Συντονισμένη απαξίωση της κυβερνητικής αισιοδοξίας για συμφωνία, με στόχο να αποσπάσουν τις μέγιστες υποχωρήσεις – Η Δρέσδη, το G7 και τα διλήμματα του Grexit

Του Γιάννη Κιμπουρόπουλου

 

Δεν ξέρω πόσοι και πόσο έχετε σε εκτίμηση των νομπελίστα Πολ Κρούγκμαν. Προσωπικώς δεν κρέμομαι από τα γραπτά και τα λόγια του. Κυρίως για την ευκολία με την οποία προσαρμόζει τις απόψεις του στο κοινό που απευθύνεται. Αυτό λέγεται και τυχοδιωκτισμός. Προ μηνός, μιλώντας στο κατάμεστο Μέγαρο Μουσικής στην Αθήνα, περιέγραψε το ενδεχόμενο μιας εξόδου της Ελλάδας από την Ευρωζώνη ως σενάριο ολοσχερούς καταστροφής. Πριν από λίγες ημέρες, όμως, διατύπωσε μια πολύ ενδιαφέρουσα υπόθεση σε άρθρο του στους New York Times: «Το μεγαλύτερο ερώτημα είναι τι θα συμβεί ένα ή δύο χρόνια μετά το Grexit, όπου ο πραγματικός κίνδυνος για το ευρώ δεν είναι ότι η Ελλάδα θα αποτύχει, αλλά ότι θα πετύχει», λέει ο Κρούγκμαν και καταλήγει με το ερώτημα: «Σκεφτείτε το, Θεσμοί- IFKAΤ (σ.σ. Institutions Former Known As Troika): Είστε πραγματικά βέβαιοι ότι θέλετε να ξεκινήσετε να πηγαίνετε προς αυτή την κατεύθυνση;».

 

Ευρώ = μνημόνιο

Ώστε, υπάρχει και σενάριο επιτυχούς έκβασης ενός Grexit; Η αλήθεια είναι ότι αυτό υποστήριζε ο Κρούγκμαν σχεδόν από την αρχή της ελληνικής κρίσης. Επαναλαμβάνοντάς το, όμως, τώρα και ενώ κορυφώνεται η διαπραγμάτευση σε κλίμα πιέσεων και απαξίωσης της ελληνικής πλευράς από τους δανειστές, καρφώνει εμμέσως την πραγματική τους επιδίωξη: Η πρώην τρόικα (IFKAT, κατά το ειρωνικό ακρωνύμιο που επινόησε) θέλει με ένα σμπάρο πολλά τρυγόνια. Και να αποκλείσει το Grexit, και να οδηγήσει σε συμβιβασμό την κυβέρνηση, και να επιταχύνει μέσω αυτού την πολιτική της φθορά και την πανευρωπαϊκή απαξίωση του εναλλακτικού πολιτικού παραδείγματος.

Εμμέσως πλην σαφώς, ο Σόιμπλε επιβεβαίωσε αυτή τη στόχευση στη συνέντευξη-συζήτηση με τον Aμερικανό οικονομολόγο Κένεθ Ρόγκοφ στην εφημερίδα Die Zeit: «Η νέα κυβέρνηση λέει: “Θέλουμε να κρατήσουμε το ευρώ, αλλά δεν θέλουμε πια το πρόγραμμα”. Αυτά τα δύο δεν πάνε μαζί», είπε ο Γερμανός υπουργός Οικονομικών, απαντώντας στη θέση του Ρόγκοφ υπέρ ενός νέου κουρέματος του ελληνικού χρέους. Για την ιστορία, ο Ρόγκοφ είναι ο οικονομολόγος στη μελέτη του οποίου βασίστηκε το ΔΝΤ για να υπολογίσει την επίπτωση της λιτότητας στην ύφεση. Ως γνωστόν, η υπόθεση κατέληξε στο φιάσκο των «λάθος» πολλαπλασιαστών, που διέσυρε παγκοσμίως τη φήμη του ΔΝΤ. Αυτός είναι και ένας επιπλέον λόγος που το ΔΝΤ, ενώ είναι υπέρ της συνέχισης της λιτότητας και της μείωσης μισθών και συντάξεων, ταυτόχρονα ζητεί νέα ελάφρυνση του χρέους.

 

Διάψευση αισιοδοξίας

Αυτές οι αντιφάσεις και αποκλίσεις μεταξύ των δανειστών περνούν σε αυτή τη φάση σε δεύτερη μοίρα. Γιατί αυτό που κυριαρχεί τα τελευταία εικοσιτετράωρα είναι η κραυγαλέα αντίφαση ανάμεσα στην αισιοδοξία της κυβέρνησης για κατάληξη σε συμφωνία και η ομόθυμη διάψευση αυτής της αισιοδοξίας από τους δανειστές. Ας δούμε τι είπαν και τι έκαναν ένας προς έναν:

  • Η ΕΚΤ δεν αύξησε το όριο του ELA, έστω κι αν δεν είχε διατυπωθεί το σχετικό τυπικό αίτημα της Τράπεζας της Ελλάδος. Είχε, όμως, προηγηθεί η απόφαση της προηγούμενης εβδομάδας για αύξηση κατά μόλις 200 εκατ. ευρώ. Πιο σημαντική είναι η εξαμηνιαία έκθεση της ΕΚΤ που εμφανίζει την Ελλάδα πιο κοντά στον κίνδυνο χρεοκοπίας και, κυρίως, σε συνθήκες απόλυτης πιστωτικής απομόνωσης σε σχέση με όλες τις άλλες χώρες του ευρώ, που όλες εμφανίζουν και αύξηση του ρυθμού καταθέσεων και σημαντική μείωση των επιτοκίων δανεισμού.
  • Το ΔΝΤ εμφανίζεται σκληρότερο από όλους. Η αξιολόγηση πρέπει να είναι ολοκληρωμένη και συνολική, είπε ο εκπρόσωπός του, υπονοώντας ότι το Ταμείο θέλει εδώ και τώρα παραχωρήσεις στα εργασιακά και στο ασφαλιστικό από την κυβέρνηση, που είναι τα σημεία στα οποία εστιάζει το ενδιαφέρον του. Πιο κυνική η Κριστίν Λαγκάρντ, δήλωσε ότι από τη μέχρι στιγμής διαπραγμάτευση δεν έχει προκύψει κανένα ουσιαστικό αποτέλεσμα, ενώ ειρωνεύτηκε ότι έχει καλό προαίσθημα ότι το Ταμείο θα πληρωθεί τις δόσεις του. Χαρακτήρισε πιθανό ένα Grexit και εκτίμησε ότι, παρά τα προβλήματα που θα προκαλούσε, δεν θα έφερνε το τέλος του ευρώ.
  • Σταθερή στη διάψευση της κυβερνητικής αισιοδοξίας για προσέγγιση σε συμφωνία είναι η Κομισιόν. Με αλλεπάλληλες δηλώσεις του ο αντιπρόεδρός της, Β. Ντομπρόβσκις, αναγνωρίζει πρόοδο, αλλά επαναλαμβάνει ότι υπάρχει πολύς δρόμος να διανυθεί. Αυτή η τοποθέτηση έχει τη σημασία της, αφού έχει προηγηθεί το non paper της κυβέρνησης που περιγράφει τα βασικά σημεία της «υπό συγγραφή» συμφωνίας και τις επιδιωκόμενες διατυπώσεις τους. Η Κομισιόν συμπεριφέρεται σαν να μην την αποδέχεται ούτε ως βάση συζήτησης.

Από πού αντλεί, λοιπόν, η κυβέρνηση την αισιοδοξία για συμφωνία μέχρι την Κυριακή; Ο επικεφαλής της ελληνικής διαπραγματευτικής ομάδας, αναπληρωτής υπουργός Διεθνών Οικονομικών Σχέσεων Ευκλείδης Τσακαλώτος, σε συνέντευξή του στον Guardian, υποβάθμισε τη διαπραγμάτευση σε επίπεδο Brussels Group και υποστήριξε ότι η τελική συμφωνία μπορεί να υπάρξει μόνο στο υψηλότερο πολιτικό επίπεδο. Πράγμα που σημαίνει ότι ούτε το επίπεδο του Eurogroup θεωρείται επαρκές. Άρα πού; Σε επίπεδο Συνόδου Κορυφής; Αυτό είναι καινούργιο στοιχείο, ωστόσο είναι αλήθεια ότι ούτε το Brussels Group ούτε το Eurogroup είναι επιφορτισμένα για μια απόφαση στο θέμα του χρέους, που έχει εκ των πραγμάτων μπει στο τραπέζι.

 

Η «Διεθνής» της Δρέσδης

Ένα de facto πολιτικό forum στο οποίο θα απασχολήσει το ελληνικό ζήτημα, αλλά εντελώς απούσης της Ελλάδας, είναι η Σύνοδος των υπουργών Οικονομικών του G7 που πραγματοποιείται από χθες στη Δρέσδη, όπου σε μια εβδομάδα θα γίνει και η Σύνοδος Κορυφής της Ομάδας. Όλες οι δηλώσεις αξιωματούχων των 7 ισχυρότερων βιομηχανικών χωρών, προεξάρχοντος του Αμερικανού υπουργού Οικονομικών Τζακ Λιου, συγκλίνουν στο ότι το ελληνικό ζήτημα θα κυριαρχήσει, έστω και εκτός ατζέντας. Τι μπορούν ακριβώς να εισφέρουν οι 7 κεντρικοί τραπεζίτες, μαζί και η ΕΚΤ και το ΔΝΤ, και οι 7 υπουργοί οικονομικών; Μια αποσαφήνιση για το τι εξυπηρετεί καλύτερα το συλλογικό συμφέρον της καπιταλιστικής «Διεθνούς». Και σ’ αυτό το μέτωπο τα πράγματα δεν είναι καθόλου ρόδινα και ομόθυμα. Οι ΗΠΑ θέλουν μια απρόσκοπτη εξέλιξη της ποσοτικής χαλάρωσης της ΕΚΤ και ένα αρραγές αντιρωσικό μέτωπο. Η Βρετανία θέλει αλλαγή ευρωπαϊκών συνθηκών και των όρων παραμονής της στην Ε.Ε., κραδαίνοντας την απειλή του Brexit διά του δημοψηφίσματος. Η γερμανική ηγεσία είναι διχασμένη μπροστά στην πρόκληση για εμβάθυνση της νομισματικής ένωσης, κατά το σχέδιο Γιούνκερ-Σόιμπλε, που φτάνει μέχρι και στην απόκτηση ενιαίου Κοινοβουλίου. Η Ιταλία έχει κι αυτή τους λόγους της να ενθαρρύνει μια αναθεώρηση των ευρωπαϊκών συνθηκών, ιδιαίτερα στην επέκταση των εξουσιών της ΕΚΤ πέρα από τη νομισματική πολιτική, στο πνεύμα των προτάσεων που κατέθεσε προ ημερών στους θεσμούς της Ε.Ε. ο «τσουρουφλισμένος» εκλογικά Ραχόι. Και η Γαλλία μάλλον θα στηρίξει μια ιδέα που θα αντισταθμίζει κάπως τη γερμανική κυριαρχία. Καναδάς και Ιαπωνία, τέλος, παρακολουθούν εξ αποστάσεως το ευρωπαϊκό «καρδιογράφημα», αλλά δεν θέλουν με τίποτα ένα νέο κύκλο οικονομικής και -πολύ περισσότερο- θεσμικής κρίσης στην Ευρωζώνη.

Η Ελλάδα είναι για πολλοστή φορά κομμάτι αυτού του περίπλοκου παζλ. Στήνεται η εικόνα χωρίς αυτήν; Αυτό είναι το ερώτημα που θα απαντήσουν, μεταξύ άλλων, οι κορυφαίοι αξιωματούχοι της καπιταλιστικής Δύσης. Το αν θα μειωθούν ή όχι οι συντάξεις στην Ελλάδα είναι το τελευταίο που τους νοιάζει. Τους νοιάζει όμως η συνοχή του «σύμπαντός» τους. Το πολιτικό νεύμα που θα στείλουν σήμερα από τη Δρέσδη ίσως φωτίσει όσα θα γίνουν τα επόμενα 24ωρα στις Βρυξέλλες.

Σχόλια

Σου άρεσε αυτό το άρθρο; Ενίσχυσε οικονομικά την προσπάθειά μας!