Διαβάστε: Μέρος Α’Μέρος Β’Μέρος Γ’, Μέρος Δ’

Για να καταλάβουμε τη μουσική δραστηριότητα, το είδος της και τον τρόπο γέννησης και λειτουργίας της, πρέπει να ξέρουμε σε κάθε εποχή τι συμβαίνει στο κοινωνικό σώμα μέσα στο οποίο ζυμώνεται και παράγεται η μουσική, μέσα στο κοινωνικό σώμα με το οποίο αυτή η μουσική συνδέεται αναπόσπαστα και το οποίο εκφράζει. Δηλαδή τι κινεί τα νήματα, τι προκαλεί τις χημικές ενώσεις. Αν δεν γνωρίζουμε ποιες ήταν οι συνθήκες, οι όροι και το πλαίσιο κίνησης και διαβίωσης των ελληνικών πληθυσμών, δεν μπορούμε να εξηγήσουμε σε ποιο περιβάλλον συμβαίνουν όλα αυτά τα θαυμαστά με την ελληνική μουσική και το τραγούδι που είναι συστατικό στοιχείο της ύπαρξής μας.

Καθολική κρίση

Στην περίοδο γύρω από το 1922, δεν είναι μόνο ο πόλεμος και η προσφυγιά. Ένας άλλος παράγοντας πολύ σημαντικός είναι η μετανάστευση που συνδέεται με την οικονομική κατάσταση των λαϊκών στρωμάτων. Ακτήμονες, άνεργοι, ξεχασμένοι, καταχρεωμένοι, χωρίς υποδομές και προοπτικές, υπηρέτες και στρατιώτες, απόκληροι, εξοστρακίζονται από την πατρίδα τους.

Κατά την περίοδο γύρω στο 1900, εκδηλώνεται το πολύ μεγάλο μεταναστευτικό ρεύμα που προστίθεται στη συνεχή διαρροή που υφίσταται το κράτος από την ίδρυσή του. Συγκεκριμένα, καταγράφεται η απώλεια περίπου 400.000 Ελλήνων που κατευθύνονται κυρίως προς τις ΗΠΑ, διαρροή που περιορίζεται μετά τον αμερικάνικο νόμο για τις ποσοστώσεις. Έχουν προηγηθεί δύο μεγάλα γεγονότα στην Ελλάδα που έδειξαν το πραγματικό μέγεθος της κρίσης που διέρχεται η χώρα. Το πρώτο είναι η επίσημη κήρυξη της πτώχευσης του κράτους από τον Χαρίλαο Τρικούπη, ένα πρωθυπουργό που θεωρείται ως ένας από τους δύο καλύτερους στη διαδρομή των πρώτων εκατό χρόνων του ελληνικού κράτους. Το δεύτερο είναι ο πόλεμος του 1897 που κατέληξε σε φιάσκο, αναγκάζοντας την χρεοκοπημένη Ελλάδα όχι μόνο να υποστεί άλλη μία ταπείνωση και να πληρώσει αποζημίωση στην Οθωμανική Αυτοκρατορία, αλλά και να εκχωρήσει στους δανειστές της όλους τους εθνικούς πόρους, σφίγγοντας περισσότερο τα λουριά για τα λαϊκά στρώματα που ήταν ήδη σε κακή οικονομική κατάσταση!

Αλλά και με τον έτερο «καλύτερο» πρωθυπουργό, τον Ελευθέριο Βενιζέλο, παρ’ όλο το «πρωτοφανές σε έκταση» νομοθετικό του έργο, όπως επισημαίνει ο Κωνσταντίνος Τσουκαλάς («Η Ελληνική Τραγωδία», εκδ. Νέα Σύνορα, 1981), η καθυστέρηση του αναδασμού της γης υπό την πίεση των γαιοκτημόνων και η  διστακτικότητα στην εφαρμογή των μεταρρυθμίσεων, παρέτειναν τη φτώχεια και διόγκωσαν τη δυσαρέσκεια του αγροτικού κόσμου.

Έτσι, η μετανάστευση είναι μονόδρομος για τα λαϊκά στρώματα. Κι ενώ παραδοσιακά, τόσο από τις περιοχές των Ελλήνων που είχαν ενταχθεί στο ελληνικό κράτος, όπως τα Επτάνησα, όσο κι απ’ αυτές που επρόκειτο να ενταχθούν, όπως π.χ. η Ήπειρος, κατευθυνόταν προς τα μεγάλα κέντρα της ευρύτερης περιοχής, με κορυφαίες πόλεις υποδοχής την Κωνσταντινούπολη, τη Σμύρνη και την Αλεξάνδρεια, και συμπληρωματικά άλλες πόλεις στα Βαλκάνια, τη Μαύρη Θάλασσα και την Ευρώπη, έγινε και η Αμερική βασικός προορισμός.

Οι γνωστοί ως Βαλκανικοί Πόλεμοι, το 1912-13, είχαν τεράστιο οικονομικό κόστος και η εδαφική επέκταση του ελληνικού κράτους όχι μόνο δεν βελτίωσε το επίπεδο διαβίωσης των λαϊκών στρωμάτων, αλλά πρόσθεσε κι άλλα προβλήματα, όπως την αυξημένη εχθρότητα με τους Βούλγαρους, την μειοψηφική παρουσία των Ελλήνων στα νεοαποκτηθέντα εδάφη, την στρατιωτικοποίηση της πολιτικής και κοινωνικής ζωής και την δραματική αλλαγή του κλίματος στην οθωμανική πλευρά όπου ζούσε ένα πάρα πολύ μεγάλο μέρος του Ελληνισμού. Και σαν να μην έφταναν όλα αυτά τα δισεπίλυτα προβλήματα, η κρίση στο πολιτικό σύστημα επιδεινώνεται ραγδαία.

Αφενός με τις ξένες επεμβάσεις που είχαν να πάρουν τέτοια ακραία μορφή, άμεσης στρατιωτικής επέμβασης, από την εποχή του αποκλεισμού της Ελλάδας, λόγω της μη συμμετοχής της στο πλευρό των Αγγλογάλλων στον Κριμαϊκό Πόλεμο (1853-1856), και αφετέρου με τον Εθνικού Διχασμό, δηλαδή το χωρισμό του πολιτικού κόσμου, του στρατού, του λαού και του εδάφους σε δύο ξεχωριστά αντίπαλα στρατόπεδα-επικράτειες.

Γιώργος Κατσαρός και Μαρίκα Παπαγκίκα (εικονογράφηση του Γιώργου Γούση από τη σειρά «Τα Ρεμπέτικα» που επιμελήθηκε ο Παναγιώτης Κουνάδης)

Διαφυγή

Η δυνατότητα διαφυγής στην Αμερική, ή την Αυστραλία και τον Καναδά, παρ’ όλο που δεν αποτελεί καθόλου εύκολο εγχείρημα με δεδομένο ότι οι άνθρωποι που έχουν τη μεγαλύτερη ανάγκη διάσωσης είναι αγρότες και εργάτες, προσφέρει μια πρώτης τάξεως ευκαιρία για να αλλάξουν ζωή οι φτωχότεροι, στην πλειονότητά τους απλοί άνθρωποι που δεν μπορούν να διαβάσουν και να γράψουν όχι μόνο αγγλικά, αλλά ούτε ελληνικά. Δηλαδή, η μετανάστευση στο εξωτερικό και περισσότερο σε χώρες που είναι στην άλλη άκρη του κόσμου, όπως η ΗΠΑ και η Αυστραλία, αποτελεί μια ιδιαίτερα βεβαρημένη δοκιμασία που είναι δύσκολο να την αντιληφθεί ο σημερινός πολίτης που και γλώσσες μπορεί να μάθει, και πληροφορίες για τους προορισμούς έχει και άφθονα μέσα για την εύκολη και γρήγορη μετακίνησή του. Μετανάστευση στην Αμερική το 1900, σημαίνει ότι ο Έλληνας αφήνει -το πιθανότερο για πάντα ή για πάρα πολύ μεγάλο χρονικό διάστημα- τον τόπο του, τους γονείς του, τα αδέλφια, τους συγγενείς και τους φίλους του. Και συλλογικά σημαίνει, όταν η μετανάστευση είναι μαζικό φαινόμενο, ότι αλλάζει η σύσταση της κοινότητας από την οποία αποχωρούν πολλά μέλη της, και ιδίως οι νέοι. Δεν λείπουν μόνο τα εργατικά χέρια, που είναι καθοριστικά σε οικονομίες χειρονακτικές, λείπουν και οι «γαμπροί», επειδή οι αρσενικοί αποτελούν περίπου το 65% των μεταναστών. Δηλαδή, διαταράσσεται η ομαλή κοινωνική ζωή και η διαδικασία της αναπαραγωγής του πληθυσμού. Τα χωριά αποδυναμώνονται και εγκαταλείπονται, ενισχύοντας περαιτέρω το ρεύμα φυγής, το οποίο γρήγορα θα οδηγήσει και στην αύξηση της γυναικείας μετανάστευσης, δηλαδή φεύγουν και οι «νύφες», μειώνοντας ακόμα πιο δραστικά τα εργατικά χέρια, ενισχύοντας την υπογεννητικότητα και υπονομεύοντας τη φροντίδα των ηλικιωμένων. Όλη η ισορροπία της αγροτικής κοινότητας διαταράσσεται θανάσιμα. Γι’ αυτό παρατηρείται και η αύξηση της εσωτερικής μετανάστευσης, από τα χωριά στις πόλεις και κυρίως στην πρωτεύουσα, η οποία όμως δεν μπορεί να απορροφήσει όλη αυτή την προσφορά εργασίας με αποτέλεσμα να μεγαλώνουν οι παραγκουπόλεις από ντόπιους, πριν ακόμα καταφθάσουν οι πρόσφυγες του 1922. Έτσι, από τη μια ερημώνει η ύπαιθρος κι απ’ την άλλη φορτώνονται οι πόλεις με άνεργους.

Αφανισμός κοινοτήτων

Σε ορισμένες περιοχές, η μετανάστευση επέφερε πλήρη καταστροφή, μέχρι εξαφάνιση ολόκληρων τοπικών κοινοτήτων, με αρνητικές συνέπειες που σε ορισμένες περιπτώσεις αντί να εξομαλυνθούν σε βάθος χρόνου απέκτησαν ανυπολόγιστη σημασία και βαρύτητα. Ένα τέτοιο απόλυτης καταστροφής παράδειγμα πολύ αντιπροσωπευτικό, με την απόλυτα αρνητική έννοια, τότε και σήμερα, είναι το Καστελλόριζο!

Η αναφορά στην έκδοση της Βουλής των Ελλήνων «Οι Έλληνες στη Διασπορά – 15ος-21ος αι.» (2006) με επιμέλεια των Ι. Χασιώτη, Ο. Κατσιαρδή-Hering και Ε. Αμπατζή, είναι ανάγλυφη:

«Η μετανάστευση στην Αυστραλία, στο πρώτο μισό του 20ού αιώνα, προήλθε σε μεγάλο βαθμό από την περιοχή των Δωδεκανήσων, και κατευθύνθηκε κυρίως στη Δυτική Αυστραλία, το Περθ και το Φρίμαντλ. Το μεγαλύτερο μέρος των ελλήνων μεταναστών προήλθε από αλυσιδωτή μετανάστευση από το Καστελλόριζο. Αυτή η μικρή κουκίδα στο χάρτη είχε πληθυσμό, το 1910, σχεδόν 10.000 κατοίκων. Ένα νησί, ένας βράχος ουσιαστικά, μία πόλη. Σήμερα το Καστελλόριζο έχει 250 κατοίκους και οι δύο μεγάλες πόλεις της Δυτικής Αυστραλίας, Περθ και Φρίμαντλ, περίπου 10.000 Καστελλοριζιούς… Στο Περθ της Αυστραλίας, οι Καστελλοριζιοί έχτισαν το ναό των Αγίων Κωνσταντίνου και Ελένης, αντίστοιχο με εκείνον που είχαν στο νησί τους.»

Συγκλονιστικό; Ναι, συγκλονιστικό, γιατί εύκολα συμπεραίνει κανείς ότι αν το Καστελλόριζο είχε σήμερα 10.000 κατοίκους δεν θα αποτελούσε μια αχίλλειο πτέρνα της Ελλάδας στο νοτιοανατολικό Αιγαίο.

Όλα αυτά δεν είναι ούτε τυχαία ούτε μοιραία. Έχουν να κάνουν με τον τρόπο που έχουν δομήσει το νέο κράτος οι ξένοι που το κηδεμονεύουν με τα δάνεια, τα όπλα και τη συνδρομή των εύπορων οικογενειών που κερδοσκοπούν απομυζώντας τους πόρους του κράτους με εκτελεστικά όργανα το πολιτικό προσωπικό το οποίο είναι διαρθρωμένο ανάλογα με τις ομάδες συμφερόντων των ισχυρών ξένων και γηγενών που εκπροσωπεί. Η Εθνική Διχόνοια εξελίσσεται ανάμεσα σ’ αυτά τα μπλοκ συμφερόντων και όχι ανάμεσα σ’ αυτά και τα λαϊκά στρώματα, τα οποία σύρονται μέσα σ’ αυτό τον ανταγωνισμό χωρίς ποτέ να βρουν το δίκιο τους. Αντιθέτως, οι ηγετικές ομάδες τα παραπλανούν, τα χρησιμοποιούν και τα εκτονώνουν εμπλέκοντάς τα συνεχώς σε άκαρπες εσωτερικές αντιπαραθέσεις και σε πολέμους με πραγματικούς ή επινοημένους εχθρούς.

Γιώργος Κατσαρός και Μαρίκα Παπαγκίκα (εικονογράφηση του Γιώργου Γούση από τη σειρά «Τα Ρεμπέτικα» που επιμελήθηκε ο Παναγιώτης Κουνάδης)

Ακτήμονες και μουσικοί

Εντωμεταξύ, η αλλοπρόσαλλη εξωτερική πολιτική των ηγετικών ομάδων, στην προκειμένη περίπτωση βασικά μεταξύ βασιλικών και βενιζελικών που αντιμάχονται τον βασιλιά αλλά υπερασπίζονται τη βασιλεία, κλείνει τις πόρτες που έχει επιλέξει η κοινωνία για να ξεφύγει από τη μιζέρια. Είναι χαρακτηριστικό ότι με την έξαρση των εχθροπραξιών το 1912-13 περιορίζεται και γρήγορα σταματάει η έξοδος των Ελλαδιτών προς τις πλούσιες οθωμανικές πόλεις όπου ο Ελληνισμός μέχρι τότε πρωταγωνιστεί στο εμπόριο, τη ναυτιλία, τις τραπεζικές εργασίες, τον κατασκευαστικό τομέα, αλλά και στις τέχνες, τις επιστήμες και τα γράμματα με χιλιάδες σχολεία, θέατρα, σινεμά, λογοτεχνία, ιατρική και σε πολλά άλλα σημαντικά επαγγέλματα. Ένας Ελληνισμός που διαθέτει και πολύ πλούσια αγροτική ενδοχώρα σε όλη τη Μικρασία, κατά μήκος των ακτών της Μεσογείου, του Αιγαίου, της Προποντίδας και της Μαύρης Θάλασσας, καθώς και στα πιο ηπειρωτικά μέρη. Ξαφνικά, ο ελληνικός πληθυσμός της Πόλης και της Σμύρνης που, ενώ ήταν ήδη πολύ μεγάλος, έχει διπλασιαστεί μέσα σε λίγα χρόνια με πάρα πολλούς μετανάστες από την Ελλάδα, εισέρχεται σε περίοδο μεγάλης αβεβαιότητας και ανασφάλειας. Γι’ αυτό παρατηρείται και ένα φυγόκεντρο ρεύμα μετανάστευσης από την Ανατολή προς κάθε κατεύθυνση, από την Αίγυπτο μέχρι τη Ρωσία και ένα ρεύμα προς την Αμερική, πριν ακόμα ενταθεί με τις πολεμικές επιχειρήσεις που ξεκινούν το 1919 και κορυφωθεί με την καταστροφή του 1922.

Έτσι, από το 1900 τουλάχιστον μέχρι το 1922, εκατοντάδες χιλιάδες Έλληνες φεύγουν από τις εστίες τους και πολλοί φτάνουν στις ΗΠΑ όπου οι αγρότες και εργάτες, η μεγάλη πλειονότητα των μεταναστών, διοχετεύονται στις πιο σκληρές εργασίες, όπως είναι τα ορυχεία, η υλοτομία και η κατασκευή σιδηροδρομικών γραμμών μέσα σε τοπία ερημικά και δύσβατα. Παράλληλα, ένας πολύ αξιόλογος αριθμός μεταναστών από την Ελλάδα, την Πόλη και τη Σμύρνη, με περισσότερες επιλογές λόγω μορφωτικού επιπέδου, επαγγέλματος ή κάποιας ξεχωριστής δεξιότητας, όπως είναι οι έμποροι, αλλά και οι οργανοπαίχτες, μεταναστεύουν κι αυτοί προσδοκώντας μεγαλύτερες ευκαιρίες πλουτισμού. Όπως γράφει ο Ιωάννης Χασιώτης στην «Επισκόπηση της Ιστορίας της Ελληνικής Διασποράς» (εκδ. Βάνιας, 1993), στους 512.000 Έλληνες που πέρασαν τον Ατλαντικό μεταξύ 1880 και 1940, με ελληνική υπηκοότητα, πρέπει να προστεθούν και άλλοι περίπου 100.000 Έλληνες με άλλες υπηκοότητες από την Πόλη, τη Σμύρνη και άλλες περιοχές της Μικράς Ασίας, αλλά και των Βαλκανίων. Χωρίς να υπολογίζονται όσοι μπήκαν παράνομα στην Αμερική, των οποίων ο αριθμός δεν είναι καθόλου ευκαταφρόνητος. Και με τα στοιχεία που παραθέτουν οι γνωστοί ερευνητής του ρεμπέτικου Παναγιώτης Κουνάδης και Σπύρος Παπαϊωάννου («Εις Ανάμνησιν Στιγμών Ελκυστικών» τ. Α΄, εκδ. Κατάρτι, 2003), εντυπωσιακός σε ποσότητα και ποιότητα είναι και ο αριθμός των παραγόντων της μουσικής που κατέφυγαν εκείνη την περίοδο στην Αμερική.

Μουσικός οργασμός

Μία τέτοια περίπτωση είναι ο Τέτος Δημητριάδης που πραγματοποίησε ένα πελώριο άθλο. Ένας Κωνσταντινουπολίτης που μετανάστευσε στην Αμερική ενώ ο αδελφός του, ο Φωκίων, προτίμησε την Αθήνα όπου διέπρεψε ως δημοσιογράφος και σκιτσογράφος. Ο Τέτος εντόπισε, οργάνωσε, ηχογράφησε και έθεσε σε κυκλοφορία 350 τραγούδια όλων των ειδών. Και δεν ήταν ο μόνος που πήρε πρωτοβουλίες για να χτιστεί στην Αμερική ένα πολύ εντυπωσιακό σε ποιότητα και ποσότητα οικοδόμημα ελληνικής μουσικής. Γνωστοί και αχαρτογράφητοι μουσικοί και τραγουδιστές από κάθε γωνιά του Ελληνισμού των Βαλκανίων, της Μεσογείου και της Μαύρης Θάλασσας, συντονίστηκαν με κάποιο τρόπο και δημιούργησαν μία εξαιρετικά πλούσια ελληνική μουσική σκηνή ενώ ήταν διασκορπισμένοι σε μια χώρα τεραστίων διαστάσεων, με αμέτρητες μειονότητες, με άγνωστες γλώσσες και μουσικές και με όχι πολύ φιλική τη στάση των λευκών Αμερικάνων έναντι των Ελλήνων μεταναστών.

Ορισμένοι μουσικοί, μαζί με μερικούς που είχαν επιχειρηματικό μυαλό, ίδρυσαν 70 ελληνικές εταιρίες για την έκδοση δίσκων μουσικής. Κι έτσι, σε ένα ξένο τόπο, μέσα σε λίγα χρόνια, κυρίως από το 1917 μέχρι το 1930, σύμφωνα με τον Κουνάδη, του σημαντικότερου συλλέκτη και μελετητή των δίσκων 78 στροφών με ελληνικά τραγούδια και μουσικές, ηχογραφήθηκαν και κυκλοφόρησαν από ελληνικές και αμερικάνικες εταιρίες περίπου 5.000 ελληνικά τραγούδια! Ο αριθμός είναι ασύλληπτος. Και πολύ χρήσιμος, γιατί η σημασία του δεν επιδέχεται αμφισβήτηση. Τραγούδια λαϊκά, δημοτικά, ελαφρά, χορευτικά και πάρα πολλοί αμανέδες. Τραγούδια νησιώτικα, ρουμελιώτικα, ηπειρώτικα, κρητικά, ποντιακά, ακόμα και τουρκόφωνα που τα τραγουδούσαν οι Έλληνες στις ιδιαίτερες πατρίδες τους. Λαϊκός κόσμος, λαϊκή μουσική, πιο ελεύθερα, χωρίς τους αποκλεισμούς, τις απαγορεύσεις και την απαξίωση που συναντούσαν οι λαϊκοί καλλιτέχνες στο μιμητικά δυτικότροπο ελληνικό κράτος.

Μαρίκα Παπαγκίκα, Κυρία Κούλα, Αμαλία Βάκα, Γιώργος Κατσαρός και πολλοί άλλοι μοναδικής αξίας καλλιτέχνες όργωναν επί πολλές δεκαετίες την Αμερική. Μερικοί δε έφτασαν στα πιο απίθανα μέρη της γης. Όπως ο Κατσαρός, που ο Κουνάδης τον κάλεσε στην Ελλάδα για εμφανίσεις πριν συμπληρώσει τα εκατό του χρόνια κι εμείς με τον αείμνηστο Μιχάλη Αδάμ τον ξαναφέραμε ακμαίο και μαγικό μετά τα 100 του! Ο Κατσαρός είχε τραγουδήσει ακόμα και στις αυλές των Ελλήνων μαχαραγιάδων στην Ινδία!

Πέρα από τα αρνητικά της μετανάστευσης, αυτή η αιμορραγία των μουσικών προς την Αμερική ήταν και εποικοδομητική, γιατί άνοιξαν αλλιώς τα φτερά τους. Μια αιμορραγία η οποία συνεχίστηκε με αυξομειώσεις και διαλείμματα, όπως ο αυστηρός περιορισμός της μετανάστευσης με νόμους της περιόδου 1917-1924, το κραχ του 1929 και ο Β΄ Παγκόσμιος Πόλεμος.

Αμφίδρομη σχέση

Οι κοινότητες που δημιουργούνται εδώ κι εκεί είναι κατά κανόνα ανάμεικτες. Η πρώτη γενιά, σε όποια περιοχή διαθέτει σχετική ομοιογενή συνύπαρξη, δηλαδή Πελοποννήσιοι με Πελοποννήσιους, νησιώτες με νησιώτες, Μακεδόνες με Μακεδόνες κ.ο.κ., διατηρεί κάποια ήθη, έθιμα και γλωσσικές παραλλαγές του τόπου προέλευσης, αλλά οι περισσότερες μεταναστευτικές ομάδες σε βάθος χρόνου αναζητούν συγκολλητικούς κρίκους που θα υπερβαίνουν τις μεταξύ των Ελλήνων ιδιαιτερότητες.

Έτσι, σ’ αυτό το περιβάλλον, μ’ αυτές τις συνθήκες και μ’ αυτό το ακροατήριο, με τη βοήθεια της ραγδαία εξελισσόμενης τεχνολογίας των μέσων επικοινωνίας και της αναπαραγωγής και διακίνησης της μουσικής, αναπτύσσεται πολύ γρήγορα μια εκπληκτική παραγωγή ελληνικών τραγουδιών με φορέα τον ηχογραφημένο δίσκο. Τραγουδιών που αναλαμβάνουν -εκ των πραγμάτων- ρόλο στη διαδικασία στήριξης της κοινής ταυτότητας και της ενιαίας έκφρασης των μεταναστών, αποτελώντας ταυτόχρονα τον υπερπόντιο σύνδεσμο με τη μητέρα πατρίδα. Έτσι, ανάμεσα σε Αμερική και Ελλάδα δημιουργείται ένα ισχυρό δίκτυο αμφίδρομης επαφής, ανταλλαγής και επιρροής με μέσον το τραγούδι.

Οι ελληνικές κοινότητες συντηρήθηκαν επί μερικές δεκαετίες ως «αποικίες» των Ελλήνων. Κι εκεί που η ταυτότητα δεν μπορούσε λόγω ανομοιογενούς σύνθεσης των μεταναστών να έχει στοιχεία ενός μόνο τόπου προέλευσης, διαμορφωνόταν ως υπερτοπική εθνική. Κι αυτή είναι που επικράτησε με τις επόμενες γενιές μεταναστών, παρ’ όλο που διατηρήθηκαν οι ξεχωριστοί σύλλογοι Μακεδόνων, Αρκάδων, Κρητικών κ.λπ.

Στις ΗΠΑ, που η αφομοίωση των ξένων είναι μάλλον εξαναγκαστική ως προϋπόθεση της αποδοχής και επιβίωσης, το ελληνικό τραγούδι, ιδιαίτερα στην πρώτη μεγάλη περίοδο της συγκέντρωσης αξιόλογου ελληνικού πληθυσμού στις αμερικάνικες πολιτείες, έπαιξε πάρα πολύ σημαντικό ρόλο στην ενίσχυση της εθνικής συνοχής και της σύνδεσης των μεταναστών μεταξύ τους και με την πατρίδα.

Όπως και να έχει, ακόμα και οι πιο μικρές συγκεντρώσεις Ελλήνων μεταναστών στην Αμερική, για αρκετό καιρό λειτούργησαν ως προεκτάσεις των αγροτικών κοινοτήτων και λαϊκών γειτονιών της Ελλάδας και της Μικράς Ασίας και μέσα σ’ αυτές ή σε σχέση μ’ αυτές, εργάστηκαν και εκφράστηκαν οι μουσικοί, ερασιτέχνες και επαγγελματίες, που ήταν απαραίτητοι για τις εθνικές, θρησκευτικές και κοινοτικές γιορτές, τους γάμους, τους αρραβώνες και τα βαφτίσια, τα γλέντια, τη διασκέδαση, τη σχόλη και βασικά την ανακούφιση από τον καημό της νοσταλγίας που ένιωθαν βαθιά μέσα τους οι ξεριζωμένοι Έλληνες.

Κρίνοντας δε εκ του αποτελέσματος, αυτός ο σκόρπιος, αλλά με ζωηρή συγκολλητική επιθυμία ελληνικός κόσμος, έγινε κι ένα φυτώριο για καινούργιες και πρωτότυπες μουσικές που όταν μεταφέρθηκαν στην Ελλάδα χάρη στους δίσκους γραμμοφώνου επιδράσανε σε σημείο που -σε ορισμένες περιπτώσεις- συνέβαλαν καθοριστικά στην πορεία της λαϊκής μουσικής που βρισκόταν σε εξέλιξη. Περίτρανο παράδειγμα το αριστουργηματικό «Σμυρνέικο Μινόρε», πρωτοηχογραφημένο στα πρώτα χρόνια του 20 αιώνα ως «Μινόρε της Αυγής», το οποίο έχει εντοπιστεί από τον Κουνάδη σε 57 διαφορετικές ηχογραφήσεις!

Συνεχίζεται

Σχόλια

Σου άρεσε αυτό το άρθρο; Ενίσχυσε οικονομικά την προσπάθειά μας!