Της Μαρίας Πετρίτση. Εκείνο το καλοκαίρι την έβλεπα κάθε μεσημέρι να περνά μπροστά από το γαλακτοπωλείο του πατέρα μου όπου δούλευα για λίγο χαρτζιλίκι.

Πάνε κάμποσα χρόνια από αυτή την εποχή, δεκαετία του ’70 ήτανε, κάπου στη μέση. Εικοσάρης εγώ, λίγο μεγαλύτερη υπολόγιζα εκείνη. Στο ράδιο έπαιζε Πάριο, Κουμιώτη και Καλατζή, τα ίδια και τα ίδια. Από τα ανοιχτά παράθυρα μοσχομύριζαν τα μακαρόνια με κιμά, τα ψάρια και τα γεμιστά της γειτονιάς. Το ουζερί απέναντι γεμάτο. Περνούσε πάντα κατά τις δώδεκα από το δικό μας το στενό, ποτέ δεν έμαθα για πού κινούσε. Μπορεί να ήταν τουρίστρια, μπορεί και κάτι άλλο.
Κοκκινομάλλα, χαμηλοβλεπούσα και τσουπωτή. Σαν ώριμο τσαμπί σταφύλι. Ήμουν μικρός μα ήξερα πως ο συνδυασμός αυτός σκοτώνει κι ελέφαντα, και ανασταίνει και πεθαμένο. Ευχαριστιόταν το ενδιαφέρον μου χωρίς να συμμετέχει. Τότε τα πράγματα συνέβαιναν αλλιώς, δεν ήταν όπως σήμερα που υπάρχουν ευκολίες.
Περνούσε και κοίταζε τα γλυκά, κοντοστεκόταν στην βιτρίνα με τα ψιλικά και χάζευε δήθεν τις κλωστές, τα καπέλα και τα χρωματιστά μαγιό, έβγαζε ένα χαλικάκι από το παπούτσι της και τέτοια. Εγώ όμως ήξερα πως το βλέμμα της ήταν στραμμένο απ’ την ανάποδη σε μένα.
Μου άρεσε που έκανε την αδιάφορη, με ξεσήκωνε η τσαχπινιά της. Μια μέρα τόλμησα να της προτείνω ένα κέρασμα. Στη γυάλα έτριζε το κερασάκι με το σιρόπι του, στη βιτρίνα του μαγαζιού άχνιζαν γαλατόπιτες, μπουγάτσες και κρέμες με κανέλλα. Λίγο πιο κει έλιωνε γλυκά το βούτυρο και ίδρωνε το γάλα στα μουκάλια. Όλα τα θυμάμαι, σαν να ήταν χτες. Στιγμή δεν έχω ξεχάσει.
«Έλα να σε κεράσω ένα γλυκόλογο του κουταλιού», της είπα κάποια φορά και περίμενα να γελάσει με το άδοξο αστείο.
«Θα πιω μονάχα ένα ποτήρι νερό», απάντησε και κοντοστάθηκε δίπλα στο τραπεζάκι μου φουσκωμένη.
Ήταν η πρώτη φορά που άκουγα τον ήχο της φωνής της, και αναστατώθηκα. Η μέσα κάψα χειρότερη απ’ την απέξω. Πανικός. Τσακίστηκα να της φέρω το παγωμένο νερό, μαζί με μια μεγάλη κουταλιά βανίλια τριαντάφυλλο στον πάτο. Το ήπιε μονορούφι και δάγκωσε μια μικρούτσικη άκρη από τη βανίλια της. Ίσα να την αγγίξει με τα ρυζένια της δοντάκια. Ο λαιμός της σπαρτάρισε από ανακούφιση μετά, και τι δε θα ’δινα να μύριζα μία της ανάσα.
Έκανε καύσωνα, ο λίβας βασάνιζε ζώα και σπαρτά, στραφτάλιζε ο δρόμος κάτω απ’ τον ήλιο. Το νησί έμοιαζε με βάρκα, ο ουρανός πλατύς, η μέρα φρέσκια. Σαν εκείνη. Κάτι μπουγαδόνερα κύλησαν τότε στα πόδια μας γεμάτα αφρούς και σκόνες από το διπλανό μαγαζί που κάνανε φασίνα. Αναπηδήσαμε. Έσκυψα το κεφάλι καταγής και είδα πως μια φουσκάλα της πλήγωνε το δάχτυλο, εκεί που τα απόνερα της έβρεχαν το σανδάλι. Μου’ ρθε να σκύψω να την ασπαστώ μα δεν το αποτόλμησα, από δειλία. Άφησε το ποτήρι στο τραπέζι μου και έγνεψε ένα ευχαριστώ. Έπειτα μου χαμογέλασε σαν μήνας Ιούνιος που αποχωρεί γλυκά και συνέχισε το δρόμο της ανάλαφρη και ξεδιψασμένη. Ξωπίσω της φουρφούρισε ένα αεράκι άτακτο, σαν μουρμουρητό μικρού παιδιού κρυμμένο πίσω από τις κλάρες της μακριάς της φούστας.
Τότε ένιωσα να δροσίζομαι σα να με είχαν καταβρέξει με έναν κουβά παγάκια από θαλασσινό νερό, από αυτά που τσούζουν. Το κορμί της έκανε γύρω μου το λίβα να σπαρταρά σαν λαβωμένη καλιακούδα που ψυχορραγεί στην άκρη της πεδιάδας. Ήταν ένα ολόδροσο, πυροσβεστικό σώμα που δεν κατόρθωσα να λησμονήσω, κι ας μην την ξανάδα ποτέ μετά από εκείνο το διψασμένο καλοκαίρι.
Μετά από χρόνια παντρεύτηκα, το γαλατάδικο έγινε δικό μου, ο πατέρας μου αναπαύτηκε και στο ταμείο έχω υπάλληλο, καμιά σχέση με τότε. Άλλαξε η βιτρίνα του μαγαζιού, εκσυγχρονίστηκαν και τα γλυκά μας. Τώρα ειδικεύομαστε στο ιταλικό παγωτό και οι πωλήσεις έχουν ανέβει. Εκείνη δεν ξαναφάνηκε ποτέ της στο νησί, οι τουρίστες που μας επισκέπτονται είναι επί το πλείστον ξένοι. Ούτε που το κατάλαβα πώς πήρα πάλι στα καλά καθούμενα νυχτιάτικα να την ξαναθυμάμαι, ξαφνικά.
Μπορεί να φταίει ο λίβας του καλοκαιριού, μπορεί και να την είχα αγαπήσει.

*Η Μαρία Πετρίτση είναι συγγραφέας

 

Σχόλια

Σου άρεσε αυτό το άρθρο; Ενίσχυσε οικονομικά την προσπάθειά μας!