Ξαναγυρίζουμε
Ξαναγυρίζουμε στην εποχή του χαλκού
και του λίθου.
Κυκλοφορούμε ανάμεσα στα τελευταία μαμμούθ,
με ξύλινα ρόπαλα και δέρματα ζώων,
κυνηγώντας το ρέννο και τον τάρανδο,
ανάβοντας δαδιά και λυχνάρια, για να φωτίσουμε
τις τρώγλες μας,
πασχίζοντας πάνω σε κέρατα και κόκαλα
να ιστορήσουμε τη ζωή μας.
Ξαναγυρίζουμε στην εποχή των παγετώνων,
στη μεγάλη αδράνεια.
Ο ήλιος δε μπορεί να λειώσει τους πάγους μας,
δε μπαίνει απ’ τα παράθυρά μας.
Ξάφνου, φουντώνει σα σβηστή φωτιά,
μας καίει τα βλέφαρα,
κι’ ώσπου να λάμψει,
βυθίζεται ξανά στο υπερπόντιο χάος.
Αποτραβιόμαστε στα σκοτεινά μας σπήλαια·
βουλιάζουμε στην προϊστορική νύχτα.
Ζώα θηριόμορφα, που μόλις σέρνονται στη γη
βγαίνοντας απ’ το τέλμα τους,
ιπτάμενα ερπετά,
υδρόβια σαρκοφάγα, πτεροδάκτυλα
μαρτυρούνε το πέρασμά μας.
Ξαναγυρίζουμε στην εποχή των θαλασσίων τεράτων.
Με τα δόντια
Σκοποί τελευταίο νούμερο,
ανάμεσα στους απογόνους των δεινοσαύρων.
Να κρατήσουμε πρέπει μ’ έναν κόκκο σινάπεως.
Ολιγόπιστοι, μα όχι άπιστοι.
Με τα δόντια πρέπει να κρατήσουμε,
δεκατιζόμενοι.
Ο κόσμος μας ετοιμοθάνατος,
κι ο καιρός μας ένας μεθυσμένος,
που προσπαθούμε να τον στηρίξουμε,
τρεκλίζοντας κι εμείς μαζί του.
Κνίσες και τελετουργικές θυσίες στο Μαμμωνά.
Μικροαστός στο τιμόνι κι η συντροφιά όλο χαμόγελα,
καταβροχθίζοντας εκεί τα σφάγια.
Σφίγγες ωραίες,
με μυστικά και δίχως μυστικά,
«ποπ» και «οπ»,
και τα πόδια τους γδύνουν τον αέρα.
Αυτή τη λίγη πίστη
με πόσο πείσμα την κρατώ.
Γιατί χανόμαστε αλλοιώς,
το καράβι κάνει νερά
και κατεβαίνουμε όλοι στον πάτο.