Γράφει η Τερψιχόρη Δέλτα
«Αυτές τις άγριες ημέρες έδεσα τις παλιές πληγές μου
Έριξα όλες μου τις σφαίρες στους πιο καλούς πολεμιστές μου
Για μένα δεν υπάρχει νίκη, μόνο ένας φίλος μου χαμένος
τώρα για πάντα ευτυχισμένος σε μια γωνιά στη Σαλονίκη»
(Ξύλινα σπαθιά, 1997)
Ταχύτητα. Αδρεναλίνη. Οργή. Ροκ. Άγριος ρομαντισμός. Περίοδοι που πήραν ονόματα χαμένων αδερφών, φίλων ή παθιασμένων εραστών. Δεν θρήνησες ποτέ αρκετά, η εφηβεία κατάφερε να σε κάνει να ξεχαστείς μετά από καιρό. Ωστόσο, πάντα υπάρχει στο πίσω μέρος του μυαλού σου, πέρα από τις μουσικές, τις παρέες και τις κρύες μπύρες, ένα ανοιξιάτικο μεσημέρι στην πλατεία, μια θολή εικόνα. Ρόδες γυρνούν. Πρώτη ταχύτητα. Δεύτερη. Τρίτη… Τα μοιρολόγια δε βοηθούν. Η λήθη, όμως, σκοτώνει.
Με το δερμάτινο μπουφάν και τα κομμένα στα ακροδάχτυλα γάντια, νιώθει τη βία του αέρα της λεωφόρου να τον χαστουκίζει. Στα αφτιά του δυνατά μια έκρυθμη, οργισμένη μουσική, και πιο πίσω ο όμορφος ζωώδης βρυχηθμός της μηχανής.
Το μυαλό του τρέχει κι αυτό με διακόσια πάνω στην άσφαλτο. Η μάνα του χρωστά το ρεύμα. Και δάνεια. Πολλά δάνεια. Έκλαιγε κρυφά. Χρήματα. Εκείνος τραμπούκισε το αφεντικό του, ήταν απλήρωτος και τώρα πια άνεργος. Χρήματα… Το δικαστήριό του εκκρεμεί. Εμπρηστικός μηχανισμός… Κοριτσίστικα, μακριά, μαύρα μαλλιά τον χάιδευαν στο πρόσωπο πριν από λίγη ώρα… μα τώρα… Ήρθε και αυτό το αναθεματισμένο χαρτί. Πάλι τα ίδια. Αυτός με χακί και ένα Μ16. Χαμογελά πικρά μόνος του. Ήθελε να φανεί χρήσιμος στην πατρίδα μόνο καίγοντάς την.
Σινιάλο αστυνομικό. Δύο «άδεια» άσπρα κράνη. Καταδίωξη. Ανεβάζει ταχύτητα. Οι ελιγμοί του ανάμεσα στα αυτοκίνητα τον κάνουν να νιώθει σαν εκείνον το κλόουν με το μονότροχο ποδήλατο πάνω σε σχοινί. Όμως δε νιώθει ίχνος φόβου. Από τα δεξιά του μοσχοβολά η θάλασσα. Και η νύχτα είναι όμορφη. Ζεστή και σκοτεινή, με τα φώτα του δρόμου να φωτίζουν τα ανήσυχα μάτια του.
Οδηγεί με τα ίδια κότσια που οδηγούσε το ποδήλατό του στη γειτονιά πριν από χρόνια. Τότε που έκλεβε σοκολάτες ακόμα από τον περιπτερά και ζωγράφιζε μοτοσικλέτες-τέρατα με δόντια αιματοβαμμένα και κέρατα, πάνω στο θρανίο.
Οι ένστολοι οδηγοί μένουν πίσω. Πονηρό χαμόγελο, γυρνά το κεφάλι πίσω, να τους δει και να πανηγυρίσει… ή νικάς ή ηττάσαι. Πάντα.