Ο Νεκρός

Η συλλογή και η λύπη της βραδιάς τον φέρνει
και η ανεμοριπή που πάει αλαφρωμένη.
Σκυμμένος κάθεται κι ουδέ παραπονιέται
κι ούτε θυμάται αν κάποιος τον αναζητούσε.

Δεν έχει τίποτα του ονείρου κι όλος όνειρο είναι
κι από τη μοναξιά μας τίποτα δε λέει να πάρει.
Πράσινο φύλλο αν θα του απλώσεις, το κρατάει για λίγο
κ’ έπειτα, αχνογελώντας, τ’ ακουμπάει στην άκρη.

Όσο μένει κοντά μας, κρύφιο δεν υπάρχει
να μην το νοεί, ούτε σκέψη να τον βασανίζει.
Έρχεται μόνο να μας πει, με τη σιωπή του,
πως όλα τα κατέχει, κι όλα είναι δικά μας.

Στη δύσκολη ώρα, ανασηκώνοντας τα μάτια,
μας κοιτάει και θαρρείς πως λείπαμε από χρόνια.
Φέγγει σαν γέλιο – ώρα πια δεν απαντέχει
παρά τη μουσική που μας τον ξαναπαίρνει
διαβαίνοντας βαθιά μας σαν γαλήνιο κύμα –
θερμό, σαν σφίξιμο χεριού σαν μιαν υπόσχεση.

Αδελφή

Δεν περπατά, μετεωρίζεται. Με των αγγέλων το ντύμα,
άγγελος θάτανε αν οι άγγελοι τον πόνο αγγίζανε,
απ’ τον δικό τους πόνο ένα χαμόγελο αποσπώντας.
Τρυφερή πιο πολύ απ’ τη μουσική, σαν μουσική μιλά
λάμποντας ξαφνικά μες σε μακριά
πληκτικά διαστήματα. Όπως φεύγει,
περνά από τις σελίδες του βιβλίου μας σβήνοντάς τις.
Πιο βέβαιη για τη δύναμή της όταν μας προσφέρει
στο κουτάλι τον ύπνο. Σιωπηλά αποσύρεται
στη λευκή σκιά, κι όλη τη νύχτα παρακολουθεί,
με μια έγνοια σοβαρή, την περιπλάνησή μας.

Εκείνη με τον ουρανό

Για κάτι ελάχιστο βούρκωνε:
στο απορημένο βλέμμα ενός σκυλιού,
στην πρώτη προσελήνωση του ανθρώπου
– τότε που πέθανε οριστικά το φεγγάρι.

Είχε τη σπάνια έπαρση να μη μιλά
όταν πονούσε. Και θαρρώ πονούσε
κάθε φορά που απόστρεφε το βλέμμα,
να το ακουμπήσει σ’ ένα νιόβγαλτο φύτρο.

Θυμόταν μόνο για να συγχωρέσει.
Ονειρευόνταν μόνο για να δώσει ελπίδα.
Ποτέ δε ζήτησε να πάρει άλλο απ’ το φορτίο
που ολοπρόθυμα παίρνει η σταυρωμένη αγάπη.

Ανάμεσα σε ονόματα ηχηρά
–ποιητές, δημοκράτες, ήρωες πετυχημένους–
διάβηκε ανώνυμη. Κι όπως αθόρυβα περνούν
όσοι τιμούν αληθινά το ανθρώπινο γένος.

Σχόλια

Σου άρεσε αυτό το άρθρο; Ενίσχυσε οικονομικά την προσπάθειά μας!