του Ιάσονα Κωστόπουλου

Τη στιγμή που τα νέα, αυστηρότερα μέτρα για τον έλεγχο της πανδημίας δεν έχουν αποδώσει και η κυβέρνηση αποφασίζει την επιμήκυνσή τους, μια ανοιχτή επιστολή 20 επιστημόνων από το ΔΙΔΕΑΥ (Δίκτυο Διαλόγου, Έρευνας και Ανάλυσης για τη Δημόσια Υγεία) επισημαίνει όχι μόνο το αδιέξοδο, αλλά και τις καταστροφικές συνέπειες της ακολουθούμενης πολιτικής. Η εν λόγω επιστολή, αναδεικνύει αφενός την ακαταλληλότητα του λοκντάουν ως μακροχρόνια στρατηγική, ενώ παράλληλα, προτείνονται εναλλακτικά μέτρα έστω και την ύστατη ώρα. Όσο δε για την εγκυρότητα όσων διατυπώνονται, έχει αξία να τονιστεί ότι οι περισσότεροι υπογράφοντες είναι καθηγητές στα μεγαλύτερα πανεπιστήμια της χώρας, ενώ μάλιστα αρκετοί έχουν διαχωρίσει τη θέση τους από την ασκούμενη πολιτική εδώ και αρκετό καιρό. Βέβαια, αν και αυτή η δήλωση αποτελεί αναγκαία και αναζωογονητική φωνή, που έρχεται σε αντίθεση με την ως τώρα στάση πολλών επιστημόνων που φιλοξενούνται στα ΜΜΕ, η κυβέρνηση για μια ακόμη φορά κωφεύει.

ΑΠΟ ΤΗΝ αρχή κιόλας της επιστολής αποδομείται η πολιτική των συνεχιζόμενων λοκντάουν, με βάση τόσο τη φύση του μέτρου, όσο και τις καταστροφικές συνέπειες που έχει για την υγεία του πληθυσμού. Χαρακτηριστικά αναφέρεται: «Είναι απορίας άξιο πώς το οριζόντιο λοκντάουν, ένα μέτρο δημόσιας τάξης που έχει αποδεδειγμένα καταστροφικές επιπτώσεις στην υγεία του πληθυσμού και που αποτελεί πρακτικά τη μοναδική επιλογή των αρχών, χαρακτηρίζεται «έξυπνο μέτρο» και θεωρείται ενδεδειγμένη στρατηγική αντιμετώπισης ενός προβλήματος Δημόσιας Υγείας. Δεν είναι τυχαίο ότι φορείς όπως ο Παγκόσμιος Οργανισμός Υγείας χαρακτηρίζουν το λοκντάουν ως την τελευταία και προσωρινή λύση ανάγκης, με σκοπό να κερδηθεί χρόνος για την ενίσχυση και αναπροσαρμογή των στοχευμένων μέτρων διαχείρισης της επιδημίας. Ενώ η φυσική απόσταση είναι ένα από τα σημαντικά εργαλεία αντιμετώπισης του προβλήματος, η μονοδιάστατη και συνεχής εφαρμογή οριζόντιων και ακραίων περιορισμών αποτελεί περισσότερο ένδειξη αμηχανίας και απόγνωσης, παρά ισορροπημένης και έξυπνης διαχείρισης». Προφανώς, τα παραπάνω τα γνωρίζει η κυβέρνηση, όμως η επιλογή επιβολής παρατεταμένου καθεστώτος έκτακτης ανάγκης είναι πολιτική και όχι υγειονομική.

Μάλιστα η Ελλάδα αποτελεί ακραίο παράδειγμα-πείραμα, όπου η επιβολή του λοκντάουν έχει ξεπεράσει σε διάρκεια τις περισσότερες χώρες. Στο κείμενο δε, ξεκαθαρίζεται ότι όχι μόνο η διάρκεια του λοκντάουν είναι μεγάλη αλλά και ότι κάτι τέτοιο δεν δικαιολογείται με βάση τα χαρακτηριστικά της χώρας και την πορεία της πανδημίας: «Η εμμονή στο μέτρο του οριζόντιου λοκντάουν παρουσιάζεται ως “εναρμόνιση” με την υπόλοιπη Ευρώπη, μιας περιοχής που αποτελεί παράδειγμα προς αποφυγή στη διαχείριση της κρίσης. Γίνεται συχνά συζήτηση για τη θνησιμότητα από Covid-19 στην Ελλάδα σε σύγκριση με άλλες ευρωπαϊκές χώρες, αλλά δεν λαμβάνεται υπόψη ότι το πρώτο πραγματικό κύμα της επιδημίας εμφανίστηκε στη χώρα το φθινόπωρο του 2020, ενώ η Ελλάδα έχει συνολικά μια από τις χαμηλότερες τιμές πληθυσμιακής πυκνότητας στην Ευρωπαϊκή Ένωση (κυρίως σε περιοχές εκτός Αττικής) και μακράν λιγότερους τροφίμους σε οίκους ευγηρίας (όπου η θνητότητα είναι δραματικά αυξημένη), σε σχέση με άλλες ευρωπαϊκές χώρες. Συνεχίζουμε να χάνουμε την ευκαιρία που μας προσέφερε το πρακτικώς ανύπαρκτο, λόγω χαμηλής διασποράς, πρώτο κύμα και οι επόμενοι μήνες επιδημιολογικής ύφεσης, ώστε να σχεδιάσουμε ένα σύστημα αντιμετώπισης της επιδημίας στην κοινότητα. Καταλήξαμε έτσι να έχουμε ένα από τα σκληρότερα και μακρύτερα σε διάρκεια λοκντάουν στην Ευρώπη (κι όχι μόνο), το οποίο προφανώς συνεχίζει να μη λύνει το πρόβλημα, παρόλο που ο πληθυσμός παρουσιάζει αξιοσημείωτη συμμόρφωση, σε σύγκριση με άλλες χώρες, σύμφωνα με τα αντικειμενικά στοιχεία κινητικότητας του Google Mobility».

«Η κόπωση, η παρατεταμένη στέρηση βασικών ατομικών και συλλογικών δικαιωμάτων (ακόμη και του δικαιώματος στην εργασία και στην αξιοπρεπή διαβίωση), χωρίς τις απαραίτητες προϋποθέσεις της διαφάνειας, της πληροφόρησης και της επιστημονικής τεκμηρίωσης, και οι βλάβες για την κοινωνία, συσσωρεύονται, αποθαρρύνοντας τη συμμετοχή των πολιτών»

ΟΣΟ ΔΕ για τις ποικίλες απαγορεύσεις και τα κλεισίματα, αυτά δεν είναι παρά άμεση συνέπεια της άρνησης της κυβέρνησης να ενισχύσει και να αναδιατάξει το ΕΣΥ, πράγμα που κατέστησε τα νοσοκομεία ως το μοναδικό σημείο αναφοράς: «Μέτρα αυτού του είδους επιβαρύνουν την υγεία του πληθυσμού και πιθανότατα επιδεινώνουν το πρόβλημα, αυξάνοντας το συγχρωτισμό σε λιγότερο διαθέσιμο χρόνο. […] Και μάλιστα σε περίοδο με σχετικά καλές κλιματικές συνθήκες, για την εποχή. Επιπλέον, πλήττεται βάναυσα η ψυχική ισορροπία των παιδιών, με τις συνεχείς αποφάσεις ανοίγματος και κλεισίματος των σχολείων, στηριζόμενες σε αλληλοσυγκρουόμενα μηνύματα από την επιστημονική κοινότητα. […] Όλα αυτά αποφασίζονται προφανώς για την προστασία των νοσοκομείων, που πιέζονται διότι η μονοδιάστατη στρατηγική και η ανυπαρξία μέτρων πρόληψης στην κοινότητα, κατέληξε σε έναν αδιέξοδο φαύλο κύκλο διαχείρισης του προβλήματος αποκλειστικά από τα νοσοκομεία». Επομένως, η ίδια η διαχείριση της πανδημίας οδηγεί στην αύξηση της πίεσης στα νοσοκομεία και μάλιστα σε βάρος της «φυσιολογικής» λειτουργίας τους, αφού μετατρέπονται αναγκαστικά σε κέντρα Covid.

Ωστόσο, όπως ορθά γίνεται λόγος και στο κείμενο, βασικός πυλώνας για την εφαρμογή των μέτρων αποτελεί η στήριξη που λαμβάνουν από μερίδα της επιστημονικής κοινότητας. Πράγμα που μειώνει την εμπιστοσύνη του κόσμου στον επιστημονικό λόγο και αποτελεί τροφή για τον ανορθολογισμό: «Μετά από τόσους μήνες, η συνεχιζόμενη στρατηγική διαχείρισης της κρίσης Δημόσιας Υγείας με αποκλειστικό εργαλείο το οριζόντιο λοκντάουν γίνεται με τρόπο που προσβάλλει την επιστημονική κοινότητα και την κοινωνία. Η κόπωση, η παρατεταμένη στέρηση βασικών ατομικών και συλλογικών δικαιωμάτων (ακόμη και του δικαιώματος στην εργασία και στην αξιοπρεπή διαβίωση), χωρίς τις απαραίτητες προϋποθέσεις της διαφάνειας, της πληροφόρησης και της επιστημονικής τεκμηρίωσης, και οι βλάβες για την κοινωνία, συσσωρεύονται, αποθαρρύνοντας τη συμμετοχή των πολιτών. Επιπλέον, οι μακροχρόνιες επιπτώσεις της διαχείρισης μέσω του λοκντάουν μπορεί να οδηγήσουν σε βλάβες μεγαλύτερες από τα ενδεχόμενα, αλλά αμφίβολα πλέον, οφέλη. Είναι τεράστια η ευθύνη των αρχών και της επιστημονικής κοινότητας που διαχειρίζονται την κρίση να εμμένουν αποκλειστικά σε ανεπαρκή, αναποτελεσματικά, βάναυσα και βάρβαρα για την κοινωνία μέτρα, που ορισμένες φορές επιβάλλονται με προσβλητικό και απαξιωτικό για την ανθρώπινη υπόσταση και τα δημοκρατικά ήθη τρόπο».

Η ΕΠΙΣΤΟΛΗ κλείνει τονίζοντας την ανάγκη να παρθούν έστω και τώρα μέτρα που να αποτελούν πραγματικά εργαλεία για την δημόσια υγεία: «Απαιτείται, έστω και τώρα, άμεση αλλαγή της στρατηγικής διαχείρισης, με αντιμετώπιση της επιδημίας στην κοινότητα, βασισμένη σε στοχευμένα προληπτικά μέτρα Δημόσιας Υγείας, όπως η συνταγογράφηση του διαγνωστικού τεστ, η σοβαρή επιδημιολογική επιτήρηση αντί των τυφλών και «τυχαίων» δειγματοληψιών, και η άμεση λήψη αποφάσεων ένταξης των χιλιάδων ιατρών του ιδιωτικού τομέα στη διαχείριση της επιδημίας σε επίπεδο Πρωτοβάθμιας Φροντίδας Υγείας και όλα αυτά σε συνδυασμό με επιλεκτικά και πιο εξειδικευμένα, αντί για οριζόντια και αναποτελεσματικά, μέτρα φυσικής απόστασης…». Δυστυχώς όμως, η κυβέρνηση έχει αλλού το μυαλό της, ο συνδυασμός λοκντάουν και ακραίας καταστολής αποτελεί το ιδανικό μέσο για την άσκηση πολιτικής, προετοιμάζοντας έτσι την μετά-covid εποχή.

* Την επιστολή υπογράφουν οι: Αντώνης Ανδρουλιδάκης (ΜSc, Αναπτυξιακός & Κοινωνικός Ψυχολόγος, Διδάσκων Πανεπιστημίου Κύπρου), Κωστής Ανετάκης, (Βιολόγος, Ακαδημαϊκός Υπότροφος στο ΔΙ.ΠΑ.Ε.), Νεκταρία Ασημακοπούλου, (Ιατρός Εργασίας), Απόστολος Βανταράκης (Καθηγητής Υγιεινής, Τμήμα Ιατρικής Πανεπιστημίου Πατρών), Τριαντάφυλλος Γκούβας (Επισκέπτης Καθηγητής στη Νομική Σχολή του Πανεπιστημίου της Γλασκώβης), Δημήτριος Κούβελας (Καθηγητής Κλινικής Φαρμακολογίας, ΑΠΘ), Παύλος Κουτρουφίνης (Σύμβουλος Ψυχικής Υγείας – Ψυχοθεραπευτής), Χριστίνα Μάλφα (MPH, Κοινωνική Λειτουργός), Αθηνά Μαυρίδου (Πανεπιστήμιο Δυτικής Αττικής), Ευαγγελία Μαυρικάκη (Βιολόγος, Αναπληρώτρια Καθηγήτρια στο Παιδαγωγικό Τμήμα Δημοτικής Εκπαίδευσης, ΕΚΠΑ), Γιάννης Ναστούλης (MSc, Καθηγητής Κοινωνικών Επιστημών Μέσης Εκπαίδευσης), Αθανασία Παππά (Πρόεδρος της Ελληνικής Εταιρείας Αντιρευματικού Αγώνα, Πρόεδρος της Ελληνικής Εταιρείας Εμμηνόπαυσης), Μαρία Πετροπούλου (MSc, Νοσοκομειακός Φαρμακοποιός, Νοσοκομείο Καρδίτσας), Κωνσταντίνος Πουλάς (Αναπληρωτής Καθηγητής Βιοχημείας, Τμήμα Φαρμακευτικής, Πανεπιστήμιο Πατρών), Αριστείδης Τσατσάκης (Διευθυντής Τμήματος Τοξικολογίας και Ιατροδικαστικών Επιστημών, Ιατρική Σχολή, Πανεπιστήμιο Κρήτης), Γιάννης Τζήμας (Αναπληρωτής Καθηγητής, Τμήμα Ηλεκτρολόγων Μηχανικών και Μηχανικών Υπολογιστών, Πανεπιστήμιο Πελοποννήσου), Μάνος Τσίζεκ (Ηθοποιός και Σκηνοθέτης), Αναστασία Τσουκαλά (Αναπληρώτρια Καθηγήτρια Εγκληματολογίας, Université Paris-Saclay, Γαλλία), Κωνσταντίνος Φαρσαλινός (MD, MPH, ιατρός-ερευνητής, Τμήμα Φαρμακευτικής, Πανεπιστήμιο Πατρών), Κορίνα Χατζηνικολάου (Επίκουρη Καθηγήτρια Αναπτυξιακής Ψυχοπαθολογίας, Τμήμα Επιστημών Προσχολικής Αγωγής και Εκπαίδευσης, ΑΠΘ).

Σχόλια

Σου άρεσε αυτό το άρθρο; Ενίσχυσε οικονομικά την προσπάθειά μας!