H κατάληψη της Θεσσαλονίκης από τα ναζιστικά στρατεύματα, στις 9 Απριλίου 1941, με την τετραετή σχεδόν κατοχή που ακολούθησε, υπήρξε ένα γεγονός που σημάδεψε βαθιά την ιστορία της πόλης. Κατέδειξε όμως και τον «πατριωτισμό» των διορισμένων από το δικτατορικό καθεστώς της 4ης Αυγούστου αρχών της πόλης, που έσπευσαν να την εγκαταλείψουν, όπως οι πόντικοί τα ναυαγισμένα πλοία, πριν ακόμη εισέλθουν οι γερμανικές δυνάμεις.
Το σύνθημα για την εγκατάλειψη της πόλης και την παράδοσή της στους χιτλερικούς εισβολείς, το έδωσε μία μέρα πριν από την είσοδο του γερμανικού στρατού ο μασόνος υποστράτηγος Γεώργιος Κυρίμης, γενικός διοικητής Μακεδονίας και πιστό όργανο του καθεστώτος Μεταξά. Και μάλιστα δεν περιορίστηκε στη δική του φυγή, αλλά λίγο πριν επιβιβαστεί στο βαπόρι με τους αξιωματικούς και τις αρχές, συγκάλεσε μία ημέρα πριν, το μεσημέρι της 8ης Απριλίου, υπό την προεδρία του μία σύσκεψη, στην οποία αποφασίσθηκε η παράδοση της Θεσσαλονίκης στους Γερμανούς.
Με βάση αυτό, την επομένη, 9 Απριλίου, ο Μητροπολίτης Γεννάδιος, ο τεταρτοαυγουστιανός δήμαρχος Μερκουρίου, ο στρατιωτικός διοικητής Ραγκαβής, ο υπασπιστής του, συνταγματάρχης Παπακωνσταντίνου, ο αστυνομικός διευθυντής Παπαργύρης και ο «υπερεθνικόφρων» καθηγητής Περικλής Βιζουκίδης, παρέδιδαν επίσημα τη Θεσσαλονίκη στους Γερμανούς.
Όπως έγραφε λίγο μετά την απελευθέρωση η εφημερίδα Μακεδονία, περιγράφοντας το χάος που επικράτησε στην πόλη λίγο πριν την είσοδο των χιτλερικών: «Στη Θεσσαλονίκη, υπήρξε ανυπαρξία ελληνικής διοικήσεως. Ο εγκάθετος του Μεταξά Κυρίμης με τους φίλους του, είχαν τραπεί εις φυγήν και ο μόνος ανώτερος υπάλληλος που έμενε στη Γενική Διοίκηση Μακεδονίας, ήταν ο τμηματάρχης Αλμέιντας, που έκανε φιλότιμα ό,τι μπορούσε σ’ εκείνο το χάος που είχε δημιουργηθεί. Στη στρατιωτική διοίκηση, ο γέρος στρατιωτικός διοικητής Νικόλαος Ραγκαβής μάταια πάσχιζε να δώσει κάποια υπόσταση στις άλλες ανύπαρκτες ελληνικές αρχές».
Οι ελίτ συνταυτίζονται με τους κατακτητές
Οι πολιτικές και κοινωνικές ελίτ της Θεσσαλονίκης, όπως είχαν διαμορφωθεί κατά την περίοδο της δικτατορίας του Μεταξά, έσπευσαν να προσαρμοστούν και να συνταυτιστούν με τη νέα κατοχική πραγματικότητα. Κι αυτό διότι, όπως σωστά επισημάνθηκε από τους ιστορικούς Σ. Δορδανά και Β. Καλογριά, η πρώτη φροντίδα αυτών των ελίτ, ήταν η διασφάλιση της θεσμικής συνέχειας του αστικού κράτους, η τύχη του οποίου εξαρτιόταν αποκλειστικά από τις διαθέσεις και τα σχέδια των γερμανικών Αρχών.
Η συνταύτιση τους αυτή με τους Ναζί κατακτητές επέτρεψε σε διάφορα πρώην στελέχη του μεταξικού καθεστώτος να διατηρήσουν τις διοικητικές τους θέσεις, ακόμα και μετά την κατάληψη της πόλης. Χαρακτηριστικό παράδειγμα ήταν η παραμονή του αντιστράτηγου Νικόλαου Ραγκαβή στη θέση του γενικού διοικητή Μακεδονίας, που επικυρώθηκε από το στρατιωτικό διοικητή Θεσσαλονίκης-Αιγαίου στις 19 Απριλίου του 1941.
Μόλις δύο μήνες μετά, τον Ιούνιο του 1941, ο Ραγκαβής θα ίδρυε ένα μυστικό Κέντρο Πληροφοριών στη Θεσσαλονίκη, με τη συνδρομή μόνιμων αξιωματικών του ελληνικού στρατού, το οποίο απέβλεπε, με τις ευλογίες των κατακτητών, «στον περιορισμό της ανθελληνικής δραστηριότητος». Προφανώς, οι κατακτητές δεν είχαν κανένα λόγο να επιθυμούν την αλλαγή του διοικητικού καθεστώτος που βρήκαν κατά την είσοδό τους στην πόλη, αφού τα συμφέροντά τους εξυπηρετούνταν απόλυτα από πρόθυμα στελέχη της «ελληνικής» διοίκησης που είχαν σπεύσει να προσφέρουν τις υπηρεσίες τους στο Τρίτο Ράιχ προκειμένου να παραμείνουν στις προνομιούχες θέσεις τους.
Μία ανάλογη περίπτωση, ήταν και αυτή του συνταγματάρχη Αθανάσιου Χρυσοχόου, υπασπιστή και επιτελάρχη του στρατηγού και πρώτου δωσίλογου πρωθυπουργού Τσολάκογλου, επί Κατοχής, έμμισθου γενικού επιθεωρητή Νομαρχιών Μακεδονίας και γενικού διοικητή Μακεδονίας έναν μήνα πριν από την αποχώρηση των Ναζί από την Ελλάδα, αξίωμα που αντιστοιχούσε με αυτό του υπουργού Μακεδονίας. Κύρια δραστηριότητά του, να παροτρύνει με έγγραφα προς τους νομάρχες και επάρχους της δικαιοδοσίας του, αποκλείοντας «κάθε ενδεχόμενο άσκησης βίας» κατά τους στρατού κατοχής και επαινώντας τη «φιλελληνική» στάση των Γερμανών, απέναντι στους οποίους προέτρεπε τον πληθυσμό να επιδεικνύει «υπάκουη και νομιμόφρονα στάση»!