδαφος, ανεβάζει διαρκώς τον πήχη των διεκδικήσεών της, προσαρμόζεται στις καταστάσεις (αλλαγές στις ΗΠΑ, διάσπαση και μπάχαλο στην Ε.Ε., προώθηση συνεργασίας με Ρωσία), και προωθεί το στρατηγικό της σχέδιο να καταστεί η Τουρκία παγκόσμια δύναμη. Ναι, παγκόσμια. Για όποιον δεν το έχει καταλάβει, δεν πειράζει που δεν ρωτήθηκε… Τώρα θέλει να εξασφαλίσει την τελωνειακή ένωση με την Ε.Ε. και την ανάλογη χρηματοδότηση, αφού απέφυγε τις κυρώσεις με την συνδρομή της Γερμανίας. Διαλύει την Κυπριακή Δημοκρατία αργά αλλά σταθερά, όπως ο βόας καταπίνει ένα μεγάλο θήραμα, και δοκιμάζει τις αντιδράσεις στέλνοντας το «Τσεσμέ» (του πολεμικού ναυτικού) στα ελληνικά νερά του Αιγαίου. Το Καστελλόριζο το έχει σχεδόν εξουδετερώσει. Διεκδικεί επισήμως 158 νησιά και βραχονησίδες, αμφισβητεί την κυριαρχία της Ελλάδας σε πολλά σημεία, και δηλώνει προς πάσα κατεύθυνση ότι δεν αποδέχεται την συνθήκη της Λωζάνης. Μιλάει για «τρέλα» των Τούρκων που θα την νοιώσουμε, μετρά πόσες φορές πήγαν Έλληνες επίσημοι σε ελληνικά νησιά κοντινά προς την Τουρκία, που τα θεωρεί δικά της. Χρησιμοποιεί μια ανοικτά πολεμική γλώσσα.
Στο εσωτερικό της χώρας είναι υποβαθμισμένο επικοινωνιακά το ζήτημα, δεν λέγεται η αλήθεια στον λαό για τον κίνδυνο που υπάρχει, και δεν γίνεται τίποτα σημαντικό για την αποτροπή των απειλών (βέβαια αυτά για μερικούς κοσμοπολίτες μυρίζουν εθνικισμό…).
Ελίτ και «εχθρός λαός»
Βοηθά η πανδημία στη συγκάλυψη αυτών των γεωπολιτικών εξελίξεων; Φυσικά, είναι βολική από κάθε άποψη. Η Βουλή ψηφίζει νόμους που κάτω από άλλες συνθήκες θα συναντούσαν μεγάλη αντίδραση, το Σύνταγμα έχει καταπατηθεί, οι ελευθερίες το ίδιο. Το λοκντάουν έχει φρονηματιστικό χαρακτήρα, και δεν έγινε τίποτα για τη βελτίωση των υποδομών για την υγεία. Στήνεται ένα αντιδημοκρατικό πλέγμα με τον πολίτη φοβισμένο και κλεισμένο στο σπίτι του. Δεν είναι επιλογή του καναπέ, είναι αναγκαστικός κατ’ οίκον περιορισμός. Λίγο έως πολύ χούντα. Εκτοπισμένοι και εξορισμένοι στο σπίτι μας, με άδεια μετακίνησης, και απαγόρευση κυκλοφορίας από τις 9 το βράδυ – ή από τις 6 το Σαββατοκύριακο.
Οι ελίτ δεν κάνουν τη σύνδεση: ενισχύει ή αποδιοργανώνει τη χώρα σε όλους τους τομείς (οικονομία, παιδεία, υγεία, πολιτισμός) η πανδημία; Μάλλον εντείνει τη διάλυση. Το ξέρουν οι ελίτ; Ναι, και αδιαφορούν. Γιατί; Το εξηγήσαμε στην αρχή. Οι ελίτ τοποθετούνται απέναντι στον λαό. Τον θεωρούν παράγοντα ανωμαλίας. Είναι ο «εχθρός λαός», τον εχθρεύονται και τον καταφρονούν. Το έδειξε κάποιος κύριος ονόματι Μηταράκης στον Έβρο όταν, μπροστά στις διαμαρτυρίες, απείλησε με ύφος ότι θα φέρει κι άλλες 10.000 πρόσφυγες!
Στη γεωπολιτική σκακιέρα προσμετρούνται πολλά στοιχεία (μέγεθος, οικονομία, στρατιωτική ισχύς, θέση στον χάρτη και άλλα). Μετριέται επίσης η συνοχή μιας χώρας, η αποφασιστικότητα, η στρατηγική της, οι συμμαχίες της.
Στην περίπτωση όσων θα ήθελαν μια άλλη πορεία του τόπου, μια οικονομική-πολιτική-κοινωνική διέξοδο, τι έπρεπε να μετράει, και πώς; Τι θα σήμαινε το «πολεμάμε με ό,τι έχουμε και ανοίγουμε έναν δρόμο διεξόδου»; Έχει νόημα η αναφορά σε έναν δρόμο διεξόδου της χώρας; Κι αν ναι, ποιες οι βασικές δυνάμεις που μπορούν να τον διατρέξουν, και τι από το παλιό μπορεί να χρησιμοποιηθεί; Είναι η αδιαφορία για τέτοια ερωτήματα (άρα και για την αναζήτηση απαντήσεων) που οδηγεί στην αποδοχή της «μοίρας»…